Print this page
Κυριακή, 30 Μαΐου 2021 13:24

Mose Allison - The Complete Atlantic / Elektra Albums 1962-1983 (Strawberry Records, 2021)

Written by 

Για τον Mose Allison έχουν ακουστεί πολλά και ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια. Ας δούμε μερικά από αυτά: B.B. King: «Υπάρχουν λευκοί που μπορούν να τραγουδήσουν τα blues, όπως ο Mose Allison και ο Bill Medley, όμως οι λευκοί που προσπαθούν να μιμηθούν τους μαύρους και αποτυγχάνουν είναι ο λόγος που οι μαύροι υποστηρίζουν ότι οι λευκοί δε μπορούν να τα τραγουδήσουν». John Mayall: «Όλοι οι γνωστοί μου στην Αγγλία μεγάλωσαν με τον Mose Allison». Willie Dixon: «Ο Mose είναι ένας πολύ καλός μουσικός». Sonny Boy Williamson: «Mose, κάτι καλό εξακολουθείς να φτιάχνεις…». Ben Sidran: «Πήρα το διδακτορικό μου στις Αμερικανικές επιστήμες από το πανεπιστήμιο του Sussex, αλλά την αληθινή μου μόρφωση από το πανεπιστήμιο του Bob Dylan και του Mose Allison». Elvis Costello: «Θα μπορούσες να πεις πως είναι ο μεγαλύτερος στιχουργός στη jazz, επειδή είναι πνευματώδης και περιγραφικός». Ray Davies: «Όταν ανακάλυψα τον Mose Allison ένιωσα ότι είχα ανακαλύψει το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη jazz και τα blues». Al Kooper: «Ο Mose ήταν ο ήρωας της μπάντας μας και μια πολύ δυνατή επιρροή στο 60s rock and roll». 

Για τον Mose Allison έχουν γραφτεί ακόμα περισσότερα εξαιρετικά σχόλια: «Είναι εθνικός θησαυρός», «Μια μοναδική φιγούρα της jazz στα όρια της ευρείας αποδοχής, που έπαιξε και βελτίωσε τη σχεδόν ξεχασμένη τέχνη του τραγουδιού με στίχους», «Επηρέασε μια ολόκληρη γενιά της rock με το στυλ του στο πιάνο, που κινούνταν στα όρια των jazz, avant-garde, blues και swing», «Πρωτοπόρος με ανορθόδοξο στυλ, που ίσως θυμίζει τον Thelonious Monk», «Η μουσική του μας θυμίζει ότι η ζωή γύρω μας έχει ένα rocking, grooving, jazz-blues beat», «Διάνθιζε το προσωπικό του jazz και blues μείγμα με αφοπλιστική τιμιότητα». 

Αυτός είναι εν συντομία ο αληθινά ιδιαίτερος τραγουδοποιός και ερμηνευτής Mose Allison, ο οποίος, σε μια εποχή που οι ταμπέλες στα μουσικά είδη περιλάμβαναν αυστηρά προκαθορισμένα πράγματα, τόλμησε και έκανε ένα πολύ ενδιαφέρον και ασυνήθιστο στην πράξη fusion. Αφορμή για να ξαναεπισκεφτούμε ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας του μας δίνεται από τις 30 Ιουλίου με το εξαπλό boxed set The Complete Atlantic / Elektra Albums 1962-1983, στο οποίο περιλαμβάνονται οι δώδεκα δίσκοι που κυκλοφόρησε μετά τα πρώτα του χρόνια στις εταιρείες Prestige και Columbia, αλλά και πριν την τελευταία του φάση στις Verve και Blue Note. Σε κάθε δίσκο του boxed set υπάρχουν δύο άλμπουμ κατά χρονολογική σειρά, ενώ τις σημειώσεις στο συνοδευτικό βιβλιαράκι έχει γράψει ο παραγωγός Bob Fisher. 

Η πορεία του Mose Allison ξεκίνησε στα τέλη των 40s και κράτησε μέχρι το 2013, οπότε αποσύρθηκε σε ηλικία ογδόντα έξι ετών. Εδώ καταγράφεται η εικοσαετία των δέκα άλμπουμ στην Atlantic Records και των δύο ζωντανά ηχογραφημένων στην Elektra Musician. Γεννήθηκε το 1927 στο Tippo του Mississippi και σύντομα διακρίθηκε ως ο λευκός που έγραφε και τραγουδούσε τα blues σε ένα χώρο που δέσποζαν οι μαύροι συνάδελφοί του. Αφού παράτησε προσωρινά το κολλέγιο και τελείωσε τη θητεία του, άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική. Τραγουδούσε και έπαιζε πιάνο, έχοντας τη συνοδεία μπάσου και ντραμς, όταν έκρινε κάτι τέτοιο αναγκαίο. Άρχισε τις πρώτες περιοδείες, κάνοντας παράλληλα περιστασιακές δουλειές για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Το 1956 πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου ήρθε σε επαφή με τον Stan Getz και ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε στο δίσκο του The Soft Swing. Έτσι τον εντόπισαν στην Prestige Records, για να ξεκινήσει το μακρύ και όμορφο ταξίδι του στη δισκογραφία. Ακολούθησε το σύντομο διάστημα στην Columbia Records και την Epic Records, μέχρι το Μάρτιο του 1962 που υπέγραψε στην Atlantic Records.

