- Τι να ‘ταν, αλήθεια, οι The Auteurs; Μην ήταν art-pop, Britpop ή alt-rock;
- Ήταν ό,τι κι οι The Servants, οι Baader Meinhof και οι Black Box Recorder.
Θα μπορούσα να προσφέρω το απαύγασμα της ερμηνείας μου στο έμμετρο: «Λύση σωστή δεν πρόκειται να βρεις, αν στα τραγούδια του Luke Haines δεν παραδοθείς», αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δε θα ήταν και πολύ διαφωτιστικό. Όπως και να ‘χει, γενικότερα στην περίπτωση του Haines και των The Auteurs τα πράγματα δεν είναι απλά. Κι αυτό διότι στην πιο ώριμη δημιουργικά φάση του με τους Black Box Recorder η κατάσταση είχε πάρει μια αισθητά πιο arty μορφή, σε σχέση με τον αυθορμητισμό του παρελθόντος. Στην αναζήτησή μας αυτή, είναι κρίσιμο να συνεκτιμηθούν οι όμορφες διερευνητικές απόπειρες των The Servants και ειδικότερα του Disinterest, όπως και τα side projects Baader Meinhof και Das Capital, δεδομένου ότι η προσωπική καριέρα που ακολουθεί συνεπέστατα ο Luke από το 2001 μέχρι τις μέρες μας κατά κανόνα επαναδιατυπώνει τίμια όλα όσα έγιναν στο παρελθόν.
Τι λέτε, λοιπόν; Πάμε να θυμηθούμε τον αξιότιμο κύριο Lenny Valentino; Η αφορμή μας δίνεται με το εξαπλό boxed-set People Round Here Don’t Like to Talk About It, που ναι μεν δηλώνει το αντίθετο στον τίτλο του, αλλά στην ουσία μας προσκαλεί για wine and nibbles. Α, και μουσική, φυσικά. Μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στην πρωτεύουσα της Βρετανίας και πιο συγκεκριμένα, είμαστε επισκέπτες σε ένα σπίτι που ο οικοδεσπότης γίνεται αγενής μονάχα αν του πεις ότι η μουσική του είναι Britpop. Άλλωστε, ακόμα και να μην έχει διαβάσει κανείς το βιβλίο του Bad Vibes - Britpop and My Part in Its Downfall (2009), μπορεί εύκολα από τον τίτλο να γνωρίζει την άποψη που έχει ο συγγραφέας γι’ αυτήν. Η παραπάνω κυκλοφορία - αφορμή έχει εκατόν είκοσι πέντε τραγούδια μέσα από τους δίσκους των The Auteurs στην Hut Recordings που τελικά αποτέλεσε θυγατρική της EMI Records, δηλαδή τους New Wave (1993), Now I’m a Cowboy (1994), After Murder Park (1996) και How I Learned to Love the Bootboys (1999), όπως και τα άλμπουμ των δύο φερώνυμων side projects τους Baader Meinhof (1996) και Das Capital - The Songwriting Genius of Luke Haines and the Auteurs (2003).
Η ιστορία του Luke Haines άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή από το 1991, που σχηματίστηκαν οι The Auteurs. Είχε ξεκινήσει όμως τέσσερα χρόνια νωρίτερα με την ένταξή του στους The Servants, όπου ο Haines συνεργάστηκε με τον David Westlake, περιμένοντας να του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεδιπλώσει τα φτερά του. Στα εικοσιτέσσερά του χρόνια, νιώθοντας ότι είχαν εξαντληθεί οι πιθανότητες της μπάντας να τύχει ευρύτερης απήχησης, πήρε την απόφαση να την εγκαταλείψει και να δοκιμάσει την τύχη του με τους The Auteurs.
