“Hello, daddy, hello, mom / I'm your ch-ch-ch-cherry bomb” τραγουδούσαν οι The Runaways το 1976, ξεσηκώνοντας τόσο τους γονείς των κοριτσιών, όσο και τα ίδια τα κορίτσια, όμως για απόλυτα αντίθετους λόγους. Αναμφισβήτητα το Cherry Bomb υπήρξε η γνωστότερη και πιθανώς η καλύτερη στιγμή της εμβληματικής all-female μπάντας των Runaways, που επαναπροσδιόρισε το ρόλο και τις δυνατότητες των γυναικών σε μια «δύσκολη» εποχή που το hard rock, το glam rock, αλλά και το ευρύτερο ανδροκρατούμενο rock έκαναν χώρο για τον τυφώνα του punk rock που είχε ήδη ξεσπάσει.
Ο λόγος που ανατρέχουμε στην ιστορία των Runaways έχει να κάνει με την κυκλοφορία του πενταπλού Neon Angels - On the Road to Ruin 1976-1978 στις 29 Σεπτεμβρίου, που περιλαμβάνει τα ισάριθμα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, δηλαδή το σύνολο της δισκογραφίας τους, κάτι που θα συμβεί για πρώτη φορά.
Η ιστορία ξεκίνησε με τον κύριο Kim Fowley. Ας θυμηθούμε τι είχε δηλώσει για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή: «Είδα το rock ‘n’ roll μέσα από την οπτική του Δαρβίνου. Ο Elvis κουνούσε τα οπίσθιά του σαν γυναίκα. Όλα περνούσαν μέσα από τους New York Dolls και τον David Bowie, οπότε ξαφνικά γυρίζεις σελίδα και ένα κορίτσι πρέπει να βρίσκεται στη θέση τους. Το Αμερικανικό αρσενικό γινόταν πιο θηλυπρεπές και οι Βρετανοί άντρες όλο και περισσότερο θηλυπρεπείς. Δεν εξελίσσονταν σε τύπους σαν τον John Wayne. Ακόμα και ο David Lee Roth γρύλιζε σαν στριπτιζού. Η θηλυκή πλευρά του δυτικού αρσενικού εξελισσόταν και κάποια μέρα απλά κατέληξε σε (γυναικείο) κόλπο, στήθη, καμπύλες και οιστρογόνα. Έτσι το είδα να έρχεται και το αναζήτησα ψάχνοντας ταλέντα όπως έκανε ο Sam Phillips της Sun Records όταν επιθυμούσε τον Elvis Presley, δηλαδή ένα λευκό τύπο που ακουγόταν σα νέγρος».
Κάπως έτσι περιγράφηκαν ανάγλυφα από τον ίδιο τον Fowley οι διεργασίες στο μυαλό του, για να βρει νέους μουσικούς επαναστάτες, ντυμένους με στενά τζην και δερμάτινα, που τραγουδούσαν για sex, drugs and rock ‘n’ roll. Και κάπως έτσι έπεσε πάνω στις Runaways, οι οποίες προσπαθούσαν να κάνουν το μουσικό τύπο να τις πάρει στα σοβαρά. Φυσικά, η προκλητική και όχι και τόσο συχνά υιοθετημένη από γυναίκες θεματική των στίχων τους, δεν ήταν κάτι καινούργιο, αφού είχε πρωτοεμφανιστεί μισό αιώνα νωρίτερα από τις τραγουδίστριες των blues, αλλά απέφερε μια δημοσιότητα, την οποία ακόμα και ως αρνητική αν την έβλεπε κάποιος, αποδείχτηκε το εφαλτήριο για την ανάδυσή τους στην επιφάνεια. Το να είσαι όμως γυναίκα σε μια αποκλειστικά γυναικεία μπάντα, δεν είχε μόνο θετικές συνέπειες. Όπως η Joan Jett έχει αναφέρει, την ενοχλούσε πολύ το ότι, σε κάθε συνέντευξη που έδιναν, οι ερωτήσεις που αφορούσαν τη μουσική ήταν λίγες, αφού κυρίως προτάσσονταν εκείνες που σχετίζονταν με το σεξ.
