To street punk σχετιζόταν με το Oi! και το hardcore punk, χωρίς να είναι τόσο ξεκάθαρα οριοθετημένο από αυτά, έχοντας πάντως ως επιμέρους διαφοροποιά στοιχεία τον πιο δυνατό, γρήγορο και συχνά επιθετικό ήχο, που συχνά περιείχε metal στοιχεία, αλλά και τα ομαδικά φωνητικά. Ήταν το επαναστατικό punk της εργατικής τάξης, του οποίου οι ρίζες βρίσκονταν στα τέλη των ‘70s σε κάποια τραγούδια των Sham 69 και των U.K. Subs. Πήρε σάρκα και οστά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, επιδιώκοντας να διαφοροποιηθεί από το first wave of British punk, το οποίο θεωρούσε ντροπιαστικά υποταγμένο στην αρτίστικη αντίληψη εκείνης της εποχής. Πλέον, εκτός από τα παραπάνω μουσικά χαρακτηριστικά, οι στίχοι είχαν γίνει πιο ωμοί και ανατρεπτικοί, θίγοντας θέματα όπως ο κίνδυνος πυρηνικής καταστροφής, η ανεργία και οι αυθαιρεσίες των κυβερνώντων, κάτω από ένα γενικό πρίσμα αναρχίας, το οποίο αποτέλεσε ένα άμεσα αναγνωρίσιμο μέσο για μια ευρύτερη διαμαρτυρία, χωρίς όμως ουσιαστικά να μπορεί να πείσει απόλυτα πως είχε αμιγές πολιτικό υπόβαθρο. Οι μπάντες του αποκαλούμενου UK 82 έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους φορώντας μαύρα δερμάτινα μπουφάν και φτιάχνοντας τα μαλλιά τους μοϊκάνες.
“There really is nothing nice about USA / You go to the hospital you have to pay / The dollar is the language that they all speak / They don't really bother about the radiation leak / F@ck the USA…” Τραγουδούσε ο Wattie Buchan τη ώρα που η μουσική των The Exploited ηχούσε γρήγορη σαν πολυβόλο, παρασύροντας τα πάντα, όπως και εκείνες των Discharge και των Charged GBH. Το street punk είχε έρθει και δεν ήταν δυνατό να περάσει με τίποτα απαρατήρητο. Σε αυτήν την εποχή γυρίζουμε με αφορμή τη διπλή κυκλοφορία Punks Not Dead / Troops of Tomorrow, που περιλαμβάνει αυτούσια τα δύο αυτά πρώτα άλμπουμ των The Exploited, εμπλουτισμένα με εικοσιένα bonus tracks από ζωντανές ηχογραφήσεις, τα singles, radio edits και τραγούδια από τη συλλογή Oi! The Album.
Η ιστορία των The Exploited ξεκίνησε το 1979 στο Εδιμβούργο με πρωτοβουλία των Terry Buchan, ο οποίος πολύ σύντομα αντικαταστάθηκε από τον τραγουδιστή αδελφό του Walter David “Wattie” Buchan και τον ντράμερ Glen “Dru Sticks” Campbell, όπως και με την προσθήκη του κιθαρίστα Steve Hay “Hayboy” και του μπασίστα Mark Patrizio. Ο, όπως αποδείχτηκε, εμβληματικός για το γκρουπ Wattie κουβαλούσε εμπειρίες από την προγενέστερη κατάταξή του στο στρατό με θητεία στη Βόρεια Ιρλανδία, τις οποίες μετέφερε στη μουσική του γκρουπ και έκανε σαφείς «με το καλημέρα» στο Army Life EP (Αύγουστος 1980). Η συγκεκριμένη σύνθεση κέντρισε το ενδιαφέρον του δημοσιογράφου του Sounds Garry Bushell, ο οποίος τους ζήτησε να συμμετάσχουν στη θρυλική συλλογή Oi! The Album, μαζί με συγκροτήματα όπως οι Peter & the Test Tube Babies, Cockney Rejects, 4-Skins και Angelic Upstarts. Φυσικά, η μπάντα συμφώνησε, στέλνοντας τα τραγούδια Daily News και I Believe in Anarchy.
Το χαμηλού μπάτζετ ντεμπούτο ΕΡ τους που κυκλοφόρησε από την Exploited Record Company έμεινε επί ογδόντα εβδομάδες στο Independent Chart φτάνοντας ως το #6, ενώ το επόμενο επίσης επιτυχημένο Exploited Barmy Army (Νοέμβριος 1980) έφτασε στο #4, κρατώντας πολύ υψηλά τα στάνταρντ. Ήδη σε αυτό είχαν αποχωρήσει και αντικατασταθεί οι Hayboy και Patrizio από τους Gary McCormack και “Big” John Duncan, με τη σύνθεση αυτή να είναι η πιο χαρακτηριστική και η καλύτερη της ιστορίας της μπάντας. Το Μάρτιο του 1981 υπέγραψαν στην Secret Records που έδρευε στο Λονδίνο, μέσω της οποίας επανακυκλοφόρησαν άμεσα τα παραπάνω δύο πρώτα ΕΡ τους και τον Απρίλιο το Dogs of War που όχι μόνο έφτασε στο #2 του Independent Chart, αλλά μπήκε και στο National Chart (#63), αποτελώντας ουσιαστικά το εισιτήριο για εμφανιστούν μαζί με τους Discharge, Anti Pasti, Anti Nowhere League και Chron Gen στην sell-out περιοδεία Apocalypse Punk.
