Όχι, εδώ δε μιλάμε μόνο για Ορεκτικά, αλλά σαφώς και για Κυρίως Πιάτο. Και μάλιστα, από τα σερβιρίσματα της ιστορικής UK82 punk rock εποχής. Κι επειδή είμαι σίγουρος ότι απευθύνομαι σε γνώστες, δε χρειάζεται καν να πω ότι η ιστορία αυτή μόνο αρχαία δεν ακούγεται, αλλά απόλυτα σημερινή και επιδραστική. Κι αυτό είναι δυνατόν να το επιβεβαιώσετε δια ζώσης, αφού μπορεί ακόμα να πετύχετε τους Anti - Pasti σε punk φεστιβάλ, όπως τα Rebellion και Punk N Disorderly.
Το 1980 - 83 είναι μια τριπλή digi-pak κυκλοφορία, που παρουσιάζει μέσα από σαράντα τέσσερα τραγούδια την πρώιμη και απολύτως δημιουργική για τα δεδομένα της μπάντας φάση των αρχών της δεκαετίας του ’80. Σε αυτήν θα βρείτε το ντεμπούτο άλμπουμ τους The Last Call (1981), το επόμενο Caution in the Wind (1982), καθώς και ένα ακόμα δίσκο που τιτλοφορείται Rarities και περιέχει δεκαοκτώ τραγούδια που δεν περιλαμβάνονται σε κάποιο μεγάλης διάρκειας άλμπουμ, αλλά στα ΕΡ Four Sore Points, Let Them Free και Six Guns. Επίσης, στο ένθετο βιβλιαράκι υπάρχουν εκτενείς πληροφορίες, αποκόμματα εφημερίδων εποχής και τα πρωτότυπα εξώφυλλα των δίσκων.
Όλα ξεκίνησαν επεισοδιακά στο Derby το 1979, όταν μετά από διάφορα κύματα αποκρυσταλλώθηκε η οριστική τετράδα που θα απάρτιζε τους όχι και τόσο συμβιβασμένους με κάθε μορφής εξουσία Anti - Pasti. Ο τραγουδιστής Martin Roper και ο κιθαρίστας Dugi Bell κατέληξαν ύστερα από ένα σχεδόν χρόνο ότι μαζί τους θα παίζουν ο μπασίστας Stu Winfield και ο ντράμερ Stan Smith, δηλαδή η σύνθεση με την οποία ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο του 1980 στη δική τους Dose Records τα τέσσερα τραγούδια No Government, 1980, Two Years Too Late και Something New, του περίφημου ΕΡ Four Sore Points. Κι αυτό ήταν τόσο καλό, που αφού έφτασε στο #11 του Independent Chart, πήρε τα δικαιώματά του η Rondelet Records και διατήρησε την παραμονή του για άλλες εξήντα έξι εβδομάδες! Το hype της μπάντας ανέβηκε, όταν οι φίλοι των The Epileptics με επιστολές τους στο Sounds κατήγγειλαν ως «κλεμμένο» το Two Years Too Late, με τους Anti - Pasti να αντικρούουν την κατηγορία επικαλούμενοι άδεια του πρώην μάνατζέρ τους Dave Direktor. Μετά από αυτά οι Winfield και Smith, αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από τους Will Hoon και Kevin Nixon, και έλαβαν μέρος στο Don’t Let ‘Em Grind You Down των Exploited (respect), ενώ ο πρώτος έγινε μέλος των παλιόφιλων από την ίδια πόλη Aftermath UK.
Η πρώτη κυκλοφορία με τη νέα σύνθεση ήταν το ΕΡ Let Them Free, που περιλάμβανε τα τραγούδια Let Them Free, Another Dead Soldier, Hell (Version) και βγήκε στις προθήκες των δισκοπωλείων τον Ιανουάριο του 1981. Αυτή τη φορά σκαρφάλωσε στο #9 του Independent Chart και παρέμεινε σε αυτό για άλλες σαράντα έξι εβδομάδες. Πριν το ντεμπούτο άλμπουμ τους κυκλοφόρησαν σε δύο χιλιάδες κασέτες το Live at the Lyceum, από την εμφάνιση της 24ης Μαϊου 1981, που ήταν μέρος της περιοδείας τους με τους Exploited, Discharge και Chron Gen. Μερικά από αυτά τα τραγούδια υπάρχουν στον τρίτο δίσκο του digi-pak 1980 – 83.
