Γυρίζουμε πίσω στις απαρχές της δημιουργίας του hardcore punk της ανατολικής ακτής, με τους Bad Brains και τους Minor Threat να δείχνουν από τη Washington D.C. το δρόμο που ήδη ακολουθούσαν ή επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλές ακόμα μπάντες, όπως οι Sick of It All και οι Agnostic Front από τη Νέα Υόρκη και οι Gang Green από τη Βοστώνη. Με αυτούς τους τελευταίους πρόκειται να ασχοληθούμε ξανά, λόγω τη επικείμενης κυκλοφορίας του τετραπλού We'll Give It to You, που θα μας βοηθήσει να… επανέλθουμε στο εορταστικό hangover, μιας και το αλκοόλ και το hard partying ήταν ανέκαθεν οι δύο βασικοί άξονες της δημιουργίας τους. Άσπρο πάτο, λοιπόν και ξεκινάμε!
Οι Gang Green δεν αποδείχτηκαν μόνο μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες για το hardcore punk της ανατολικής ακτής, αλλά συνέβαλλαν από το ντεμπούτο τους Another Wasted Night (1986) και ιδίως μετά την ένταξή τους στη θρυλική Roadrunner Records την επόμενη χρονιά στη δημιουργία του crossover thrash και του speed metal. Ήταν μια μπάντα που σχηματίστηκε από τον αεικίνητο κιθαρίστα και σταθερό στο πέρασμα των χρόνων μέλος της Chris Doherty, η οποία, παρά τις αρκετές αλλαγές μελών, διατήρησε τον ίδιο ενθουσιασμό για το ποτό, ε… για τη μουσική ήθελα να πω, δείχνοντας αβίαστα το πόσο απολάμβανε να γράφει και ιδίως να παίζει ζωντανά τα τραγούδια της.
Ο Doherty δηλώνει ανυπόμονος και ενθουσιασμένος με την προοπτική της κυκλοφορίας του boxed set We'll Give It to You και κυρίως των ενδεχόμενων ταξιδιών που θα κάνει με το συγκρότημα του για να θυμίσει την ιστορία των Gang Green και να μας αποδείξει πόσο απόλυτα σημερινός ακούγεται ο ήχος τους. Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία του άλμπουμ You Got It (1987) ήταν γεμάτα με σκληρή δουλειά και ατελείωτες πρόβες. Μαζεύονταν κι έβαζαν στο κέντρο του δωματίου ένα 24 pack και έπαιζαν ακατάπαυστα μέχρι να φτιαχτούν από το αλκοόλ και την αδρεναλίνη του να βγάζεις καταιγιστική μουσική όπως η δική τους. Η πρόβα έληγε μάλλον απότομα, όταν τελείωναν τα κουτάκια της μπύρας. Τα χρόνια στη Roadrunner η μπάντα είχε την καλύτερη και τη σταθερότερή της σύνθεση: ο Joe Gittleman (The Mighty Mighty Bosstones) έβαζε τις βάσεις για να γίνει ένας εξαιρετικός μπασίστας, ο γνωστός στα περίχωρα της βοστώνης Fritz Erickson κέρδισε με το σπαθί του τη θέση του δεύτερου κιθαρίστα διότι, αν και έψαχναν για να πληρώσουν τη θέση ανάμεσα σε metalheads, τελικά τον επέλεξαν για να δώσει τη blues αίσθηση που τόσο αγαπούσε. Ντράμερ ήταν ο Brian Betzger, που συχνά έμοιαζε να παίζει με όσα χέρια είχε η θεά Κάλι.