Όλα ξεκίνησαν το 1975 σε κάποια συναυλία του Alice Cooper, όταν ο Fowley γνώρισε και εντυπωσιάστηκε από τη δεκατετράχρονη στιχουργό Kari Krome, που είχε φίλη τη rhythm κιθαρίστρια Joan Jett, η οποία γνώριζε την ντράμερ Sandy West. Επειδή όμως η Krome δεν τραγουδούσε καλά τους στίχους που έγραφε, έφερε στη μπάντα την Micki Steele, με την προοπτική να μάθει και μπάσο. Αφού το τρίο έφτιαξε το ντέμο Born to Be Bad, έφυγε η Steele και προστέθηκαν η lead κιθαρίστρια Lita Ford, η μπασίστρια Jackie Fox και η Cherie Currie στα φωνητικά. Για την ακρίβεια, ο Fowley είχε ξεχωρίσει την αδελφή της, αλλά παρά την άρνησή της αποφάσισε να εμμείνει στην οικογένεια, παίρνοντας την «κατά φαντασία κόρη του Iggy Pop και της Brigitte Bardot», σύμφωνα με την Krome.
Πλέον το παζλ είχε συμπληρωθεί και το Φεβρουάριο του 1976 ο Fowley έφερε υπογεγραμμένο συμβόλαιο με τη Mercury Records, για να κυκλοφορήσει το φερώνυμό ντεμπούτο τους την 1η Ιουνίου, το οποίο περιείχε το Cherry Bomb, που ψηφίστηκε 52ο στη λίστα του VH1 με τα 100 Greatest Hard Rock Songs. Τελικά όμως η εταιρεία δεν είδε με τόσο καλό μάτι την κυκλοφορία, ούτε και το ρόλο του Kim στη μπάντα, με αποτέλεσμα να μην προωθήσει αποτελεσματικά το δίσκο. Όπως είπαμε, δεν ήταν εύκολη η εποχή για γυναικείες μπάντες, ακόμα κι αν ήταν δυναμικές και τραγουδούσαν σχετικά με το σεξ, αφού ήδη αυτό γινόταν από συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin ή οι Aerosmith. Τι κι αν η μουσική ήταν καλή και θύμιζε τους New York Dolls και την Suzi Quatro; Αυτό δεν έφτανε για να γνωρίσουν οι Runaways εμπορική επιτυχία. Είχε όμως μόλις γεννηθεί μια μπάντα που θα γινόταν η έμπνευση για αρκετές αντίστοιχες που επρόκειτο να ακολουθήσουν, όπως οι The Go-Go’s, The Bangles, L7, Hole ή οι The Donnas.
Τα κορίτσια δεν απογοητεύτηκαν και δεν έχασαν καθόλου χρόνο, κυκλοφορώντας το Queens of Noise τον Ιανουάριο του 1977. Σε αυτό πατούσαν καλύτερα στα μουσικά πόδια τους, δυνάμωσαν τον ήχο και ανέθεσαν την παραγωγή στον Earle Mankey (The Beach Boys, Sparks, Elton John), με αποτέλεσμα να βγουν τραγούδια όπως τα Love Playin’ With Fire, Take It or Leave It και Neon Angels on the Road to Ruin, αλλά και το Johnny Guitar με το μακροσκελές κιθαριστικό σόλο που συγκίνησε κάθε ακομπλεξάριστο ροκά. Αν η υποδοχή του δίσκου στη Βρετανία ήταν αξιόλογη, τότε στην Ιαπωνία μόνο ενθουσιώδης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ανάλογη της Beatlemania, οδηγώντας σε τρεις εμφανίσεις τους εκεί τον Ιούνιο.
