1981. 5 νεαροί με βάση τους το Birmingham της Αγγλίας, με μέσο όρο ηλικίας τα 20 χρόνια, διαπράττουν την απόλυτη βλασφημία στο καλά οριοθετημένο μουσικό τοπίο της εποχής. Μπλέκουν hard rock κιθάρες με disco funk ρυθμούς και basslines, underground synthesizers και ποιητικούς - κρυπτικούς στίχους. Αυτό που θα προκύψει από αυτό το «ανίερο» και ανήκουστο πάντρεμα, είναι ένα από τα κορυφαία και πιο επιδραστικά debut albums όλων των εποχών. Και το όνομα αυτού, απλά το όνομα του περίεργου αυτού γκρουπ… DURAN DURAN .
Fast forward 40 χρόνια και 100 εκατομμύρια, plus, πωλήσεις δίσκων αργότερα: Αλμπουμ Νο 15. Future Past.
Τι μπορεί λοιπόν να περιμένει κάνεις σήμερα από ένα γκρουπ που μπορεί άνετα πλέον να απολαμβάνει το status ενός ζωντανού θρύλου και να επαναπαύεται στις δάφνες του; Την ευκολία της επανάληψης; Όχι βέβαια. Δάσκαλος τους ήταν ο Bowie. Ποτέ το ίδιο άλμπουμ 2 φορές. Το τήρησαν με θρησκευτική ευλάβεια 40 χρόνια. Δεν θα το καταλύσουν τώρα.
Ομολογώ ότι δεν μπορούσα να φανταστώ το τι κατεύθυνση θα ακολουθούσαν αυτή τη φορά. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν απ’ τη στιγμή που τα έχουν κάνει όλα στην καριέρα τους; Η απάντηση που τόσο πολύ εύχονταν οι απανταχού die hard fans (συμπεριλαμβανόμενου φυσικά και εμού) του γκρουπ, ήταν μόνο μία: επιστροφή στις ρίζες.
Και σε αντίθεση με αυτό που νομίζουν οι περισσότεροι, αυτό είναι η πιο επικίνδυνη παγίδα και το πιο δύσκολο επίτευγμα. Αν δεν το κάνεις σωστά, κινδυνεύεις να γίνεις μια ηλικιωμένη καρικατούρα της ωραιοποιημένης εκδοχής της creative νιότης σου. Όταν εσύ ο ίδιος με τον ήχο σου όρισες και χαρακτήρισες ανεξίτηλα την σημαντικότερη δεκαετία στη μουσική, τα ανυπέρβλητα 80s, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και μουσική ευφυΐα για να μην καταλήξεις σε ένα κακό αντίγραφο του Rio ή του Seven And The Ragged Tiger εν έτει 2021.
Το πρώτο σοκ ήρθε με την κυκλοφορία του πρώτου single “Invisible” τον Μάιο. Ξαφνικά ακούσαμε επιτέλους αυτό που όλοι ευχόμασταν. Το signature bass line του John Taylor o οποίος παγκόσμια πλέον αναγνωρίζεται ως ένας από τους καλύτερους μπασίστες όλων των εποχών, βγήκε επιτέλους μπροστά να οδηγεί, τα ντραμς οργανικά και στιβαρά που φέρνουν στη μυαλό το γιγάντιο drum sound των mid-'80s era παραγωγών του Bernard Edwards (A View To A Kill, The Power Station), τα synths δρουν υποδόρια και υπαινικτικά όπως στο New Religion από το Rio, η κιθάρα από τον Graham Coxon, κιθαρίστα των Blur, ο οποίος συνεργάζεται ισότιμα σε όλο το άλμπουμ, κόβει σαν μαχαίρι και φυσικά η εκπληκτική αναπάντεχη μελωδία και οι αρμονίες που μόνο ο Simon Le Bon ξέρει να δημιουργεί, με μια φυσικότητα που προκαλεί ερωτήματα σχετικά με το από ποιο πλανήτη μας ήρθε ως μουσικό δώρο αυτός ο άνθρωπος. Το overall spacy feeling του κομματιού θυμίζει έντονα Arcadia και ιδιαίτερα το Say The Word. Συγχρόνως τελικά το κομμάτι ως σύνολο ξαφνιάζει με το πόσο δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που θα ακούσεις σήμερα ή άκουσες ποτέ. Και αυτός είναι τελικά ο μόνος σωστός τρόπος με τον οποίο αγκαλιάζεις την ιστορία σου: την ενσωματώνεις στο τώρα και δημιουργείς κάτι αλάνθαστα '80s αλλά που δεν αντιγράφει φθηνά τίποτα από τα '80s. Απλώς τα αποθεώνει στο σήμερα.
