Τετάρτη, 14 Μαρτίου 2018 11:52

Afformance - Music For Imaginary Film #1 / Pop Nihilism (United We Fly, 2017)

Written by 

Το (προς το παρόν) ελεύθερο internet έχει δώσει τη δυνατότητα στην Πληροφορία να είναι διαθέσιμη σε όλους. Η ποσότητα της Πληροφορίας που διακινείται αυτήν τη στιγμή στο παγκόσμιο Διαδίκτυο είναι μετρήσιμη μεν, τόσο χαώδης δε που αδυνατεί να τη διαχειριστεί ένας κοινός άνθρωπος του Δυτικού κόσμου. Το αυτό ισχύει φυσικά και για τη μουσική πληροφορία. Η ευκολία με την οποία μπορεί πλέον να ηχογραφηθεί ένα μουσικό τεμάχιο, είτε μεμονωμένο (“τραγούδι”) είτε ως ολοκληρωμένη πρόταση (“άλμπουμ”), η εύκολη πρόσβαση σε πλατφόρμες που μπορούν να φιλοξενήσουν αυτά τα τεμάχια (Bandcamp, Soundcloud και πολλά ακόμη) και η ευκολία αποτύπωσης της μουσικής σε φυσικό μέσο (CD, LP, κασέτα κτλ) έχει επιφέρει ως σημείο των καιρών την, πρακτικά, απειρία νέων προτάσεων που δύνανται να περάσουν από το πεδίο της προσοχής μας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα μουσικά περιοδικά (ψηφιακά, στην περίπτωσή μας) έχουν έναν κάπως άχαρο ρόλο: συλλέγουν και σταχυολογούν μέσα από δελτία τύπου, ενημερωτικά email, προσωπική αναζήτηση κτλ μία ικανή ποσότητα μουσικής πληροφορίας, η οποία παραμένει μικρή όσο η τρύπα μιας βελόνας σε σχέση με τη συνολική παραγωγή, και κάνουν τις δικές τους προτάσεις, με τη φωνή φυσικά των συντακτών τους.

Σε έναν κόσμο όπου δίνονταν ίσες ευκαιρίες σε όλους στην πρόσληψη της ανωτέρω πληροφορίας, οι Afformance θα ήταν ισχυρότατοι υποψήφιοι για τον καλύτερο τίτλο δίσκου και για την καλύτερη φωτογραφία εξωφύλλου για το 2017 (και τα δύο για το Pop Nihilism). Το ποιοτικό περιτύλιγμα δεν συνεπάγεται αυταπόδεικτα κατά ευθεία αναλογία την ποιότητα του περιεχομένου του άλμπουμ, αλλά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και η πρώτη εντύπωση, τουλάχιστον στην περίπτωση των Afformance, είναι η σωστή.

