Θυμάστε τι έλεγαν οι παλιοί; Αν το έχετε ξεχάσει, επιτρέψτε μου να σας το θυμίσω. Έλεγαν, λοιπόν, πως ένα δίσκο τον «καταλαβαίνεις» από το εξώφυλλό του. Πείτε το αυθαίρετο, υπερβολικό ή ακόμα και άστοχο, αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί αληθινό. Μέσα σε αυτές βάλτε και την περίπτωση του The Road: Part Ι, το αριστουργηματικό και εντελώς θεατρικό εξώφυλλο του οποίου έχει επιμεληθεί ο Γερμανός ζωγράφος Jonas Burgert. Ένα εξώφυλλο, που δε μπορεί να περάσει απαρατήρητο, ακόμα και αν κάποιος ξεψαχνίζει με ταχύτητα τις προθήκες δισκοπωλείου. Κι όλα αυτά από το εξώφυλλο, χωρίς να μιλήσω για όσα έργα τέχνης κρύβονται στο ένθετο βιβλιαράκι. Πριν όμως συνεχίσω, καλό είναι να ξεκαθαρίσω κάτι από την αρχή: πλέον, κάθε σύγκριση με το Psyence Fiction δεν είναι μόνο ανώφελη, αλλά μάλλον άστοχη.
Ύστερα από την πρώτη εξωτερική επαφή με το The Road: Part 1, μπορούμε να πάμε παραμέσα. Το άλμπουμ έχει σαφή concept χαρακτήρα, επίσης με την παλιά αυθεντική του όρου έννοια. Πέρασαν (κιόλας;) επτά χρόνια μέχρι να κυκλοφορήσει ο πέμπτος δίσκος των Unkle, που διατηρεί, κατά τα συνηθισμένα, μια λίγο - πολύ ενιαία αισθητική, αν και περιλαμβάνει συνθέσεις που ανήκουν σε διαφορετικές μουσικές κατηγορίες. Μαζί τους, σύμφωνα με τα όσα έχουμε συνηθίσει και αναμένουμε, μετέχουν αρκετοί διακεκριμένοι μουσικοί και τραγουδιστές, όπως οι Mark Lanegan, Liela Moss (Duke Spirit) Eska, Elliott Power, Ysée, Callum Finn, Dhani Harrison, Keaton Henson, Mink και Steven Young.
Ο James Lavelle στο μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε μέχρι την κυκλοφορία του The Road: Part Ι δεν άφησε τίποτα στην τύχη, αλλά αξιοποίησε σε μέγιστο βαθμό τις δυνατότητές του, για να μεταφέρει τα συναισθήματά του μέσα από νότες και στίχους. Κι έτσι, έβαλε το Σεξπηρικό ηθοποιό Brian Cox να ξεκινά το δίσκο, αναρωτώμενο “Have you thought about the mistakes you’ve made?” Πράγματι, η μουσική δε σου αφήνει και πολλά περιθώρια να τη βάλεις σε δεύτερο πλάνο, αλλά σε «πιάνει» από τις πρώτες της νότες. Σε αυτό σίγουρα παίζει ρόλο η διαχρονική, πότε εμφανής και πότε συγκεκαλυμμένη, trip hop ατμόσφαιρα του λατρεμένου Bristol, που δρα ως υπερευαίσθητο υπόστρωμα της δημιουργίας του Lavelle. Το άλμπουμ αποτελείται κατά κύριο λόγο από επιβλητικές, ήπιες και συναισθηματικά φορτισμένες συνθέσεις, οι οποίες αναδεικνύουν τις δυνατότερες στιγμές του. Κι όταν η ακρόαση τελειώσει, μένει ως επίγευση μια αίσθηση ευφορίας, που σε κάνει να νιώθεις ότι η μουσική δεν ήταν στατική, πως «σε πήγε κάπου».
Αφού, λοιπόν, πεις το πρώτο «χμ, εδώ κάτι καλό γίνεται» ακούγοντας τη φωνή του Cox, έρχονται δύο εξαιρετικά τραγούδια, που ανεβάζουν τον πήχη των προσδοκιών σου. Πρώτο ακούγεται το ονειρικό Farewell, που αναδεικνύει το μεγαλείο της απλότητας, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται το ίδιο μέσα από την ποιότητα του συνόλου των συμμετεχόντων καλλιτεχνών. Κι ύστερα έρχεται το πολύ γνωστό, πολυεπίπεδο, γεμάτο ομίχλη και μεγαλείο Looking for the Rain, στοιχειωμένο από τα φωνητικά του Mark Lanegan και κιθάρα βουτηγμένη στο distortion, για να μας φέρει στο νου μια ευρύτατη γκάμα επιρροών, που ξεκινούν από το σάουντρακ της ταινίας Lawrence of Arabia, μέχρι τους Tuxeedomoon και την Αμερικανική μουσική εικόνα του Howe Gelb.
Το Cowboys or Indians και το Arms Length παρασύρονται από τη φωνή του Elliott Power, που δείχνει απροκάλυπτα πόσο εκτιμά εκείνη του παλιού καλού Tricky, ενώ το No Where to Run/Bandits μοιάζει να αποτελεί το συνδετικό κρίκο του δίσκου με το War Stories. Σε σημαντική στιγμή, ιδιαίτερα μετά από κάμποσες ακροάσεις, αναδεικνύεται το Stole Enough που θυμίζει τους Antony & the Johnsons, όπως και το υπέροχο Sonata, που έχει κάτι από το ύφος των Radiohead και πολλά από την ερμηνεία του παλιόφιλου Thom Yorke. Το The Road απογειώνεται από τα φωνητικά των Eska και Liela Moss, πράγμα που συμβαίνει και στο Sunrise (Always Comes Around), με την κληρονομιά των Chemical Brothers να είναι εμφανής στο πρώτο και εκείνη των This Mortal Coil στο δεύτερο. Ο δίσκος κλείνει με το αιθέριο Sick Lullaby, όπου συνεισφέρει τα μέγιστα ο Keaton Henson, λέγοντας μας ένα ιδιότυπο «εις το επανακούειν», αφού μας έχει αποχαιρετήσει με τον τίτλο μόλις της δεύτερης σύνθεσης.
Τα τραγούδια του πολύ καλού αυτού δίσκου «δένονται» με ένα αφετηριακό και τέσσερα ακόμα εμβόλιμα «περάσματα» (iters), που εδραιώνουν την περί concept άποψη και δίνουν στην κυκλοφορία αυτή μια αύρα από την αισθητική της δεκαετίας του ’70. Χρειάζεται να πω ότι αναμένω το The Road: Part II με ανυπομονησία;