Print this page
Κυριακή, 03 Σεπτεμβρίου 2017 17:50

Arcade Fire – Everything Now (Columbia Records, 2017)

Written by 

Το πέμπτο άλμπουμ της πλέον σημαντικής εναλλακτικής μπάντας (κατά τη γνώμη του γράφοντος) που έρχεται από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού τα τελευταία χρόνια αποτελεί κατ’ εμέ ορόσημο, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά για ολόκληρο το χώρο της alternative μουσικής σκηνής. Διότι πιστοποιεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι, επί του παρόντος τουλάχιστον, οι μεγάλες δισκογραφικές, το πλέγμα των ΜΜΕ και η ευρύτερη βιομηχανία της διασκέδασης κέρδισαν τη μάχη με την καλλιτεχνική δημιουργία.

Εξηγούμαι: Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στο λεγόμενο indie χώρο μια θεαματική στροφή, η οποία είχε πιο subtle χαρακτηριστικά αρχικά, αλλά τα τελευταία 2-3 χρόνια παίρνει διαστάσεις τσουνάμι. Σταδιακά παλιές και καινούριες μπάντες υποκύπτουν στις Σειρήνες του mainstream και υποτάσσονται σε μια επιβαλλόμενη «άνωθεν» αισθητική ομοιομορφία που προβλέπει την απόσυρση της κιθάρας και την αντικατάστασή της από ένα υβρίδιο '80s synth pop με disco grooves. Θέλω εδώ να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω τίποτα με τα προαναφερθέντα μουσικά είδη, όμως υπάρχει μια διαφορά από το αυθόρμητο ως τo βεβιασμένο πλαστικό προϊόν. Η στροφή αυτή, φυσικά, δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες, αλλά και την εναλλακτική μουσική δημοσιογραφία. Πάρτε παράδειγμα την ΝΜΕ. Αν μπείτε στην ιστοσελίδα της παλαιότερης βρετανικής μουσικής εφημερίδας που κάποτε παρουσίασε όλα τα ενδιαφέροντα alternative ρεύματα σε ένα πλατύ παγκόσμιο κοινό, θα διαπιστώσετε ότι έχει καταντήσει ένα νερόβραστο lifestyle ενημερωτικό μέσο που αποθεώνει την κάθε Rihanna. Βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια η ΝΜΕ είναι κτήμα μεγάλης πολυεθνικής…

Οι Arcade Fire βέβαια δεν είναι ένα οποιοδήποτε συγκρότημα. Κάποτε είχα πει ότι δεν θα φανταζόμουν ποτέ τη μπάντα από το Μοντρεάλ να βγάζει κακό δίσκο. Και πράγματι, ακόμη κι αυτό, το μακράν χειρότερο άλμπουμ της καριέρας τους, δεν είναι για πέταμα. Ο πρώτος τους δίσκος στην Columbia Records πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησαν στο Reflektor. Όμως υπάρχει μια διαφορά. Ενώ στο προηγούμενο άλμπουμ τους το disco/synth pop fusion είναι εμπνευσμένο και έχει τον αέρα του διαφορετικού, η συνταγή στο Everything Now είναι κακέκτυπο. Σε μεγάλα τμήματα του δίσκου τα κομμάτια ακούγονται νερόβραστα, τετριμμένα και βαρετά. Οι συνθέσεις διασώζονται κυρίως χάρη στην ευαίσθητη και λυρική ερμηνεία του Win Butler και στο γεγονός ότι η μπάντα έχει τόσο ταλέντο που να μπορεί να διασώζει ερμηνευτικά ακόμη και τις πιο απρόσωπες και άχρωμες στιγμές της.

