Κύριοι ένορκοι, δηλώνω ένοχος και των δύο πράξεων. Ομολογώ ότι αφενός είμαι αρρωστημένα θετικά προκατειλημμένος με τους Van der Graaf Generator και με την αυτού μεγαλειότητα τον Κύριο (με κεφαλαίο) Peter Hammill και αφετέρου ότι χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια άρνησης, μέχρι να καταλάβω το μεγαλείο της μουσικής τους. Πριν όμως αποφασίσετε για την ενοχή μου, παρακαλώ να μου αναγνωρίσετε κάποια ελαφρυντικά. Βλέπετε, η αρχική μου αδιαφορία απέναντι στον ομολογουμένως ασυνήθιστο ήχο τους ήταν απόρροια της πλάνης μου περί τα μουσικά, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, ενώ, μετά από αυτό το έγκλημα που προφανώς τέλεσα από αμέλεια, έζησα καθόλα έντιμο μουσικό βίο, «προσηλυτίζοντας» πάρα πολλούς στη μυσταγωγία της μουσικής της μπάντας από το Μάντσεστερ και του κορυφαίου (μουσικού) φιλόσοφου και μπροστάρη της.
Μέχρι, λοιπόν, να βγει η απόφαση, δε μπορώ να μη γυρίσω πίσω στο παρελθόν, μιας και η αφορμή της πολυτελούς επανακυκλοφορίας του ντεμπούτου των VdGG, με την ευκαιρία των πεντηκοστών γενεθλίων του, μόνο αδιάφορο δε μπορεί να με αφήσει. Και μια και δε μας ακούει κανείς, μπορώ να ομολογήσω ψιθυριστά το ότι ήδη το έχω και στις μεταγενέστερες εκδοχές του. Όπως είναι αυτονόητο, το «νέο» άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει στις 26 Απριλίου, είναι re-mastered και στη ψηφιακή του μορφή περιλαμβάνει έναν ακόμα δίσκο με σπάνια και ακυκλοφόρητα τραγούδια, μεταξύ των οποίων δύο ντέμος του 1967, το πλήρες session της εκπομπής Radio Top Gear του BBC από το 1968 (μαζί με τη «χαμένη» εκτέλεση του Octopus) και τα singles People You Were Going To και Firebrand. Διατίθεται επίσης και σε πιστή απομίμηση της μορφής του βινυλίου 180 γραμμαρίων που βγήκε από τα Abbey Road Studios με το σπάνιο εξώφυλλο και το αποσυρμένο επτάιντσο του People You Were Going To – Firebrand. Φυσικά, υπάρχει βιβλιαράκι με εξαιρετικές φωτογραφίες, αποκλειστική συνέντευξη του Peter Hammill και αντίγραφο του πόστερ που εκέινος είχε σχεδιάσει το 1968.
Η ιστορία είναι λίγο - πολύ γνωστή και, σίγουρα, εύκολα προσβάσιμη. Ξεκίνησε το 1967 και πέρασε από την αρχή μέσα από πολλά κύματα. Ήδη από την αρχική σύνθεση των Peter Hammill, Chris Judge Smith και Nick Pearne, όταν κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους υπήρχε μόνο ο Peter Joseph Andrew Hammill (φωνητικά, κιθάρα), παίζοντας μαζί με τους Hugh Robert Banton (πιάνο, όργανο), Keith Ian Ellis (μπάσο), Guy Randolph Evans (ντραμς), ενω συμμετείχε και ο «μυστηριώδης» Jeff, που έπιαζε φλάουτο στο τραγούδι Running Back.
Πριν την κυκλοφορία του, λάβετε υπόψη ότι η μπάντα είχε προλάβει ήδη να παίξει μαζί με τους Jimi Hendrix Experience και τους -μπροστά ακόμα και από την εποχή μας- Soft Machine. Δε χρειαζόταν να έχει κανείς μαντικές ικανότητες για να προβλέψει ότι μια προσωπικότητα όπως του Hammill θα διέπρεπε. Όταν κυκλοφόρησε το The Aerosol Grey Machine εκείνος ήταν μεν είκοσι ετών, αλλά η ιστορία είχε ξεκινήσει έξι χρόνια νωρίτερα, όταν ως οικότροφος μαθητής έγραφε νότες και στίχους τα βράδια ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μετά το σβήσιμο των φώτων. Κι από τότε, όπως εξηγεί ο ίδιος, έγραφε σε ένα απόλυτα προσωπικό στυλ, χωρίς να προσπαθεί να μοιάσει ιδιαίτερα σε κάποιον, παρά την αγάπη που έτρεφε για τα beat συγκροτήματα των μέσων της δεκαετίας του ’60, τους Beatles και τον Ray Davies. Και δε μίλησα παραπάνω τυχαία για «μαντικές ικανότητες», αφού η κυρίαρχη τάση στα γκρουπ της εποχής εκείνης ήταν να ενδιαφέρονται για την πολιτική, τον αποκρυφισμό, τις ανατολικές θρησκείες και τον ευρύτερο εσωτερισμό. Θυμηθείτε πόσο μεσουρανούσαν στους ελιτίστικους μουσικούς και μη κύκλους τύποι όπως οι Aleister Crowley, Maharishi Mahesh Yogi, Carlos Castaneda, αλλά και η Σαϊεντολογία, στην οποία είχε προσχωρήσει για λίγο το ιδρυτικό τους μέλος Chris Judge Smith. Ο νεαρός Hammill ομολόγησε ότι η όλη τάση άσκησε τότε επιρροή και σε αυτόν, με εμφατικότερο το παράδειγμα του Graham Bond, αλλά, ευτυχώς, σύντομα απαλλάχτηκε από ανάλογες αναζητήσεις και γι’ αυτό ακολούθησε έναν από τους πιο εμπνευσμένους μουσικούς δρόμους: τον προσωπικό του.
Το The Aerosol Grey Machine είναι πρωτόλειο. Είναι ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να φτιαχτεί μόνο τη δεκαετία του εξήντα. Τότε που οι μουσικοί δε δίσταζαν να κάνουν ακόμα και σκόπιμα «λάθη» ή «παραλείψεις», προκειμένου να αποδώσουν αυθεντικότερα το συναίσθημά τους. Τότε που ήταν αποδεκτό να παρασυρθεί κανείς από τη μελωδία, χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ερασιτέχνης. Ο δίσκος ήταν προϊόν δύο εξάωρων sessions, στα οποία το mixing δεν έγινε συνολικά, αλλά μετά το τέλος κάθε ενός, με ελάχιστο έως καθόλου overdubbing. Αρχικά προοριζόταν να κυκλοφορήσει ως προσωπικός δίσκος του Hammill, αλλά η καθοριστική επιρροή του Tony Stratton-Smith της νεοϊδρυθείσας «χαρισματικής» εταιρείας Charisma τον μετέτρεψε σε κυκλοφορία των VdGG, ύστερα από συμβιβασμό με την πρώτη εταιρεία τους, τη Mercury. Τελικά, το άλμπουμ κυκλοφόρησε με διαφορετικά εξώφυλλα σε Βρεατανία και Η.Π.Α., με τους ορκισμένους συλλέκτες να ψάχνουν τις ελάχιστες white label κόπιες. Θεωρείται ως ένα από τα πρώτα ουσιαστικά progressive rock άλμπουμ, στο οποίο η προσωπικότητα του μοναδικού έμπειρου Keith Ellis (The Koobas, Juicy Lucy, Iron Butterfly) χαλιναγώγησε τον ενθουσιασμό των λοιπών, θέτοντας τις βάσεις του απρόβλεπτου τελικού ήχου της μπάντας στο έργο του μυθικού Charles Mingus και του Bob Dylan. Μάλιστα, η εκτίμηση του Hammill στο πρόσωπο του Ellis γράφτηκε και με νότες δέκα χρόνια αργότερα στο τραγούδι Not for Keith του PH7. Η παραγωγή ανήκει στον John Anthony, ο οποίος γνώρισε στο στούντιο για πρώτη φορά τη μπάντα και δέθηκε τόσο με αυτήν, που συνυπέγραψε και τα τρία επόμενα κολοσσιαία άλμπουμ The Least We Can Do is Wave to Each Other (1970), H to He Who Am The Only One (1970) και Pawn Hearts (1971).
Το The Aerosol Grey Machine ήταν η απαρχή μιας σημαντικότατης καριέρας, η οποία αποτυπωνόταν σε αδρές γραμμές μέσα από τα τραγούδια του. Έτσι κι αλλιώς, χρειάστηκε να κυκλοφορήσουν κάμποσοι δίσκοι των VdGG μέχρι να κατανοήσουμε τι μας περιμένει. Ή, ορθότερα, να κατανοήσουμε ότι στην περίπτωσή τους ποτέ δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα. Μην πέφτετε στην παγίδα και κρίνετε το (μουσικό) παρελθόν με τα δεδομένα του παρόντος. Την εποχή εκείνη πάντως, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ένα γκρουπ θα μπορούσε να αντέξει περισσότερο από μία πενταετία. Αυτή ακριβώς η «ανασφάλεια», η «τρέλα», έκανε στην πράξη τους μουσικούς πιο παθιασμένους και πολύ λιγότερο συμβιβατικούς. Γι’ αυτό έβγαιναν δίσκοι όπως το The Aerosol Grey Machine, που εκφράζει κατά το ήμισυ την έμπνευση του γκρουπ και κατά το άλλο μισό εκείνη του Peter.
Είχα την τιμή να μιλήσω αρκετές φορές δια ζώσης και τηλεφωνικά με το φιλόσοφο (και μουσικό, φυσικά) Peter Hammill. Τον θεωρούσα φίλο μου, έχοντας γνωρίσει κάποια από τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς του μέσα από τα τραγούδια του. Το ίδιο και πολλοί, πολλοί γνωστοί μου. Γι’ αυτό δίνω μεγάλη σημασία στην απόφαση των ενόρκων. Δηλαδή, μόνο για το δεύτερο σκέλος της κατηγορίας, αφού όσον αφορά το πρώτο ευχαρίστως θα με καταδίκαζα σε ισόβια! Ωχ, οι ένορκοι παίρνουν τις θέσεις τους...