Οι παλιοί φανς πρέπει να προειδοποιηθούν: αν περιμένουν τυπικό post rock (φτάσαμε πλέον και σε αυτήν την κατηγοριοποίηση για ένα από τα πιο ελεύθερα μουσικά genres…) από τους δύο δίσκους των Afformance, καλύτερα να αναζητήσουν αλλού αυτό που ψάχνουν. Ειδικά το Music For Imaginary Film #1 θυμίζει ελάχιστα έως καθόλου τον παλιό εαυτό του γκρουπ. Ως εν δυνάμει soundtrack, στηρίζεται σε πιο ατμοσφαιρικές ενορχηστρώσεις κατά κανόνα χωρίς εξάρσεις και μάλλον πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σουίτα και όχι ως συλλογη αυτόνομων κομματιών. Τα τρία βασικά μέλη της μπάντας εμπιστεύτηκαν ένα ολόκληρο άλμπουμ της στον ντράμερ τους, Κώστα Ζάμπο, μία έμπνευσή του σε μορφή soundtrack που υλοποίησαν όλοι μαζί - οπωσδήποτε αξιοσημείωτη ένδειξη του ομαδικού πνεύματος με το οποίο λειτουργεί η μπάντα, καθώς και του ανοιχτού πνεύματος των μελών της. Το αποτέλεσμα δικαιώνει την μπάντα για την επιλογή της. Υπόψη βέβαια πως οι όροι “ατμοσφαιρικό” και “soundtrack” δεν δίνουν λαβές εδώ για να θεωρήσει κανείς πως το τελικό άκουσμα διέπεται από αδιάκοπα ambient μέρη, βαρετά μέρη εγχόρδων να πνίγουν το ακρόαμα, δυσδιάκριτες μελωδίες και τραβηγμένες από τα μαλλιά διάρκειες. Στηρίζεται μεν στα synths, στο πιάνο και στα effects, αλλά όλα χρησιμοποιούνται με διάθεση να παραχθεί μία ολοκληρωμένη σύνθεση - με εξαίρεση ίσως το “Or Maybe It’s Not”, το οποίο “μπορεί και να μην είναι” κάτι τέτοιο (για την ακρίβεια, είναι το μοναδικό αμιγώς ambient track του άλμπουμ). Τα κομμάτια δένονται μεταξύ τους με τρόπο που δεν κάνει εντελώς ξεκάθαρο πού ξεκινάει και πού τελειώνει κάθε κομμάτι της σουίτας. Επειδή βέβαια κάποιοι από μας (όνομα και μη χωριό) είναι πρακτικοί άνθρωποι, αν έπρεπε να χωρίσουμε σε νοηματικές ενότητες το άλμπουμ, θα ρισκάραμε να τοποθετήσουμε μαζί τα Intro/Sol In The Woods/Sol In The Battlefield, Anapest/Aftermath και Sailor's Abandoned Ship/...Or Maybe It's Not/619.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν το τυπικό κομμάτι, καθώς η ουσία έγκειται στο τι παραλαμβάνει ο ακροατής από το δίσκο. Ο δίσκος δοκιμάστηκε σε αποκλειστική ακρόαση και ως μουσική για background, διαπρέποντας και στις δύο περιπτώσεις (η ακρόαση ως background δεν αφορά το κείμενο, προφανώς, και δεν θα επεκταθούμε). Όσον αφορά την αποκλειστική ακρόαση, κάτι που το LP ως format σχεδόν εξαναγκάζει, ο ακροατής του οποίου το κείμενο διαβάζετε αυτήν την στιγμή βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να ξαναβάζει το δίσκο από την αρχή και να εμβαπτίζεται πολλές φορές στο κλίμα του. Θα αντιστοιχούσα το πλήρες άλμπουμ με το αριστουργηματικό April των Misuse, ελπίζοντας και αυτός ο δίσκος να βρει σε παρόντα και μέλλοντα χρόνο αντίστοιχη αναγνώριση. Το μοναδικό rock ξέσπασμα που θυμίζει περισσότερο την “παλιά” εικόνα του συγκροτήματος βρίσκεται στο τέλος του Aftermath, σε μία ενότητα που μου έφερε στο νου, δομικά τουλάχιστον (γιατί μουσικά καμία σχέση), το Death Is The Road To Awe του Clint Mansell.

Παρά τον μηδενιστικό τίτλο του, το Pop Nihilism φανερώνει το απόλυτο νόημα του να παράγεις μουσική και δη στο πλαίσιο ενός συγκροτήματος. Θεωρώ πως δεν θα ήταν δόκιμο να γραφτεί πως οι Afformance με αυτό το άλμπουμ (ας μου επιτραπεί να το θεωρήσω ως το πιο αντιπροσωπευτικό εκ των δύο) επαναπροσδιόρισαν τους εαυτούς τους και τον ήχο τους. Ίσως δεν το προσπάθησαν καν. Αφέθηκαν όμως να συνθέσουν, να εκτελέσουν και να λειτουργήσουν εκτός κάποιου κοινού πλαισίου. Στο Pop Nihilism ακούγεται η φωνή του πραγματικού εαυτού των Afformance και των μελών του, με τα τολμηρά σημεία, την ελευθεριακή σκέψη, τους άκρατους αλλά και τους συγκρατημένους πειραματισμούς. Κοινώς, οι Afformance άνθισαν με αυτό το άλμπουμ.