Το lead single Everything Now είναι η επιτομή του τι έχει πάει στραβά στο δίσκο. Από την cheesy εισαγωγή (οι πρώτες νότες έχουν κλαπεί ανερυθρίαστα από το Linger των Cranberries), το αφελές ρεφρέν μέχρι τα παλαμάκια για την arena και τη φτηνή ενορχήστρωση, το κομμάτι είναι κομμένο και ραμμένο για το πλατύ, mainstream κοινό. Επίσης, οι Arcade Fire δεν έχουν ανάγκη ούτε να κάνουν την reggae tribute band (Chemistry) ούτε να κάνουν copy/paste και μάλιστα αποτυχημένο στο πρώτο δίσκο των MGMT (Electric Blue).

Και όχι, δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που θέλουν την εναλλακτική μουσική κλεισμένη σε ένα περίκλειστο φρούριο για λίγους και εκλεκτούς. Αντιθέτως, πάντοτε θαύμαζα τις μπάντες που πάντρευαν την ποιότητα με τη δυνατότητα πρόσβασης  σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται με τους όρους του καλλιτέχνη, με ταυτότητα, class και άποψη. Όχι έτσι, όχι με τέτοια φτήνια, με τέτοια λιγούρα για αποδοχή από τον περιστασιακό ακροατή που χρησιμοποιεί τη μουσική ως soundtrack στο ασανσέρ και στο σούπερ μάρκετ. Και το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι οι Arcade Fire δεν είχαν ανάγκη να συμβιβαστούν με τις επιταγές της Columbia. Οι δύο προηγούμενοι δίσκοι τους πήγαν στο top 10 σε δεκάδες χώρες και μάλιστα χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις.

Ευτυχώς, υπάρχουν και συνθέσεις με ενδιαφέρον. Το Creature Comfort είναι ένα λουσμένο με νέον κομμάτι που θυμίζει τις πιο ατμοσφαιρικές electro pop στιγμές του Reflektor, η minimal synth pop «δωματίου» του Peter Pan σαγηνεύει τον ακροατή και η μπαλάντα We Don’t Deserve Love (μια έμμεση παραδοχή για το νέο δίσκο;) που θυμίζει ότι ένα εύπεπτο κομμάτι δεν είναι απαραίτητα φτηνό.

Αντί επιλόγου: ελπίζω στο επόμενο (αν υπάρξει…) άλμπουμ τους οι Arcade Fire να αλλάξουν ρότα. Γιατί άρχισαν επικίνδυνα να θυμίζουν Coldplay. Κι αυτό τα λέει όλα…

6/10

Γιώργος Χριστόπουλος

 

Ο Γιώργος Χριστόπουλος γεννήθηκε πριν από πολλά πολλά χρόνια μια χιονισμένη Κυριακή του Νοέμβρη (ανήμερα της ...Οκτωβριανής Επανάστασης που με το νέο ημερολόγιο έγινε στις 7 Νοεμβρίου) στην πόλη Mönchengladbach, κοντά στα γερμανοολλανδικά σύνορα. Ωστόσο πάντα αναγνώριζε ως ...πατρίδα μια ακόμη βορειότερη ευρωπαϊκή πόλη, το μουντό, βροχερό και αραχνιασμένο Manchester, όπου πέρασε (με αχώριστη σύντροφό του τη ...Boddingtons)  κομμάτι της ανέμελης νιότης του πατώντας τα άγια χώματα που είχαν διαβεί οι Smiths, οι Joy Division και οι New Order, οι Stone Roses και οι Happy Mondays, οι Inspirals και οι Charlatans κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ....

Όταν δεν εργάζεται αόκνως για να σώσει τους συναδέλφους του ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς από τα νύχια των εργοδοτών τους (αλήτης εργατοπατέρας γαρ...), θα τον βρείτε βουλιαγμένο σε ένα καναπέ να μελετά κοινωνιολογικές θεωρίες, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παίζει ατέλειωτες ώρες Football Μanager στο pc. Συνήθως με μια παγωμένη pils ανά χείρας...

Latest from Γιώργος Χριστόπουλος

Related items