Από αυτήν προέρχεται το υλικό του Live In Japan, που κυκλοφόρησε μόλις δύο μήνες αργότερα. Τότε άρχισαν οι εσωτερικές τριβές στη μπάντα με τη Jackie να τα παρατάει λόγω τοξικού κλίματος κατά την ίδια ή απόπειρας αυτοκτονίας κατ’ άλλους, με τη Vicki Blue να την αντικαθιστά. Επίσης, αποχώρησε η Cherie, που δήλωσε πως δεν άντεχε άλλο την υποτίμησή της από τη Lita και ένιωθε ότι έχανε τη ζωή της ως έφηβος, για να αντικατασταθεί στα φωνητικά από την Joan. Τότε ανέκυψαν σοβαρές διαφωνίες για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε ο ήχος τους, αφού η Joan λάτρευε το punk και το glam rock, σε αντίθεση με τις Sandy και Lita που αγαπούσαν το hard rock και το metal.
Στο μεταξύ, τον Αύγουστο του 1977 είχε φτάσει η στιγμή για το τέταρτο άλμπουμ τους, το Waitin’ for the Night, με τα τραγούδια να ακούγονται πιο σκληρά παρά ποτέ. Η Lita Ford έγραψε τις ροκιές Trash Can Murders και Fantasies, ενώ τα υπόλοιπα οκτώ τραγούδια που ανήκαν στην Joan φλέρταραν με το punk και το glam rock. Ο δίσκος γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ιαπωνία, αλλά όχι στις Η.Π.Α., με αποτέλεσμα να χωρίσουν οι δρόμοι της μπάντας και του Fowley, κάτι που σήμανε και το τέλος της συνεργασίας με τη Mercury. Στη θέση του Kim προσελήφθη ο Toby Mamis, ο οποίος δούλευε πάνω στο επόμενο άλμπουμ με τίτλο And Now…The Runaways, προσπαθώντας παράλληλα να εξασφαλίσει συμβόλαιο σε νέα δισκογραφική εταιρεία, η οποία τελικά δεν ήταν κάποια από εκείνες της Αμερικής που ο ίδιος γνώριζε καλύτερα, αλλά η νεοσύστατη Βρετανική Cherry Red Records.
Ο δίσκος, που επρόκειτο να είναι το κύκνειο άσμα των Runaways και κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1978, είχε καλές πωλήσεις στη Βρετανία, οι οποίες όμως δε στάθηκαν αρκετές για να αποτρέψουν τη διάλυση του συγκροτήματος μόλις δεκαπέντε ημέρες αργότερα. Μέσα από αυτόν ξεχωρίζουν τα τραγούδια Little Sister και You’re too Possessive. Ο παραγωγός John Alcock ήθελε να γεφυρώσει τις μουσικές διαφορές των κοριτσιών, αλλά η προσπάθεια του ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Μάλιστα, η Joan Jett έχει δηλώσει ότι τα μέλη της μπάντας αποφάσισαν να διαλυθούν φιλικά, δεδομένου ότι η ίδια δεν ήθελε να απολυθεί από το συγκρότημα που συνίδρυσε.
Στη συνέχεια η Joan ακολούθησε επιτυχημένη προσωπική καριέρα, που εκτοξεύθηκε με τη διασκευή του I Love Rock ‘n’ Roll των The Arrows, που οι υπόλοιπες Runaways δεν είχαν συμφωνήσει να συμπεριλάβουν σε δίσκο τους! Η Lita Ford επίσης ακολούθησε σόλο καριέρα, παίζοντας και με τον Ozzy Osbourne, η Micki Steele κινήθηκε σε pop μονοπάτια με τις The Bangles, ενώ οι Cherie Currie και Sandy West συνέχισαν να ασχολούνται με τη μουσική, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα. Αν και έγιναν κάποιες σοβαρές προσπάθειες, η μπάντα δεν επανενώθηκε ποτέ, παρά το ντοκιμαντέρ Edgeplay με την ιστορία της μπάντας που υπέγραψε η Vicki Blue το 2004 ή την ταινία του 2010 που είχε ως τίτλο το όνομά τους.