Η διαφοροποίηση του ήχου τους έγινε άμεσα αντιληπτή και με τη συνδρομή της εταιρείας είχε επιτέλους φτάσει η στιγμή να απευθυνθεί η μπάντα σε ευρύτερα ακροατήρια. Σχεδόν αποκλειστικός συνθέτης των τραγουδιών ήταν ο Doherty, που δε δεχόταν καμία υπόδειξη από την εταιρεία και έτσι έβρισκε άπλετο χώρο για να υλοποιήσει τις όλο και πιο μεταλλίζουσες ιδέες του. Αγαπούσε πολύ τους Anthrax και τους Megadeth (ιδιαίτερα το Peace Sells… But Who’s Buying?), υποστηρίζοντας με χιούμορ ότι η μόνη διαφορά τους από τους Gang Green ήταν ότι εκείνοι είχαν δύο πράγματα πιο μακριά: τα μαλλιά και τα κιθαριστικά σόλο. Ήταν επίσης μεγάλος φαν των Metallica και ιδίως του Master of Puppets, όπως και των πρώιμων Slayer, τους οποίους θεωρούσε μιμητές των Jerry’s Kids, όπου συμμετείχε την εποχή του Is This My World? (1983). Βλέπετε, αν και οι Gang Green είχαν ξεκινήσει το 1980, χρειάστηκε να περάσουν μόνο δύο χρόνια μέχρι να διαλυθούν προσωρινά, προκειμένου να ενταχθεί ο Doherty στους Jerry’s Kids. Το 1985 όμως ξαναέσμιξαν και κυκλοφόρησαν το 7” Skate to Hell στην παλιά τους γνώριμη Βοστωνέζικη Taang!
Το 1986 πήραν την πρωτιά στο διαγωνισμό Battle of the Bands του τοπικού underground ραδιοφωνικού σταθμού WBCN, έδωσαν συνέντευξη στο MTV και υπέγραψαν στη Roadrunner. Η μπάντα άρπαξε για τα καλά την ευκαιρία και εργάστηκε σκληρά, χτίζοντας τη φήμη της μέσω ζωντανών εμφανίσεων ως The Ultimate Party Machine!, τις οποίες παρακολουθούσαν metalheads, punks, skinheads και skaters. Συνήθως το κοινό ήταν το ίδιο… πιωμένο όσο και η μπάντα, οπότε στο τέλος όλα πήγαιναν καλά, παρά την υπερκόπωση από τις απανωτές εμφανίσεις. Πλέον, όλα γύριζαν γύρω από τους Led Zeppelin και τους Stiff Little Fingers, μόνο που έβγαιναν πιο γρήγορα και κάποιες φορές ακόμα πιο δυνατά. Οι αμοιβές τους, ακόμα και στις πιο ένδοξες μέρες τους, δεν ήταν ιδιαίτερα καλές, όμως μπορούσαν να πίνουν όση μπύρα ήθελαν, κάτι που τότε ήταν πολύ ικανοποιητικό για τα γούστα τους και τη διαμόρφωση της στιχουργικής θεματολογίας τους. Μη ξεχνάμε ότι το περίφημο τραγούδι τους Alcohol έχει διασκευαστεί από ετερόκλητες μπάντες, όπως οι Dropkick Murphys, Tankard, Impaled Nazarene, The Meatmen και No Fun At All.
Ο Chris τον Οκτώβριο του 2018 έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, που του παρέλυσε ως ένα σημείο την αριστερή πλευρά, αλλά εξασκείται σοβαρά προκειμένου να ξαναπαίξει κιθάρα και επικοινωνεί με τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος, γιατί θέλει περισσότερο από ποτέ να περιοδεύσει. Δηλώνει ότι θεωρεί τα You Got It και Older...Budweiser ως τα σημαντικότερα άλμπουμ τους, με το δεύτερο να έχει τα πιο καλοδουλεμένα τραγούδια και το πρώτο να σηματοδοτεί τη σταδιακή αποστασιοποίηση από τον hardcore punk ήχο της συλλογής This Is Boston, not L.A. (1982) στην οποία συμμετείχαν.