Η μουσική τους παραμένει οργανική, αλλά κομμάτια με ανθρώπινα φωνητικά κατάφεραν επιτέλους να χωρέσουν στον ήχο τους (εξαίρεση το Do από το ντεμπούτο τους). Η μπάντα πλέον επισήμως αποτελείται από έξι μέλη, με καίρια προσθήκη τη Μαρία Σαχπασίδη στα πλήκτρα και κυρίως τη φωνή, η οποία φιλοξενείται σε τρία κομμάτια του δίσκου. Στα οργανικά κομμάτια προσπαθούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά να ξεγλιστρήσουν από τις συμβάσεις που αντιλαμβανόμαστε πως ακολουθούν τα περισσότερα post-rock γκρουπ, χτίζουν τα κομμάτια τους πάνω σε μία βασική ιδέα και περικόπτουν σημαντικά τις διάρκειες των κομματιών. Το μεγαλύτερο κομμάτι του άλμπουμ διαρκεί σχεδόν 8 λεπτά, 3 λεπτά περισσότερο από το αμέσως μικρότερο, περιέχει εκτεταμένα φωνητικά (μιλάμε φυσικά για το For A Million Years, που με κάποιο τολμηρό radio edit θα είχε σημαντικό hit potential ακόμη και σε mainstream ραδιόφωνα). Νιώθω πως ο δίσκος έχει στηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετάβαση στη νέα εποχή των Afformance να είναι όσο ομαλότερη γίνεται. Ως ακροατής, αντιλαμβάνομαι πως το Perspectivism ξεκινά το δίσκο για να μας βάλει ομαλά στο κλίμα του δίσκου, ως το κομμάτι που προσεγγίζει περισσότερο το κλασικό ύφος των Afformance. Η προπαρασκευαστική περίοδος συνεχίζεται με το Youth Corrupter, μέχρι τη μεταστροφή του For A Million Years, όπου χρησιμοποιούνται εξελιγμένοι οι πιο pop τρόποι που γνωρίζουμε ήδη από προηγούμενες κυκλοφορίες (ακούστε π.χ. σημεία του Savants από το Through Walls). Στο Open Mind - σημειολογικός τίτλος… - γράφουν ένα ξεκάθαρα r’n’b κομμάτι και ευτυχώς που η σύγχρονη εποχή δεν ευνοεί τις έντονες μουσικοφυλετικές αντιπαραθέσεις, αλλιώς τα χαρακώματα θα είχαν ήδη στηθεί… Το Past Forward αναπτύσσεται πάνω σε μία αρχική λούπα, με έξυπνες εναλλαγές ρυθμών και ήχων που ρέουν αβασάνιστα μέσα σε 3 λεπτά. Το Auto Reject / Self Validate εναλλάσσεται μεταξύ jazz μπαλάντας, pop μελωδιών και post-rock κιθαρωδιών, για να καταλήξει στο ατμοσφαιρικό No Point Return που θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε οποιονδήποτε προσωπικό δίσκο του Kevin Moore, κυρίως ως Chroma Key.

Δευτερεύον ίσως, αλλά η περίπτωση των δύο δίσκων των Afformance μας έδωσε ένα εξαιρετικό παράδειγμα πώς αναδεικνύεται μία δουλειά ανάλογα με το μουσικό format που δίνεται στο κοινό. Ο γράφων προτείνει φυσικά την αγορά των δίσκων στη μορφή του βινυλίου για να έχετε σε μεγάλο μέγεθος τις εξαίρετες ατμοσφαιρικές φωτογραφίες της Μαρίζας Καψαμπέλη που κοσμούν τα εξώφυλλα και το artwork των albums. Ενώ όμως το Music For Imaginary Film ευνοείται στην ακρόαση από το καλαίσθητο βινύλιο, το Pop Nihilism μάλλον αποδίδει ελαφρώς καλύτερα στην ψηφιακή του εκδοχή. Φυσικά, αυτό οφείλεται κυρίως στη διαφορετική φύση των δύο δίσκων και όχι στην κατά τα άλλα άψογη ηχητική επιμέλειά τους.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε αυστηρά για “πειραματισμό”, από τη στιγμή που μια ιδέα έχει τοποθετηθεί σε δίσκο, άρα (τουλάχιστον θεωρητικά) έχει ζυμωθεί στο μυαλό των μουσικών και έχει υποστεί ένα υψηλό βαθμό επεξεργασίας. Οι πρόσφατοι δίσκοι των Afformance φαίνονται να αντικατοπτρίζουν περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο την παρούσα κατάσταση της μπάντας, καθώς περιέχουν κομμάτια που αντηχούν περισσότερο το κλίμα των ζωντανών εμφανίσεών τους τα τελευταία χρόνια. Αφήνοντας εκτός το ιστορικό του πράγματος, οι Afformance παρέδωσαν δύο σπουδαίες δουλειές διαφορετικού ύφους αλλά με το αναγνωρίσιμο στίγμα τους. Ειδικά το Pop Nihilism, ως “κανονικός” δίσκος τους, ήταν ένα βήμα που ίσως έπρεπε να γίνει νωρίτερα, καθώς πλέον το The Place EP (δύο δουλειές πίσω, το 2013 μοιάζει πολύ μακρινό...) ακούγεται ως το βήμα μετά από το οποίο ακολούθησε με φυσικό τρόπο το παρόν πόνημα. Μετά από δεκάδες ακροάσεις (μην τις φοβάστε, θα κυλήσουν νεράκι) και παρά το εμφανώς διαφορετικό τους ύφος, σπανίως “κατάφερα” να ολοκληρώσω τον ένα χωρίς να ακούσω και τον άλλον ως άμεση συνέχεια. Έτσι μπορώ να πω πως εκτιμώ και αξιολογώ το ίδιο και τους δύο δίσκους.

8,5/10 (και για τα δύο)

 

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα