Τετάρτη, 12 Ιουλίου 2023 14:50

Magnum - Great Adventures - The Jet Years 1978-1983 (HNE Recordings, 2023)

Written by 

Τον παλιό εκείνο τον καιρό υπήρχε μια Βρετανική μπάντα που αγαπούσε πολύ το (κυρίως catchy) hard rock, αλλά γοητευόταν εξίσου από την όλη AOR φάση. Τότε που ένα καθόλου αμελητέο μέρος του σκληρού ήχου άρχιζε να μην έχει αναστολές να γίνει πιο μελωδικός από ό,τι μας είχε μέχρι τότε συνηθίσει. Βέβαια, οι ακραιφνείς φίλοι του σκληρού ήχου δεν πήραν ποτέ με καλό μάτι τις μελωδικές προσμείξεις, αλλά τουλάχιστον για το διάστημα από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι τα μέσα της επόμενης, η πρόσμειξη αυτή γνώρισε απήχηση. Κάτι που επίσης συνέβη και με το «συνομήλικο» πιο «ορθόδοξο» αδελφάκι του new wave of British heavy metal. Μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές μπάντες του είδους αποδείχτηκαν οι Magnum, που επανέρχονται στην επικαιρότητα με την κυκλοφορία του εξαπλού Great Adventures - The Jet Years 1978-1983.

Με το boxed set αυτό παρουσιάζονται οι απαρχές του συγκροτήματος, ήτοι τα τέσσερα πρώτα στούντιο άλμπουμ της μπάντας, δηλαδή τα Kingdom of Madness (1978), Magnum II (1979), Chase the Dragon (1982) και Eleventh Hour (1983), ο δίσκος Archive (1974-1976) που περιλαμβάνει αρχειακό υλικό με σπάνιες ηχογραφήσεις, B-side και demos, όπως και το ζωντανά ηχογραφημένο Marauder (1980). Τι καλύτερη ευκαιρία να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε τις μέρες πριν το On a Storyteller’s Night (1985) και την εμφάνισή τους στο Monsters of Rock, βλέποντας πώς εξελίχθηκε ο ήχος τους που είναι όσο πιο πολύ γίνεται «στοιχειωμένος» από τα ‘80s;

Μιλάμε για την αρχή του πρώτου και σημαντικότερου μέρους της ιστορίας τους, όταν η μπάντα σχηματίστηκε το 1972 στο Birmingham με πρωτοβουλία των Tony Clarkin και Bob Catley. Αν και είδε το πρώτο single της να κυκλοφορεί στη CBS, η ανταπόκριση του κοινού στην progressive και μελωδική hard rock πρότασή της υπήρξε κατώτερη από την αναμενόμενη. Παρ’ όλα αυτά, υπέγραψε συμβόλαιο με τη Jet Records, που ήδη είχε ήδη στις τάξεις της τους ELO και σε λίγο καιρό τον Ozzy Osbourne.

Έτσι φτάσαμε στο 1978, όταν κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Kingdom of Madness, το οποίο ήταν έτοιμο στην αναμονή επί δύο χρόνια, με το κουιντέτο να μη μπορεί εύκολα να εκμεταλλευτεί την έντονη δημοτικότητα της εποχής για το hard rock και το heavy metal λόγω των εμφανών μελωδικών στοιχείων του ήχου του. Από όλους τους δίσκους που περιλαμβάνονται στο boxed set, ο συγκεκριμένος είναι αυτός που έχει τις λιγότερες mainstream αναφορές, προσομοιάζοντας μάλιστα κάποιες φορές με εκείνον των Jethro Tull κυρίως λόγο του φλάουτου και των πιο διακριτών progressive rock αναφορών του. Μπορεί κάποιος εύκολα να «δει» ενταγμένες επιρροές από τους Kansas, τους Queen και τους Uriah Heep σε μία ευρύτερη πορεία αναζήτησης μουσικής ταυτότητας, που έχει ως κύρια ατού τα φωνητικά του Bob Catley και το επιδέξιο παίξιμο του κιθαρίστα Tony Clarkin, που οδήγησε μερικούς να πουν ότι ήταν φτιαγμένος να απογειώσει το ταλέντο του σε σκληρότερα ηχητικά μονοπάτια. Πάνω - κάτω τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν την ίδια δυναμική, αν και το φερώνυμο έχει μια επική διάσταση που το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα. Υπάρχουν μπαλάντες, όπως του Universe, που τότε ήταν το απόλυτο must σε κάθε σκληρό δίσκο, δυναμικές στιγμές όπως τα Invasion και The Bringer που θυμίζουν πολύ Uriah Heep, αλλά και τα All That Is Real και All Come Together που φέρνουν στο νου τους Queen.

Τον Οκτώβριο της επόμενης χρονιάς κυκλοφόρησε το Magnum II σε παραγωγή του Leo Lyons, πρώην μπασίστα των Ten Years After, που είχε επίσης υπογράψει τα τρία άλμπουμ των UFO στη Chrysalis και περιόδευε με τους Judas Priest και τους Blue Öyster Cult. Τα τραγούδια που το αποτελούσαν είχαν επίσης γραφτεί πριν κάποια χρόνια και παιχτεί ζωντανά, με αποτέλεσμα η μπάντα να ακούγεται πιο κατασταλαγμένη και σαφέστερα προσανατολισμένη στο μελωδικό (hard) rock, με σημαντική τη συνεισφορά των keyboards και σταθερά, αν και λιγότερα, τα ήδη δεδομένα progressive στοιχεία. Συστήθηκε με τα singles Foolish Heart που ήταν απόλυτα προσαρμοσμένο στα ανάλογα εμπορικά δεδομένα της εποχής και Changes που θύμιζε Yes και Journey. Επίσης, ενδιαφέρον τραγούδι είναι το εισαγωγικό Great Adventure που έχει τη γνωστή επική διάσταση, αλλά και τα Reborn και The Battle.

Επειδή ο δεύτερος δίσκος τους δε γνώρισε την επιτυχία του ντεμπούτου, η εταιρεία αποφάσισε να ηχογραφήσει ζωντανά τη συναυλία που έδωσε το γκρουπ στις 15 Δεκεμβρίου του 1979 στο θρυλικό Marquee Club, εξασφαλίζοντας έτσι περισσότερο απ’ ό,τι πριν χρόνο για την τρίτη κυκλοφορία. Το Marauder εδώ υπάρχει αυτούσιο, με την προσθήκη εννέα live bonus tracks, μεταξύ των οποίων τα All of My Life, Invasion και Kingdom Of Madness. Η ηχογράφηση έγινε με πολυκάναλο, στην παραγωγή ήταν και πάλι ο Leo Lyons και στο μιξ ο Chris Tsangarides. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1980 και έφτασε ως το # 34 του UK chart, ενώ είχε ως προπομπό το four-track EP Live at the Marquee, που περιείχε υλικό από την ίδια ηχογράφηση και έπιασε το # 20 του UK singles chart, αποφέροντας την εμφάνιση του συγκροτήματος στο Top of the Pops.

Ο χρόνος που κερδήθηκε ενδιάμεσα συνέβαλε ώστε το Chase the Dragon να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία τους, αφού μπήκε στο # 20 και τελικά έφτασε τρεις θέσεις παραπάνω. Ήταν το πρώτο από τα κάμποσα που είχαν εξώφυλλο σχεδιασμένο από το γνωστό fantasy artist Rodney Matthews. Η μπάντα ήταν τόσο ενθουσιασμένη που, εκτός από το The Lights Burned Out, κυκλοφόρησε και ως single και το κομμένο από το άλμπουμ Back to Earth, που φυσικά υπάρχει εδώ. Η ένταξη του κιμπορντίστα Mark Stanway, ο οποίος αργότερα σχημάτισε τους Grand Slam με τον τεράστιο Phil Lynott, έβγαλε μια σκληρότερη και επικότερη πλευρά του πάντα μελωδικού ήχου τους. Χαρακτηριστικότερη στιγμή αποτελεί το κλασικό Soldier on the Line, αλλά και τα The Spirit, We All Play the Game και Sacred Hour.

Το Eleventh Hour που ακολούθησε, που ήταν το τελευταίο μέσω της Jet Records και κυκλοφόρησε το 1983, απέκλινε από τα συνηθισμένα και δεν είχε singles, αφού η εταιρεία, που προφανώς είχε περισσότερες αξιώσεις, δεν υποστήριξε όσο θα μπορούσε το δίσκο. Μια άλλη διαφορά ήταν το ότι την παραγωγή υπέγραφε η ίδια η μπάντα, αν και στην πραγματικότητα αποκλειστικός υπεύθυνος ήταν ο Tony Clarkin. Εδώ ο ήχος είναι πιο κοντά στο progressive rock, ίσως ακόμα και από ό,τι εκείνος του ντεμπούτου, με εξαίρεση το πιο κεφάτο radio friendly Hit and Run. Ανάμεσα στα λίγο - πολύ ισάξια τραγούδια ξεχωρίζουν ελαφρά τα The Prize, The Great Disaster, Vicious Companions και The Word.

Όπως είπαμε και παραπάνω, στο boxed set υπάρχει και ένας δίσκος με σπάνιες εκτελέσεις, demos και B-sides, με κορυφαίες κατά τη γνώμη μου στιγμές τα demos του 1974 Captain America και το funky Strombringer, αλλά και το Everybody Needs που έμεινε εκτός του ντεμπούτου και θυμίζει πολύ τον ήχο των Starship.

Ύστερα από όλα αυτά, οι Magnum έφυγαν από τη Jet Records και κυκλοφόρησαν το 1985 το On a Storyteller’s Night, για να υπογράψουν στη συνέχεια συμβόλαιο με την Polydor Records. Διαλύθηκαν το 1995 και έσμιξαν πάλι το 2001, παραμένοντας δισκογραφικά ενεργοί, με το περυσινό The Monster Roars να αποτελεί την πιο πρόσφατη κυκλοφορία τους.

 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα