Στις 29 Μαρτίου πρόκειται να κυκλοφορήσει το Additive Noise Function, Formative UK, European and American Electronic 1978-84, στο οποίο περιλαμβάνονται τριάντα δύο συνθέσεις από τις ανάλογου ύφους συλλογές Close to the Noise Floor, Noise Reduction System και Third Noise Principle. Οι fans των house, techno, breaks, future funk, ambient soundscapes, IDM και concrete collages έχουν κάθε λόγο να ανυπομονούν, αφού θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τις ρίζες της αγαπημένης του μουσικής, μέσα από πρωτόλεια δείγματα της Βρετανικής και ευρύτερης Ευρωπαϊκης, όπως και της Βορειοαμερικανικής electronica, rave και synth-pop, που ανάγονται στην εποχή του post-punk. Εδώ συνυπάρχουν αρμονικά στιγμές φτιαγμένες για dancefloor με ατμοσφαιρικές εξερευνήσεις, δοσμένες από περισσότερο και λιγότερο γνωστά ονόματα, με προεξέχοντα αυτά των Tuxedomoon, The Residents, The Legendary Pink Dots, Front 242, Les Vampyrettes (των Holger Czukay και Conny Plank).
Ο πρώτος δίσκος περιλαμβανει το Five Times of Dust των The Single Off The Album των Mark Phillips και Robert Lawrence ηχογραφήθηκε στο Bristol και αρχικά είχε κυκλοφορήσει το 1983 στην κασέτα The Black Tape. Τα backing sequences και τα drum patterns του ηχογραφήθηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του Lawrence από το Cardiff στο Bristol, με τις αναφορές του στους Kraftwerk και τους Yellow Magic Orchestra να είναι εμφανείς. Το Sedation των O Yuki Conjugate, που προέρχεται από το άλμπουμ Scene in Mirage (1984), είναι «προφητικό» των ethnic επιρροών που θα εμφανίζονταν μετέπειτα στον ήχο τους, ενώ το ρυθμικό Faith των Nagamatzu με το δυνατό μπάσο του, αποδεικνύει πως θα μπορούσε να ντύσει μουσικά σκηνή ταινίας τρόμου. Ο διασκευασμένος από τους KLF Spöön Fazer συμμετέχει με το μέχρι προ τινος ακυκλοφόρητο γραμμένο από το 1982 Back to the Beginning, ενώ από την ίδια χρονιά έρχεται και το Western Vein του Konstruktivist, ο οποίος έχει συνεργαστεί με μέλη των εκπληκτικών Chris and Cosey και τον Bushido.
Ο δεύτερος δίσκος ξεκινά με το Tight as a Drum του αγαπημένου Thomas Leer από το 4 Movements EP του 1981, με το God With Us των πειραματιστών και φασαριόζων Bourbonese Qualk να ακολουθεί, εκπροσωπώντας τη σκληρή funky dance. Η συντηρητική industrial των Λονδρέζων Portion Control συμμετέχει με το Go For the Throat από την κασέτα Private Illusions (1981), προλογίζοντας το God Speed των θρυλικών The Legendary Pink Dots, που είδε το φως το 1982 με την κασέτα Apparition και ηχογραφήθηκε σε ένα Akai two-track από τον πολύ Edward Ka-Spel στο δωμάτιό του. Ο παθολόγος David Janssen και ο αρχιτέκτονας Brian Poole, δηλαδή οι Renaldo and the Loaf συμμετέχουν με το lo-fi εμπνευσμένο από το φερώνυμο βιβλίο του Robert Silverberg Dying Inside (1979), που ηχογραφήθηκε σε ένα μεγάλο κασετόφωνο με ενσωματωμένο μικρόφωνο.
Στον τρίτο δίσκο υπάρχει το Party Talk του Andre De Koning, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής, βγαλμένο από Roland Drumatix, Korg MS-20 και Casio VL-1. Το Ich Will των Deutsch Amerikanische Freundschaft αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του Neue Deutsche Well (New German Wave), που επηρέασε τη μετέπειτα ηλεκτρονική σκηνή. Ο δε Carlos Perón, ο οποίος μαζί με τον Dieter Meier σχημάτισαν τους μέγιστους Yello, ξεδιπλώνει το ταλέντο του με το Impersonator του 1981, ενώ οι πρωτοπόροι ηλεκτρονικοί Ολλανδοί Minny Pops, που εντάχθηκαν στο δυναμικό της θρυλικής Factory Records, μετέχουν με το Son. Οι διάσημοι Βέλγοι Front 242 και το 7” single Principles μας θυμίζουν τις μέρες που τα synths δεν είχαν μνήμη, «αναγκάζοντας» τους δημιουργούς να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη σύνθεση. Τέλος, οι Γερμανοί Elektronische Musik Aus Köln του Matthias Becker με το Ohnne Titel εκπροσωπούν την περίφημη club scene της Κολονίας.
Ο τέταρτος δίσκος αρχίζει με το Biomutanten των Les Vampyrettes, στους οποίους μετείχε ο Holger Czukay των απίστευτων Can και ο Konrad Planck που έχει συνεργαστεί με... όλον τον καλό κόσμο. Το ηχογραφημένο σε ένα μεταχειρισμένο οκτακάναλο TEAC Hymne Au Ver των BeNe GeSSeRiT πρωτοκυκλοφόρησε στην κασέτα Best Of (1982), ενώ από κασέτα της προηγούμενης χρονιάς προέρχεται και το Troglodyten του Γερμανού Asmus Tietchens, που πειραματίστηκε αρκετά μέχρι να επικεντρωθεί στο Minimoog. Οι Ολλανδοί Plus Instruments παίζουν το More Fun With Korg του 1979 , ενώ οι Ελβετοί Schaltkreis Wassermann εκπροσωπούνται από το LUX, μέσα από το άλμπουμ Psychotron (1982), που αρχικά ήταν προορισμένο να επενδύσει μουσικά τη φερώνυμη ταινία.
Ο πέμπτος δίσκος περιλαμβάνει το electrofunk Push Me, Pull You (Pt 2) των Αμερικανών Futurisk, με τους Data-Bank-A να μετέχουν με το Creators από την κασέτα Spiritus Sanctus (1982), που ηχογραφήθηκε με το synthesizer Oberheim TVS-1 και τη drum machine Maestro Rhythm King. Το Archie’s Dub του K. Leimer κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2014 ως μέρος της συλλογής A Period of Review και αποτελεί φόρο τιμής στους Jon Hassell και Godley & Creme. Οι Rhythm and Noise με το Current Slaughter του 1984, που κυκλοφόρησε με τη συλλογή Chasms And Noise, δείχνουν το αποτέλεσμα των πειραματισμών τους με το industrial noise, ενώ στο Lowdown του Galen Herod ακούγεται η μετάφραση των σημάτων μορς της εκπομπής των συμμαχικών στρατευμάτων από τη μάχη στις Φιλιππίνες. Τέλος το Be Good (1984) ανήκει στην πρώτη καταγραφείσα Christian industrial μπάντα, τους Blackhouse, που δεν ήταν άλλοι από τον Brian Ladd, ο οποίος είχε επινοήσει όλα όσα τον εμφάνιζαν ως ντουέτο.
Στον έκτο και τελευταίο δίσκο συναντάμε το Mambopolis του Αμερικανού Richard Bone, από το άλμπουμ Brave Tales (1983), όπως και το 99 Space Music των πασίγνωστων The Residents, που αν και ανατρέχει στο 1980 και την εποχή των θρυλικών δίσκων Commercial Album και Mark of The Mole, ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Ο Marc Barreca συμμετέχει με το Oleo Strut από το δίσκο Twilight’, Palace of Lights (1980), οι εξαιρετικοί Tuxedomoon με το Nite And Day (Homage À Cole Porter) από το εκπληκτικό No Tears 12” EP (1978) αποδεικνύουν στην πράξη το μότο του Steven Brown πως ό,τι θύμιζε κάποιον άλλο ήταν ταμπού για τη μπάντα και, τέλος, οι synth-punks Hunting Lodge από το μικρό Port Huron του Michigan συστήνονται με το Simulation/Stimulation του 1982.