Το We'll Give It to You αποτελείται από τέσσερις δίσκους, που περιλαμβάνουν πενήντα έξι τραγούδια, με αυτούσια τα τέσσερα άλμπουμ που οι Gang Green κυκλοφόρησαν στη Roadrunner Records και κάποια bonus tracks. Ειδικότερα, ο πρώτος δίσκος έχει το δεύτερο άλμπουμ τους You Got It (1987), που προωθήθηκε με το πρώτο βίντεο κλιπ που έκαναν στο τραγούδι Born to Rock, το οποίο δε συγκίνησε τόσο το MTV Europe, όσο το We’ll Give It to You που προέβαλε συχνά. Και τα δύο βίντεο μαγνητοσκοπήθηκαν στο ίδιο γήπεδο χόκεϊ, με τη μπάντα να απολαμβάνει τα γυρίσματα και την άφθονη μπύρα Budweiser που έρεε διαρκώς και, ως "The King of Beers", ευθυνόταν για το παρατσούκλι τους "King of Bands". Το άλμπουμ, έχοντας τραγούδια όπως τα παραπάνω και τα Haunted House και Skate to Hell, αποτέλεσε ύμνο για κάθε skate punk που σεβόταν τον εαυτό του, μπερδεύοντας όμορφα το κοινό σχετικά με το ποια κατεύθυνση ακολουθούσε η μπάντα, αφού τραγούδια του περιελήφθησαν σε αρκετές hardcore, thrash και punk συλλογές των '80s.
Ο έρωτας δεν κρύβεται, οπότε δεν προξένησε έκπληξη το ότι το επόμενο και ίσως πιο επιτυχημένο άλμπουμ τους, που περιλαμβάνεται στο δεύτερο δίσκο του boxed set, ονομάστηκε Older… Budweiser (1989). Η μπάντα βγήκε στην πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία της να το προωθήσει, με τον Chris να το διακωμωδεί, ομολογώντας ότι ως headliner τους πρόσφεραν περισσότερη μπύρα! Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά εκτός της πόλης τους και είχε -σε σχέση με το ντεμπούτο- πότε σκοτεινότερο ύφος (Bedroom of Doom) και πότε πιο ξεκάθαρες thrash metal επιθέσεις (Casio Jungle). Βέβαια, ένα μέρος των πιστών punk φίλων τους ένιωσε απογοήτευση, ακούγοντας τραγούδια όπως το We Can Go, που το θεώρησαν «ξεπούλημα» στο metal, αν και έβρισκαν ακόμα στο άλμπουμ τις σταθερές αξίες για τις οποίες αγάπησαν τους Gang Green.
Ο τρίτος δίσκος περιλαμβάνει το ζωντανά ηχογραφημένο στις 25 Φεβρουαρίου του 1990 από τη sold out συναυλία τους στο θρυλικό Marquee Club του Λονδίνου Can’t LIVE Without It (όχι, δε νομίζω πως «δούλευαν» με τον τίτλο του τον Harry Nilsson). Η εμφάνισή τους αυτή ήταν η τριακοστή πρώτη και τελευταία της περιοδείας τους, που σύμφωνα με τον Chris ήταν η καλύτερή τους, με πολλά σώματα από το κοινό να «πετούν» προς όλες τις κατευθύνσεις. Επίσης, ως bonus tracks, υπάρχουν ολόκληρο το I81B4U’ EP και η διασκευή του Living Loving Maid των Led Zeppelin.
Ο τέταρτος δίσκος έχει τη συλλογή King of Bands, που κυκλοφόρησε το 1991 και ολοκλήρωσε το συμβόλαιο που είχαν υπογράψει με τη Roadrunner, τα δύο ειδικά για την περίσταση ηχογραφημένα τραγούδια Thunder και Rub It in Your Face, αλλά και τρία από το ντεμπούτο τους Another Wasted Night. Έτσι ολοκληρώνεται αυτή η αναδρομή στην “We'll drink until we drop / No doubt about it I can't live without it, alcohol” εποχή, που γεφύρωσε τα χάσμα μεταξύ αρκετών δυνατών και γρήγορων μουσικών ειδών και ξεχείλιζε από ενέργεια, τρέλα και άδεια μπουκάλια μπύρας!