Η «βρετανικότητα» (britishness) είναι ένας ιδιαίτερος όρος, όταν προσάπτεται σε μουσικούς. Δεν είναι παράσημο εθνικισμού, αλλά περισσότερο δείγμα ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου μιας κοινωνίας, του πολιτισμού της, της έκφρασης της ψυχής της. Μια από τις μπάντες που έχουν τις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηριστεί ως εκπρόσωποι αυτής της βρετανικότητας είναι οι Blur, που αποτελούν μια πολιτισμική επιτομή του pop/rock της εργατικής τάξης (Kinks-Madness) με την ελιτίστικη, αλλά εναλλακτική αστική κουλτούρα των αγγλικών art schools.
Έχουν περάσει 12 χρόνια από το τελευταίο άλμπουμ των παιδιών από το Essex (Think Tank) και 16 από τότε που ο συνιδρυτής, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των Blur Graham Coxon συνεργάστηκε με το γκρουπ. Τα χρόνια που πέρασαν όμως, απάλυναν τις αντιθέσεις και το 2009 η μπάντα επέστρεψε με θριαμβευτικές εμφανίσεις στο Hyde Park, στο Glastonbury και στο T in the Park. Οι ζωντανές εμφανίσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια και μάλιστα τρία νέα κομμάτια είδαν το φως της δημοσιότητας (Fool’s Day, The Puritan, Under the Westway), όμως οι διακοπείσες ηχογραφήσεις με τον William Orbit το 2012 γέννησαν αμφιβολίες ότι το συγκρότημα πάσχει πιθανώς από την ίδια ασθένεια που έπασχαν άλλα συγκροτήματα της γενιάς τους που επέστρεψαν για live χωρίς όμως να τολμούν να κυκλοφορήσουν νέο άλμπουμ (Stone Roses, Pulp), το φόβο της αποτυχίας και της σύγκρισης με το ένδοξο παρελθόν. Βέβαια, εδώ υπήρχε μια διαφορά. Τόσο (κυρίως) ο Albarn, όσο και ο Coxon δεν ήταν μουσικά αδρανείς την περίοδο χειμερίας νάρκης των Blur. Επομένως δεν είχαν χάσει επαφή με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα.
Το καλοκαίρι του 2013 οι Blur, εν τω μέσω της ασιατικής περιοδείας τους βρέθηκαν στο Hong Kong λόγω της ακύρωσης μιας συναυλίας στην Ιαπωνία. Μη έχοντας κάτι άλλο να κάνουν, χρησιμοποίησαν ένα τοπικό studio (Avon Studios) και ηχογράφησαν κάποια κομμάτια, τα οποία όμως έθεσαν στο περιθώριο. Ωστόσο στα τέλη του 2014 ο Albarn φαίνεται ότι άλλαξε άποψη και έδωσε την άδεια στον Coxon και στον γνωστό παραγωγό Stephen Street (υπεύθυνο για τις μεγάλες επιτυχίες τους στα 90s) να ξαναδουλέψουν τα κομμάτια. Αποτέλεσμα της δουλειάς είναι το The Magic Whip, το όγδοο άλμπουμ της ιστορίας τους.
Ακούγοντας το πρώτο κομμάτι Lonesome Street ο φαν της μπάντας θα αισθανθεί αυτόματα οικεία, καθώς τα κοφτά post punk/Kinks riffs του Coxon και η cocky ερμηνεία του Albarn θυμίζουν αυτόματα το Parklife. Όμως δεν είναι πολλά τα κομμάτια στο άλμπουμ που θυμίζουν τους παλιούς Blur. Το The Magic Whip είναι περισσότερο έκφραση των μουσικών ιδιαιτεροτήτων των δύο βασικών μελών της μπάντας (Albarn-Coxon) όπως αυτές εξελίχθηκαν μετά τη χρυσή εποχή του συγκροτήματος. Κομμάτια όπως το εξάλεπτο, ιδιόμορφο Thought I Was a Spaceman, ή το σχεδόν krautrock There Are Too Many of Us (ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου) θυμίζουν περισσότερο, ας πούμε, τους Gorillaz ή άλλες πειραματικές απόπειρες του Damon και του Graham, παρά Blur. Στην ίδια κατηγορία περιλαμβάνεται το νωχελικό, διασκεδαστικό Ghost Ship που είναι ντυμένο με απολαυστικές calypso κιθαριστικές νότες.
Όμως οι πιο «μπλερικές» στιγμές είναι αυτές που εμένα μου άφησαν την καλύτερη γεύση στο άλμπουμ. Το Go Out είναι απολαυστικό, υποχθόνιο και σέξυ με τους τυπικούς oh-oohh-oohhs λαρυγγισμούς του Albarn, η νευρώδης pop του I Broadcast είναι φτιαγμένη για indie dancefloors και συναυλιακά highlights και το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου, το My Terracotta Heart (γραμμένο για τις «δύσκολες» συναισθηματικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ) επαναφέρει τη σπαραξικάρδια ατμόσφαιρα του No Distance Left to Run.
Σε μια συλλογή κομματιών που μπορούν να χαρακτηριστούν από ικανοποιητικά έως εξαιρετικά, υπάρχει και το μαύρο πρόβατο, ένα ανόητο mid tempo με το φρικτό όνομα Ong Ong που είναι, ίσως, η πιο εμπορική και ταυτόχρονα η πιο ανούσια στιγμή του δίσκου. Ευτυχώς ο δίσκος δεν περιέχει άλλες χτυπητές ανορθογραφίες και κλείνει εξαιρετικά με το Mirrorball και το εθιστικό του reverb.
Φαντάζομαι ούτε και οι πιο φανατικοί οπαδοί των Blur περίμεναν ένα Parklife, ή ένα The Great Escape με τους Britpop ύμνους να συνοδεύονται από τόνους μπύρας και τις σακχαρόπηκτες μπαλάντες να λιώνουν τις κοριτσίστικες καρδιές. Όμως υπάρχουν πολλοί που εκτιμούν το Modern Life is Rubbish, έναν ύμνο στην αστική παρακμή, ως το κορυφαίο άλμπουμ των Blur. Κι ευτυχώς το The Magic Whip, αν και δεν μοιάζει ιδιαίτερα μουσικά στο εν λόγω άλμπουμ καθώς είναι εμποτισμένο από τον κοσμοπολιτισμό του πολυταξιδεμένου και την ωριμότητα του μεσήλικα, κυριαρχείται από την ίδια νοοτροπία. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η απόπειρα των Blur να το παίξουν λίγο περισσότερο «δύσκολοι» καλλιτεχνικά (ως γνήσια art school kids) εκνευρίζει, η ποιότητά τους είναι αδιαμφισβήτητη. Και η επιστροφή τους, ευτυχώς, δεν μοιάζει με ξαναζεσταμένο φαγητό, αλλά ως μια φρέσκια απόπειρα που επιχειρεί να χαράξει νέους δρόμους στην καριέρα τους. Yes, it really, really, really should happen….
8/10