Ακριβώς με την ιδία λογική είναι πολύ προσεκτικά δομημένα και όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ. Ο βασικός παραγωγός του άλμπουμ Erol Alkan, longtime fan των Duran, οδηγεί με μαεστρία καθένα από τα μέλη να λάμψει με την μοναδική του μουσική προσωπικότητα, απαράμιλλη συνθετική δεινότητα και υψηλότατου επίπεδου εκτελεστική ικανότητα που δημιούργησε τον μοναδικό χαρακτηριστικό ήχο των Duran Duran από την αρχή της καριέρας τους. Ακούγονται όλοι πολύ ξεκάθαρα σε όλα τα κομμάτια, στα οποία υπάρχει απόλυτη ισορροπία και το ταλέντο των 4 μελών θαμπώνει περίλαμπρο με την ικανότητα του να δημιουργεί modern sonic masterpieces. Ακριβώς όπως στα '80s.
Το All of You, επίσης αλάνθαστα '80s, έχει ένα απ τα πιο joyful uplifting ρεφρέν που έχεις ακούσει ποτέ σου, με το rhythm section να κάνει πάρτυ κυριολεκτικά. Το Give It All Up, ίσως το πιο αγαπημένο μου στο δίσκο, είναι μουσικά και στιχουργικά ένα ασύλληπτο μελαγχολικό αριστούργημα που έχει αυτό το bittersweet feeling στο οποίο οι Duran είναι πραγματικά μοναδικοί και μας έχουν δώσει θρυλικά κομμάτια πλέον, όπως το Save A Prayer και το The Seventh Stranger. Το Anniversary είναι ένα love letter στα '80s, στο οποίο ενσωματώνουν ατόφιες ηχητικές παραπομπές σε μερικά από τα γνωστότερα και most celebrated '80s κομμάτια τους όπως το Wild Boys, το Reflex και το Hungry Like The Wolf. Το ομώνυμο Future Past είναι και αυτό ένα bittersweet αριστούργημα, που θυμίζει ένα crossover ανάμεσα στο Tiger Tiger από το Seven And The Ragged Tiger και το Vienna των Ultravox.
To Beautiful Lies είναι το ένα από τα 2 κομμάτια που έχει αναλάβει την παράγωγη ο από πάντα ήρωας τους, τιτάνας Giorgio Moroder, και περιέχει μετά από ένα γλυκό intro άβολα chord progressions και discords που σου δίνουν μια σχεδόν διεστραμμένη ηχητική ικανοποίηση και το ακούς και το ξανακούς για να καταλάβεις τι ακριβώς κάνουν στο κομμάτι αυτό. Το Tonight United είναι το δεύτερο που φέρει την χαρακτηριστική υπογραφή του Moroder και είναι κομμάτι γραμμένο για να τραγουδιέται απ' τα πλήθη στα στάδια με την χαρακτηριστική εθιστική feel-good μελωδία του.