Το I Don’t Worry About a Thing (1962) ήταν πρώτος του δίσκος στην εταιρεία σε παραγωγή (ή σωστότερα «επίβλεψη», όπως λεγόταν τότε) του Τουρκο-Αμερικανού συνιδρυτή της Nesuhi Ertegun. Μαζί του παίζουν ο Addison Farmer (μπάσο) και ο Osie Johnson (ντραμς). Έξι από τα τραγούδια είναι δικά του, ενώ τέσσερα αποτελούν jazz και pop διασκευές και συγκεκριμένα το Let Me See του Count Basie, το Everything I Have Is Yours του Rudy Vallee, το Meet Me At No Special Place που έγινε γνωστό με τον Nat King Cole και το The Song Is Ended του Irving Berlin. Σε πολλούς στίχους του φαίνεται το χαρακτηριστικό του χιούμορ, όπως στους “If silence was golden, you couldn’t raise a dime. Because your mind is on vacation and your mouth is working overtime”.

Το Swingin’ Machine (1962) βγήκε κατά βάση με την ίδια σύνθεση, με μοναδική εξαίρεση τον ντράμερ Frankie Dunlop και την προσθήκη του τρομπονίστα Jimmy Knepper (Charles Mingus) και του σαξοφωνίστα Jimmy Reider (Gerry Mulligan). Αυτή τη φορά οκτώ ήταν τα καινούργια τραγούδια και δύο τα στάνταρντς, το I Ain’t Got Nothing But The Blues του Duke Ellington και το So Rare που είχε γίνει επιτυχία από τον Jimmy Dorsey. Την εποχή εκείνη η μουσική του συνολικά επηρέαζε το Mod κίνημα, ενώ ο δίσκος αυτός πούλησε δύο εκατομμύρια αντίτυπα στις Η.Π.Α.

Το The Word from Mose (1964) σήμανε την επιστροφή στην τριμελή σύνθεση, με τον Ben Tucker (μπάσο) και τον Ron Lundberg (ντραμς). Εδώ έχουμε τη δυνατότητα να δούμε κάτι που αγαπούσε πολύ ο Mose, δηλαδή το να διασκευάζει δικές του συνθέσεις, δίνοντάς τους μια όντως διαφορετική πνοή, όπως εν προκειμένω το Parchman Farm, που έχει ξαναβαφτίσει σε New Parchman. Έντεκα είναι τα νέα τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν από αγαπημένα έως επιδραστικά στις μπάντες της British Invasion, όπως και της blues. Για παράδειγμα το I’m Not Talking διασκευάστηκε από τους Yardbirds, το Foolkiller από τους Brian Auger and the Trinity, αλλά και το Look Here που κάμποσα χρόνια αργότερα βρήκε θέση στο Sandinista! των The Clash. Οι δικές του διασκευασμένες επιλογές ήταν το Your Red Wagon των Andrews Sisters, το Rollin’ Stone του Muddy Waters και το Lost Mind του Percy Mayfield. Την ίδια χρονιά ο Mose έπαιξε στο The National Jazz Festival του Richmond, όπου γνώρισε από κοντά το μεγάλο θαυμαστή και υποστηρικτή του  Georgie Fame. Εκεί αποθεώθηκε από πολλούς Mods, αλλά και μπάντες όπως οι Yardbirds (με τον Eric Clapton), οι Rolling Stones και οι Manfred Mann, τον Graham Bond και τους bluesmen, Jimmy Witherspoon και Memphis Slim.

Σειρά είχε το Wild Man on the Loose (1965) όπου παίζει το παραπάνω τρίο και την παραγωγή έκαναν οι Nesuhi Ertegun και Arif Mardin. Μόνη διασκευή ήταν η pop - R&B επιτυχία That’s the Stuff You Gotta Watch του Buddy Johnson. Ο δίσκος ήταν ένα ακόμα κλασικό jazz-blues μείγμα του δημιουργού του, που προτεινόταν ανεπιφύλακτα σε κάθε οπαδό του Georgie Fame. Στο Mose Alive (1966) το τρίο διατηρείται, αλλά με τους Stanley Gilbert (μπάσο) και Mel Lee (ντραμς). Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε ζωντανά στο κλαμπ The Lighthouse της Καλιφόρνια και είχε τρία καινούργια τραγούδια, τα The Chaser, Smashed και Tell Me Something, που αργότερα θα μπει σε στούντιο άλμπουμ και θα γίνει επίσης τίτλος tribute album που συντόνισε ο Van Morrison. Ανάμεσα στα άλλα τραγούδια διακρίνουμε εκείνα των Buddy Johnson, Jimmy Rogers και Cole Porter. 

Μεσολάβησαν τρία χρόνια χωρίς κάποια κυκλοφορία, κυρίως λόγω των απαιτήσεων της εταιρείας για πιο εμπορικό περιεχόμενο, μέχρι να συνεργαστεί στο Λος Άντζελες με τον Red Mitchell (μπάσο) και τον Bill Goodwin (ντραμς) στο πιο δυνατό I’ve Been Doin’ Some Thinking (1968) με την country classic διασκευή  You Are My Sunshine και την επανεκτέλεση του If You’re Goin’ To The City από το Swingin’ Machine. Στα υπόλοιπα δέκα τραγούδια περιλαμβάνονται τρία δικά του κλασικά, το Jus Like Livin, το Your Molecular Structure και το λατρεμένο του Everybody’s Cryin’ Mercy, που «οικειοποιήθηκαν» αργότερα οι Georgie Fame, John Hammond, Elvis Costello και Bonnie Raitt. Στο επόμενο άλμπουμ Hello There, Universe (1970) την παραγωγή έκανε ο Joel Dorn, ο οποίος επέβαλε πιο καθαρόαιμους jazz συνεργάτες, που συνέβαλαν τα μέγιστα σε ανάλογου ύφους αποτέλεσμα. Σε αυτό υπάρχει μια διασκευή του Blues In the Night του Big Joe Turner, την οποία ο Mose δε θεωρεί αντάξια της πρωτότυπης, προτιμώντας σαφώς το πολιτικοποιημένο Monsters of the Id.  

Με τον Dorn συνεργάστηκε επίσης στο Western Man (1971), όπου συμμετέχει ο πολύς Billy Cobham (ντραμς), ο Chuck Rainey (μπάσο), ενώ ο Mose παίζει για πρώτη φορά ηλεκτρικό πιάνο και όργανο. Τα «εγκαίνια» του ηλεκτρικού ήχου ήρθαν με το If You Only Knew που ξεχωρίζει, το Do Nothing Till You Hear From Me του Duke Ellington, το Night Club, όπως και το If You’ve Got The Money (I’ve Got The Time) του Lefty Frizzell. Η επόμενη ηχογράφηση του Mose In Your Ear (1972) ήταν ζωντανή και έγινε στην Καλιφόρνια με τη συνδρομή των Clyde Flowers (μπάσο) και Eddie Charlton (ντραμς). Περιλαμβάνει κυρίως blues standards σε πιο σύνθετες και μακροσκελέστερες εκτελέσεις, με εξέχουσα αυτήν του Powerhouse. Για πολλούς αυτό είναι το αντιπροσωπευτικότερο live άλμπουμ του, σε παραγωγή του ιδίου πάνω σε υλικό επιλεγμένο από διακόσιες ημέρες περιοδείας. 

Αυτή τη φορά χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια μέχρι να ξαναμπεί στο στούντιο για το Your Mind Is on Vacation (1976), πάλι με τον Nesuhi Ertegun, αλλά και την προσθήκη του επίσης Τουρκικής καταγωγής συμπαραγωγού Ilhan Mimaroglu. Αυτός ήταν ο τελευταίος δίσκος για την συγκεκριμένη εταιρεία, όπου συμμετέχουν τρεις σαξοφωνίστες, οι David Sanborn, Joe Farrell και Al Cohn. Διασκευασμένα ακούγονται τα Foolin’ Myself που έγινε γνωστό κυρίως από τη Billie Holiday και I Can’t See For Looking του Nat King Cole. Έτσι συμπλήρωσε δέκα χρόνια στην Atlantic Records, δηλαδή τη μεγαλύτερη χρονικά περίοδο σε μία δισκογραφική εταιρεία. Τα δύο επόμενα άλμπουμ ήταν στην Elektra Musician, τη νεοϊδρυθείσα εταιρεία του Bruce Lundvall, πρώην επικεφαλής της Elektra Records. Το Middle Class White Boy (1982) σήμανε την επιστροφή του Joe Farrell, αλλά και την προσθήκη του κιθαρίστα Phil Upchurch, που έγινε ο πρώτος που έπαιξε ηλεκτρική κιθάρα σε δίσκο του Allison. Ανάμεσα στις διασκευές ξεχωρίζουν η επιτυχία When My Dreamboat Comes Home του Guy Lombardo και το I’m Just A Lucky So-And-So του Duke Ellington. Από τις νέες συνθέσεις υπερέχουν στα σημεία η ομότιτλη του δίσκου και η Kiddin’ on the Square. Τελευταία κυκλοφορία ήταν το Lessons in Living (1982), που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Montreux Jazz Festival και αποτελούνταν από διασκευές και δικές του επανεκτελέσεις. Μαζί του έπαιξαν κορυφαίοι μουσικοί, όπως οι Jack Bruce (μπάσο - Cream), Billy Cobham (ντραμς), Lou Donaldson (σαξόφωνο) και Eric Gale (ηλεκτρική κιθάρα). 

Μετά την εικοσαετία που παρουσιάζεται πλήρως στο The Complete Atlantic / Elektra Albums 1962-1983, ήρθαν τα χρόνια στη Blue Note και τη Verve Records, για να φτάσουμε στο τελευταίο στούντιο άλμπουμ του, το The Way Of The World (2009).

 

Τάκης Κρεμμυδιώτης

Latest from Τάκης Κρεμμυδιώτης

Related items