Δεν έχω καμία απολύτως πρόθεση να το κρύψω, ούτε καν να το αφήσω να αιωρείται ως απλό υπονοούμενο. Οι The West Coast Pop Art Experimental Band είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου ψυχεδελικές μπάντες, αν όχι η πιο αγαπημένη. Στις 30 Ιουνίου θα κυκλοφορήσει το remastered από τον Alec Palao (The Sting-Rays, The Sneetches, Mushroom, The Chocolate Watchband) τετραπλό A Door Inside Your Mind - The Complete Reprise Recordings 1966-1968, που περιλαμβάνει τους τρεις δίσκους που κυκλοφόρησαν στην εταιρεία αυτή σε στερεοφωνική και μονοφωνική εκδοχή, με τη δεύτερη να εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ψηφιακούς δίσκους. Με άλλα λόγια, έχουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε τα καλύτερα χρόνια της βραχύβιας ύπαρξής τους μαζί με κάποια 45’’, κάποια ακυκλοφόρητα τραγούδια που έμειναν την τελευταία στιγμή απέξω από το Volume 2 (Breaking Through), μια πλήρη εναλλακτική εκδοχή του Volume 3: A Child’s Guide to Good And Evil, όπως και ένα σπάνιο ραδιοφωνικό διαφημιστικό σποτάκι. Όπως εύκολα θα μπορείτε να φανταστείτε, η δική μου ακρόαση άρχισε από τον τελευταίο δίσκο του boxed set που έχει τίτλο Underneath Butterfly Skies - Outtakes, Alternate Versions & Singles, για ευνόητους λόγους…
Ας πάρουμε όμως την ιστορία τους από την αρχή, μιας και δεν μπορείς με τίποτα να την πεις συνηθισμένη, αφού έχει στον πρόλογό της ένα αρκετά κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που λεγόταν Bob Markley. Για τον Bob είχαν διαδοθεί πολλοί μύθοι, με κάποιους μάλιστα να έχουν συντηρηθεί από τον ίδιο, οι οποίοι προβάλλουν την οξυδέρκειά του, την κάπως χαλαρή και ωφελιμιστική σχέση του με τη μουσική, αλλά και τις… αδυναμίες του. Ήταν ένας γεννημένος στην Oklahoma και κάτοικος Beverly Hills γιος μεγιστάνα των πετρελαίων, που αν και είχε σπουδάσει νομικά, είχε διατελέσει τηλεοπτικός παρουσιαστής και πλέον ήθελε να γίνει διάσημος μέσω της μουσικής βιομηχανίας. Μια εποχή εργάστηκε ως παραγωγός σε δικές του δισκογραφικές εταιρείες σε δίσκους των Lucifer and the Peppermints, Bobby Rebel, και Sonny Knight. Ταυτόχρονα, έφτιαξε κατά τη διετία 1960 - 1961 τα δικά του singles Will We Meet Again και Summer's Comin' On, που κυκλοφόρησαν μέσω της Reprise Records, τα οποία πήγαν… άπατα. Κι έτσι, για να πνίξει τον καημό του για ένα μουσικό όνειρο που έμοιαζε ανεκπλήρωτο, έπαιξε ζωντανά σε πάρτι που ο ίδιος διοργάνωσε στο τεραστίων διαστάσεων σπίτι του στο Hollywood ως support στους Yardbirds, οι οποίοι εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις δημόσιες εμφανίσεις τους, λόγω του ότι δεν είχαν εξασφαλίσει άδεια εργασίας.
Αυτή η εμφάνιση των Yardbirds έμελε να σημαδέψει τον Markley, όχι τόσο επειδή διαπίστωσε ιδίοις όμμασι το σεβασμό που έδειξαν έμπρακτα οι καλεσμένοι του της μουσικής βιομηχανίας προς το γκρουπ, αλλά κυρίως λόγω της απήχησης που αυτό είχε στα νεαρά κορίτσια. Αργότερα υπήρξαν κάποια δημοσιεύματα που αναφέρθηκαν στην αδυναμία που είχε ο Markley στα πολύ νεαρά κορίτσια, όπως και σε μια σχετική με αυτά περιπέτεια που είχε το 1972, η οποία συνοδεύτηκε από μια σύντομη διαμονή του πίσω από της φυλακής τα σίδερα (τα οποία τότε δεν ήταν μόνο για τους «λεβέντες», αλλά και για τα ζωηρά πλουσιόπαιδα). Βλέποντας λοιπόν την επιτυχία των Yardbirds δεν έχασε άλλο χρόνο, αποχαιρέτησε τη σόλο καριέρα και έβαλε στόχο να φτιάξει μια μπάντα. Σε ένα παράλληλο σύμπαν τα αδέρφια Danny (κιθάρα) και Shaun (μπάσο) Harris αποδείκνυαν στην πράξη το ρητό «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει», προερχόμενα από μια μουσική οικογένεια, με πατέρα συνθέτη και μητέρα πιανίστρια. Μετακόμισαν το 1962 στο Los Angeles και εντάχθηκαν στους Snowmen, ενώ πήγαιναν ακόμα σχολείο. Συμμαθητής τους ήταν ένας άλλος κιθαρίστας, ο Michael Lloyd (Rogues), αλλά σύντομα σχημάτισε μια νέα μπάντα με τα δύο αδέρφια και το ντράμερ John Ware: τους The Laughing Wind. Τραγούδια τους, όπως το Good to Be Around μπορείτε να βρείτε στο όψιμη συλλογή The West Coast Pop Art Experimental Band Companion (2011). Η αξία των The Laughing Wind δεν ήταν δυνατό να μείνει κρυφή κι έτσι ο Kim Fowley δεν έγινε μόνο κολλητός και συνεργάτης τους, αλλά τους έφερε σε επαφή με κάποιο γνώριμό μας: τον Bob Markley. Κάπου εδώ τα παράλληλα σύμπαντα ευθυγραμμίστηκαν. Ο Bob, που ό,τι κι αν πει κανείς γι’ αυτόν δε μπορεί να αρνηθεί ότι είχε γούστο, τρελάθηκε με τους Laughing Wind και τους έκανε μια ενδιαφέρουσα πρόταση: να τον δεχτούν ως τραγουδιστή και στιχουργό της μπάντας, κι εκείνος σε αντάλλαγμα να καλύψει τα έξοδα των περιοδειών τους με την προσθήκη πλήρους light show, αλλά και την αγορά νέου εξοπλισμού. Δε νομίζω να υπήρχε κάποιος στη θέση τους που θα το σκεφτόταν πολύ, πριν συμφωνήσει.
Στην προκειμένη περίπτωση η συμφωνία έκλεισε το 1964, με τους The West Coast Pop Art Experimental Band να γεννιούνται επισήμως τον Αύγουστο της επόμενης χρονιάς. Η αλλαγή του αρχικού ονόματος ήταν απότοκη της ιδέας του Bob να φτιάξει στη δυτική ακτή το αντίπαλο ανατολικό δέος των Velvet Underground. Στην πρωτότυπη σύνθεσή τους όλα τα παραπάνω μέλη τραγουδούσαν, αν και ο Markley κυρίως αφηγείτο και έπαιζε ταμπουρίνο, με κάποιες φήμες να τον θέλουν στις συναυλίες να είναι εκτός ρυθμού. Οι ρόλοι υποτίθεται ότι ήταν διακριτοί: ο μεν μεγαλύτερος σε ηλικία Markley θα προσέβλεπε μέσω του γκρουπ στο να εξασφαλίζει επαφές με κορίτσια, ενώ οι άλλοι θα έπαιζαν απλά μουσική. Το «Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» θα μπορούσε να ισχύσει κι εδώ, αν όμως στη μέση δεν έμπαιναν τόσα πολλά λεφτά.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή έγινε φανερό ότι οι The West Coast Pop Art Experimental Band είχαν τεράστιες δυνατότητες. Οι συναυλίες τους απογειώθηκαν ακόμα περισσότερο λόγω του επιβλητικού ψυχεδελικού light show, που συνόδευε τα τραγούδια από την αρχή ως το τέλος και είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο στο κοινό, που συχνά περιγραφόταν ως «έργο τέχνης». Άλλωστε, αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που το συγκρότημα έγινε αγαπημένο των Los Angeles hippies. Υπεύθυνος για το light show ήταν ο Buddy Walters, ο οποίος είχε κάνει το ίδιο επιτυχημένα τη δουλειά για τον Jimi Hendrix και τους Animals. Η μουσική τους ήταν εν μέρει πειραματική και είχε σαφείς fusion τάσεις, αλλά κυρίως ήταν pop και rock ψυχεδελική, όπως και avant-garde. Επίσης, στον ήχο τους γινόταν αντιληπτή όλη η μεσουρανούσα Αμερικανική folk-rock των The Byrds και των The Beach Boys, μόνο που τελικά η δική τους δεν ακουγόταν έτσι, αλλά πέρα και μπροστά από αυτήν. Κι αυτό διότι υπήρχε διάχυτη μια «περίεργη» και ασυνήθιστη ατμόσφαιρα, που έσπαγε τα καθιερωμένα στεγανά.
Κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Volume One (1966) στην ανεξάρτητη εταιρεία FiFo (που ανήκε στον Markley), συνέχισαν με το Part One (1967) στη Reprise Records, αρχίζοντας το σερί του «τουλάχιστον ένας δίσκος κάθε χρόνο», που περιλάμβανε τα δύο ακόμα άλμπουμ στην ίδια εταιρεία που επίσης θα βρείτε στο A Door Inside Your Mind - The Complete Reprise Recordings 1966-1968, δηλαδή τα Vol. 2 (Breaking Through) (1967) και Volume 3: A Child's Guide to Good and Evil (1968). Επίσης, μέχρι να διαλυθούν πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν τους δίσκους Where's My Daddy? (1969) και Markley, A Group (1970) σε ανεξάρτητες εταιρείες. Το Part One, εκτός από τέλειο τίτλο για δεύτερος δίσκος, ειδικότερα με το δεδομένο ότι ο πρώτος λεγόταν Volume One, ήταν συγκλονιστικό, γεμάτο πολύχρωμες και υπνωτιστικές μελωδίες, οι οποίες έδιναν τόσο πλήρη τον ορισμό του ψυχεδελικού ήχου, που τελικά κατέληγαν να προηγούνται της εποχής τους. Στο μεταξύ, για παν ενδεχόμενο, το γκρουπ είχε γίνει σεξτέτο με την προσθήκη του κιθαρίστα Ron Morgan (Rogues), λόγω των σοβαρών πλέον διαφωνιών μεταξύ του Markley και του Lloyd. Ο πρώτος προσπαθούσε επίμονα να ξεχωρίσει με την εκκεντρική και απρόβλεπτη στάση αλλά και τους αυτοσχεδιασμούς του στα live, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τα λοιπά μέλη της μπάντας. Οι διασκευές εδώ ήταν λιγότερες από εκείνες στο ντεμπούτο τους, με εξέχουσες τις Help, I'm a Rock (Mothers of Invention) και High Coin (Van Dyke Parks), το ψυχεδελικό πάντρεμα του λατρεμένου στη Δυτική Ακτή folk-rock με το garage-rock ακούγεται αριστοτεχνικό, ενώ υπάρχει και το πρωτόλειο spoken rap δείγμα του 1906.
Το Vol. 2 (Breaking Through) έχει τη σημείωση «Όλα τα τραγούδια είναι συνθέσεις των Bob Markley και Shaun Harris, εκτός εκείνων που αναγράφεται διαφορετικά». Το ότι τελικά πουθενά δε γράφτηκε το όνομα του Lloyd, ο οποίος είχε συγγράψει μερικά, αποτύπωνε ανάγλυφα ότι η ένταση στις μεταξύ τους σχέση συνεχιζόταν. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο Markley να παραδεχτεί πως τότε δεν είχε καταγραφεί στο δίσκο η πλήρης αλήθεια. Οι πειραματισμοί τους αυτή τη φορά εξαντλήθηκαν σε δικές τους αποκλειστικά συνθέσεις, χωρίς να υπάρχουν διασκευές. Ο Markley δε δίσταζε να δείχνει στιχουργικά όλο και περισσότερο τις διάφορες έκνομες προτιμήσεις του, ενώ η μπάντα τόνιζε στο οπισθόφυλλο ότι δεν υπέστη κανενός είδους λογοκρισία από την εταιρεία. Όπως και να ‘χει, το άλμπουμ μουσικά ήταν και πάλι υπέροχο, πιο garage-psych με ελαφρώς καλύτερα τραγούδια τα Smell of Incense, In the Arena, Overture - WCPAEB Part II, Suppose They Give a War and No One Comes, αλλά και πιο pop-folk με αιχμή του δόρατος το εμπλουτισμένο με ήχο από γκάιντες Delicate Fawn που θυμίζει Simon & Garfunkel.
Το Volume 3: A Child's Guide to Good and Evil βρήκε τοn John Ware να έχει αποχωρήσει και τον Jim Gordon να παίρνει τη θέση του. Ο Morgan πήρε περισσότερες πρωτοβουλίες, έπαιξε αρκετό ηλεκτρικό σιτάρ (Ritual #1, Ritual #2), έλαβε υπόψη και την όλη British Invasion (Watch Yourself, Our Drummer Always Plays in the Nude) και flower power τρέχουσα φάση και το αποτέλεσμα έβγαλε ένα εκπληκτικό fusion. Το χαρακτηριστικό εξώφυλλο σχεδιάστηκε από τον John Van Hamersveld, στον οποίο ανήκαν και τα κλασικά των Crown of Creation, Exile on Main St. και Magical Mystery Tour. Το άλμπουμ διακρίνεται γενικά για τις πρωτοποριακές τεχνικές ηχογράφησης, στο As Kind as Summer ακούγεται καθαρά scratching, ενώ το υπέροχο groove του A Child of a Few Hours Is Burning to Death θα το συναντούσαμε σε αρκετές καθώς πρέπει μπάντες μέχρι και τα τέλη των ‘80s.
Μέσα από τα τρία αυτά άλμπουμ, αλλά και το επιπλέον υλικό που προαναφέραμε, μπορεί κανείς να δει πόσο σημαντικοί είναι -και θα είναι- για τον ευρύτερο ψυχεδελικό ήχο οι The West Coast Pop Art Experimental Band. Κι ακούγοντας ξανά και ξανά αυτά τα τραγούδια που είναι αδύνατο να τα βαρεθείς, δε μπορεί παρά να αναρωτηθείς τι θα μπορούσε να είχε συμβεί σε περίπτωση που η μουσική ήταν η πρώτη και απόλυτη προτεραιότητα όλων ανεξαιρέτως των μελών αυτής της μπάντας.