Tα Wing και Nothing Less προκαλούν ανατριχίλα κυριολεκτικά, είναι το σκοτάδι της ψυχής σου που ξέρεις ότι είναι πάντα εκεί όσο καλά και αν είναι όλα στη ζωή σου. Το Hammerhead θυμίζει κάτι από late '80s, ίσως και το Liberty του 1990. Θεωρώ ότι είναι ελαφρώς ένα τικ πιο κάτω από τα υπόλοιπα κομμάτια. Ίσως ακριβώς γιατί έχει αναφορές πιο πολύ '90s. Για αυτό και θεωρώ ότι είναι λίγο παράταιρο με τα υπόλοιπα κομμάτια του άλμπουμ. Παρ' όλα αυτά είναι επίσης ένα καλό κομμάτι κλάσεις ανώτερο από οτιδήποτε κυκλοφορεί σήμερα εκεί έξω.
Το More Joy είναι ένα κομμάτι το οποίο σύμφωνα με τον Nick Rhodes θυμίζει κάποιο '80s Γιαπωνέζικο arcade game, ίσως και κάτι από Yellow Magic Orchestra θα συμπλήρωνα εγώ, τους οποίους συνήθιζε να παίζει ο ίδιος ως dj στο Rum Runner στο Birmingham το 1981. Ευφορικό κομμάτι που σου ανεβάζει τη διάθεση στα ύψη.
Το άλμπουμ κλείνει (όπως το συνηθίζουν οι Duran) με ένα αριστουργηματικό jazzy μελαγχολικό κομμάτι με ιδιαίτερη σημασία καθώς στο πιάνο συμμετέχει ο θρυλικός πιανίστας του Bowie, Mike Garson με ένα μοτίβο που σχεδόν αντηχεί το αντίστοιχο παίξιμο του στο θρυλικό Lady Grinning Soul στο άλμπουμ Aladdin Sane του Bowie, ένα δίσκο που λάτρευαν ως teenagers οι Duran.
To άλμπουμ το οποίο ήδη απολαμβάνει διθυραμβικές κριτικές παγκοσμίως δεν σε αφήνει να αμφιβάλεις για τίποτα. Πέφτει με ορμή επάνω σου και φωνάζει: Είμαστε οι Duran Duran και είμαστε ακόμα το μεγαλύτερο γκρουπ στο πλανήτη. Και ακόμα και στους αρνητές τους αν άνηκες η ανήκεις, δεν σου αφήνει επιλογή αυτό το καθόλα άψογο άλμπουμ, θα σε αναγκάσει να το παραδεχτείς.
Ναι, κανένας δεν μπορεί μετά από 40 χρόνια καριέρας και ενώ είναι εξηντάρης πλέον να δημιουργεί ένα τέτοιο άλμπουμ, που ακροβατεί με χειρουργική ακρίβεια ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, υπόσχεται τον παράδεισο και την ιδία στιγμή σε πηγαίνει μέχρι τα έγκατα της κόλασης και σε φέρνει πάλι πίσω και μέχρι να καταλάβεις τι έγινε έχεις νιώσει ζωντανός όσο ποτέ, θλιμμένος όπως πάντα και εκστασιασμένος με το απόλυτο τίποτα της αβύσσου που είναι η ιδία σου η ψυχή που μόνο η μουσική μπορεί να σώσει και τίποτα άλλο.
Δεν μπορεί να έχεις μόλις ακούσει ένα τέτοιο άλμπουμ από εξηντάρηδες. Όχι, δεν γίνεται. Είναι αντίθετο στους νομούς της φύσης που επιβάλλουν την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου. Θες όμως μια εξήγηση. Να καταλάβεις πως το κάνουν. Και υπάρχει. Μα, είναι οι Duran Duran. Tο μεγαλύτερο γκρουπ στον πλανήτη. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι.
9,5/10
(Γιατί όπως έχω ξαναπεί το 10 είναι μόνο για τα Duran Duran, Rio και Seven And The Ragged Tiger)
“Does it even matter if we make it to the end?
if we're carved in living rock, or just lines drawn in the sand?”
Duran Duran-Nothing Less