Κι έτσι έφτασε επιτέλους τον Αύγουστο του 1981 η ώρα του Last Call, που χτύπησε πρωτιά στο Independent Chart και το # 31 στο National Chart, αν και προερχόταν από ανεξάρτητη εταιρεία και ήταν καθαρόαιμο punk! Ο δίσκος όντως ήταν καταπληκτικός και προκάλεσε έντονο Αμερικανικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η μπάντα να γίνει η δεύτερη punk μετά τους The Damned, που περιόδευσε υπερατλαντικά. Η αιχμή του οργισμένου δόρατος ήταν όντως το No Government με καταιγιστική κιθάρα, ντραμς «πυροβόλα» και στίχους όπως “no Maggie Thatcher and no government” να γίνονται «σημαία» των φωνητικών του Roper. Μέσα στα τριάντα λεπτά του άλμπουμ χώρεσαν δεκατέσσερα τραγούδια, που είχαν κυρίως αντιπολεμικό περιεχόμενο, όπως τα Call The Army (I’m Alive) και St. George (Gets His Gun), αλλά και οι νέες εκδοχές των Another Dead Soldier και Hell. Ως επίλογο συναντάμε μια υπέροχη διασκευή του πέρα-από-το-θρύλο I Wanna Be Your Dog των Stooges.
Με την επιστροφή τους στην πατρίδα μετά την Αμερικανική περιοδεία, κυκλοφόρησαν το απόλυτα επιτυχημένο 45’ Six Guns, που περιείχε το τραγούδι Now’s the Time και μια εναλλακτική εκτέλεση του Call The Army (I’m Alive), γιορτάζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα πρώτα τους γενέθλια. Το δε Μάιο του 1982, έχοντας ήδη γίνει κουιντέτο με την προσθήκη του Olly Hoon, κυκλοφόρησαν το 45’ East to the West / Burnin Your Own Flames σε παραγωγή του Neil Black (UB40, Bow Wow Wow), το οποίο έφτασε στο #10.
Πριν καλά - καλά περάσει ένας χρόνος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1982 το δεύτερο μεγάλης διάρκειας άλμπουμ τους με τίτλο Caution in the Wind, που έφτασε ως το #7. Η προσθήκη των νέων μελών καταλάγιασε σαφώς την αντικυβερνητική στάση τους και έκανε τον ήχο τους πιο μελωδικό με σαφέστερες rock αναφορές και λιγότερη «επιθετικότητα», αν και εξαιρέσεις όπως του One Friday Night φανέρωναν πως τίποτα δεν ήταν οριστικά παρελθόν. Ο Neil Black ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένος με την επικρατούσα τάση της εποχής, που ήθελε ακόμα και τεράστια του είδους ονόματα όπως οι The Clash να «βάζουν νερό στο κρασί τους». Βέβαια, οι σκληροπυρηνικοί punks «τιμώρησαν» αυτήν την τάση σε κάθε περίπτωση, με το να μην αγοράζουν δίσκους που ξέφευγαν από το δόγμα «σύντομα και καταιγιστικά», αρνούμενοι να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα που ήδη διαμορφωνόταν.
Νωρίς το 1983 ο Roper άφησε τη μπάντα, με αποτέλεσμα να αναλάβει τα φωνητικά ο Bell. Το κενό που άφησε ήταν μεγάλο και καλύφθηκε προσωρινά από τη Rondelet με την κυκλοφορία ενός best of. Στα χρόνια που ακολούθησαν η μπάντα διαλύθηκε και επανενώθηκε με αλλαγές μελών, έχοντας στο ενεργητικό της ένα ακόμα δίσκο με τίτλο Rise Up (2016) και αρκετές ζωντανές εμφανίσεις.