Οι The Auteurs υπέγραψαν είτε με το όνομά τους, είτε με τα side projects, τα τέσσερα συν δύο άλμπουμ που προαναφέραμε. Ο ίδιος ο Haines, καλούμενος να αποτιμήσει το έργο του, καταρχάς επιλέγει να μη εκφέρει άποψη για να μην επηρεάσει κανέναν, κάνοντας όμως μία εξαίρεση. Αυτή αφορά τον «πιο σημαντικό κανόνα στο rock», που, κατά δήλωσή του, δεν είναι άλλος από τον «Μην απαξιώνεις το πρώτο σου άλμπουμ», που πάντοτε πρέπει να αντιμετωπίζεις ως “stone cold classic”. Αν μάλιστα δεν κάνεις κάτι τέτοιο, τότε δεν έχεις καμία δουλειά στο rock, διότι πετάς στα σκουπίδια τα είκοσι περίπου χρόνια που σου πήρε για να το γράψεις. Τι λέτε; Συμφωνείτε μαζί του;
Οι The Auteurs σχηματίστηκαν στο Λονδίνο και είχαν στις τάξεις τους τον Luke Haines (κιθάρα, πιάνο και φωνητικά), τη φιλενάδα του Alice Readman (μπάσο), τον Glenn Collins (ντραμς, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Barny C. Rockford) και τον James Banbury (τσέλο). Γεγονός είναι ότι το ντεμπούτο τους New Wave γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ενώ εδραιωνόταν πλήρως η κυριαρχία της Britpop, αλλά δεν είχε τόσο εμφανή τα χαρακτηριστικά της, αλλά εκείνα της ευρύτερης συγγενούς κιθαριστικής pop και rock των '90s. Η μουσική του δεν ήταν με τίποτα ευθέως ανάλογη με εκείνες των Oasis, Blur και Suede ή ακόμα και των Pulp. Ήταν σύγχρονη, αλλά ταυτόχρονα είχε επιρροές από τα τρίλεπτα pop τραγούδια του George Harrison, χωρίς να διστάζει καθόλου να έχει κοινωνικό και πολιτικό λόγο. Ηχογραφήθηκε κυρίως νυχτερινές ώρες, για να περιοριστεί το κόστος, και έτυχε εξαιρετικής αποδοχής σε Ευρώπη και Αμερική, σημειώνοντας ικανοποιητικές πωλήσεις και δικαιώνοντας τον Haines στην απόφασή του να εγκαταλείψει το παρελθόν. Μέσα από αυτό ξεχωρίζουν τα Showgirl, Starstruck, Junk Shop Clothes και Idiot Brother, όπως και γενικότερα το τσέλο του Banbury που συνέβαλε στη διαφοροποιημένη αισθητική της μουσική τους.
Την επόμενη χρονιά ακολούθησε το Now I’m a Cowboy, που ψηφίστηκε το 2003 από το Mojo στην τεσσαρακοστή θέση των πενήντα πιο εκκεντρικών δίσκων. Ήταν πιο ροκάδικο από το προηγούμενο, πράγμα που εκτιμήθηκε από το κοινό και απέφερε μεγαλύτερες πωλήσεις. Είχε το θεωρούμενο ως καλύτερο τραγούδι τους, το Lenny Valentino, αλλά και τα πολύ καλά The Upper Classes και New French Girlfriend. Ακουγόταν πότε ποιητικό και πότε επαναστατικό, περιγράφοντας κατά βάση την πάλη των κοινωνικών τάξεων, αλλά δε χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή για να δει κάποιος μέσα από αυτό την αρχική διαμόρφωση των συντεταγμένων του ήχου που αποκρυσταλλώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με τους Black Box Recorder. Ο δίσκος είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους δύο θεωρητικά -αλλά και κατά τη γνώμη του Haines- καλύτερους της μπάντας, αλλά αποδείχτηκε σημαντικός για την πορεία τους.
Το After Murder Park κυκλοφόρησε το 1996 με δύο εξαιρετικές συστατικές επιτολές: το ότι ηχογραφήθηκε στα Abbey Road Studios και το ότι παραγωγός του ήταν ο Steve Albini. Γράφτηκε ενόσω ο Haines βρισκόταν στο στάδιο της ανάρρωσης, ύστερα από το άλμα στο κενό που είχε κάνει, με αποτέλεσμα να σπάσει τους δύο αστραγάλους του, υπό την επήρεια συνταγογραφημένων και μη ουσιών, που έγιναν η αφορμή για να γράψει στα σχόλια του δίσκου: “sometimes the drugs do work, kids”. Με έναν τέτοιο παραγωγό, αλλά και με τη προσθήκη του κιθαρίστα Steve Chalker, ήταν απολύτως αναμενόμενο ο δίσκος να ροκάρει ακόμα περισσότερο, κάτι που φαινόταν ιδίως από τα τραγούδια Land Lovers, New Bratin Town και Everything You Say Will Destroy You. Υπήρχαν, βέβαια, και πιο φιλικές προς την pop στιγμές, όπως αυτές των Light Aircraft on Fire και Unsolved Child Murder, όμως τα όρια μεταξύ των δύο αυτών μουσικών ειδών έμοιαζαν να θολώνουν περισσότερο παρά ποτέ.
Το How I Learned to Love the Bootboys ήρθε το 1999 και δεν έτυχε της αποδοχής των προηγούμενων. Μια από τις αιτίες γι’ αυτό ήταν και το εγχείρημα των Black Box Recorder, που αποδεικνύονταν πολύ σημαντικοί και απαιτητικοί για να μπορούν να συμπορευτούν με άλλους. Ο δίσκος ξεκίνησε να γράφεται προκειμένου να είναι concept και διπλός με τον τίτλο ESP Kids, αλλά μετά από δύο χρόνια η ιδέα εγκαταλείφθηκε, αφήνοντας μοναδικό ίχνος της το Johnny and the Hurricanes. Κατά τα άλλα, υπήρχαν τραγούδια που θύμιζαν τις παλιές καλές μέρες, όπως τα The Rubettes, Some Changes και Your Gang Our Gang.
Το άλμπουμ Baader Meinhof ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, πειραματικό και πολύ ενδιαφέρον, που γράφτηκε εν αναμονή του After Murder Park. Η ηχογραφημένη με τον περκασιονίστα Kuljit Bhamra σε δεκαεξακάναλο μουσική ιστορία της Rote Armee Fraktion, εκτός από κιθάρες, είχε Moog, κλαρινέτο, bass synth, Ινδικά κρουστά, αφρικανικά έγχορδα και ολίγη από funk. Ο λόγος που δεν υπάρχει στο People Round Here Don’t Like to Talk About It – The Complete EMI Recordings ούτε δείγμα των σχετικών BBC sessions, ούτε και του The Auteurs Vs µ-Ziq remix άλμπουμ, οφείλεται απλά στο ότι αυτά… δε χωρούσαν στην προγραμματισμένη εξαπλή κυκλοφορία. Εδώ οι στίχοι είναι δηλωτικοί της αριστερής ιδεολογίας του θέματος, με τα τραγούδια Meet Meat the Airport, There's Gonna Be an Accident και Theme From 'Burn Warehouse Burn' να ξεχωρίζουν.
Τέλος, το Das Capital - The Songwriting Genius Of Luke Haines And The Auteurs δεν είναι κατ’ ουσία ένα άλμπουμ της μπάντας, αλλά ένας δίσκος με επανηχογραφήσεις παλιού υλικού, που έχουν μια σαφή ορχηστρική και κινηματογραφική διάσταση. Ο δίσκος, που ήρθε μετά τις δύο προσωπικές απόπειρες του Haines, ήταν ο τελευταίος για λογαριασμό της Hut/EMI. Η πρόταση της εταιρείας για την κυκλοφορία του έμοιαζε ιδανική για επίλογος, μόνο που στην πραγματικότητα το τέλος ήρθε μόνο για τη συγκεκριμένη δισκογραφική και όχι για την ενασχόληση του Haines με τη μουσική.
Τώρα πια, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα: «Τι να ‘ταν, αλήθεια, οι The Auteurs; Μην ήταν art-pop, Britpop ή alt-rock;», πιστεύω πως μπορούμε εύκολα να ομονοήσουμε στο τι δεν ήταν. Δε νομίζετε;