Έτσι έφτασαν στο ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο Punks Not Dead, του οποίου ο τίτλος είχε τη μορφή αντίδρασης σε όσους -κυρίως κριτικούς- πίστευαν και διέδιδαν ότι το punk rock ήταν ήδη τελειωμένο, σε αντίθεση με τα κυρίαρχα post punk και new wave. Παρακαλώ, μη θεωρήσετε αυτό ως ένα ακόμα ευφυολόγημα, που αποσκοπεί στο να οδηγήσει σε μια κατασκευασμένη αφορμή για να γραφτούν μερικές ακόμα αράδες σε μια δισκοκριτική. Όσοι έζησαν εκείνη την εποχή θυμούνται πολύ καλά ότι εκείνοι που απαξίωναν το punk ήταν μακράν περισσότεροι, όχι μόνο από τους επιφυλακτικούς σχετικά με το μέλλον του, αλλά ακόμα και από όσους το αγαπούσαν. Καλύτερα δε να μην αναφέρω κάποια ονόματα ακόμα και στη χώρα μας που επέμεναν δημόσια ότι ήδη αμέσως μετά το Real Life των Magazine έπνεε τα λοίσθια και ήταν ανάξιο λόγου. Το άλμπουμ κόστισε εξακόσιες λίρες, ηχογραφήθηκε σε τρεις μέρες και βγήκε στις προθήκες των δισκοπωλείων το Μάιο του 1981, δείχνοντας με εντυπωσιακό τρόπο τι σημαίνει εξαιρετική και οργισμένη για κάποιον σκοπό (καλό ή κακό, αυτό εναπόκειτο στην κρίση του κάθε ακροατή) μουσική. Έχοντας τη διανομή μιας «κανονικής» δισκογραφική εταιρείας, μόνο έκπληξη δεν ήταν που έφτασε στην κορυφή του Independent Chart και μέχρι το # 20 του National Chart, εν μέσω μάλιστα αμφισβήτησης του μουσικού αυτού είδους και παρά το συνακόλουθο «αποκλεισμό» από τα ευρείας εμβέλειας και κυκλοφορίας μέσα ενημέρωσης.
Στο άλμπουμ υπήρχαν οι προγενέστεροι ύμνοι Army Life, Exploited Barmy Army, Dogs Of War και I Still Believe in Anarchy, όπως και το Dead Cities (#4 στο Independent Chart και # 31 στο National Chart ), που έπαιξε η μπάντα στο Top Of The Pops. Η διάρκεια όλων των τραγουδιών του δίσκου κυμαινόταν στο αρχέτυπο συν - πλην δύο λεπτά, με εξαίρεση το Sex & Violence, που σίγουρα δε θα ήθελε να γνωρίζει ότι ακούτε ο μέλλων πεθερός σας, όπως συνέβη στην περίπτωση ενός καλού φίλου στη Θεσσαλονίκη! Ειλικρινά, δεν υπήρχε τραγούδι που να υστερεί, αλλά νιώθω την ανάγκη να ξεχωρίσω επίσης τα F@k the Mods που βασίζεται στο Jingle Bells (πάντως, εμένα μου άρεσαν πολύ και οι Mods), Crashed Out, Hitler’s on the Charts Again, Blown to Bits, Royalty, Dole Q, όπως και τη μόνη διασκευή του δίσκου που ήταν το περίφημο Mucky Pup των Puncture. Το πολύ περίεργο με το άλμπουμ αυτό ήταν το ότι στο εξώφυλλο δεν αναγραφόταν το όνομα του συγκροτήματος, αλλά αυτό δε μπόρεσε να αποτρέψει χιλιάδες τύπους από το να το γράψουν στις πλάτες των μαύρων δερμάτινων μπουφάν τους.
Οι The Exploited γνώριζαν μέρες πρωτοφανούς καταξίωσης κάνοντας μουσική που δεν υποστηριζόταν από το mainstream κοινό, έπαιξαν πάλι στο Top Of The Pops, κυκλοφόρησαν ανεπίσημα ένα 45’’ με τους Anti Pasti, ενώ πριν μπουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του επόμενου δίσκου αποχώρησε ο ντράμερ Dru Sticks, για να αντικατασταθεί από τον Danny Heatley (The Satellites). Το Troops of Tomorrow, που κυκλοφόρησε το Μάιο του 1982, έφτασε στην κορυφή του UK Independent και στο #17 του National Chart, πήρε το όνομά του από το τραγούδι των The Vibrators. Μάλιστα, η πολύ προσεγμένη παραγωγή του Tony Spath (10cc, The Defects) οδήγησε αρκετούς να υποστηρίξουν ότι ο δίσκος αυτός ήταν καλύτερος του ντεμπούτου. Ο Heatley, ο οποίος λόγω προβλημάτων με το νόμο αποχώρησε σύντομα και αντικαταστάθηκε από τον Steve Roberts (UK Subs, Cyanide), έπαιξε στο υπέροχο Germs και το Sid Vicious Was Innocent, ενώ ο Duncan έφυγε κι αυτός από τη μπάντα. Στο άλμπουμ αυτό, όπου οι metal επιρροές ήταν εμφανέστερες, υπήρχε το επικό και αξεπέραστο (μαζί με το Beat The Bastards) USA, όπως και τα εξαιρετικά Jimmy Boyle, Alternative (remix), UK 82, Attack, They Won’t Stop και Disorder, που διασκεύασαν στη συνέχεια οι Slayer με τον Ice T. Το φερώνυμο του τίτλου πεντάλεπτο τραγούδι μόνο τους The Exploited δε θύμιζε, αφού ήταν κυρίως ατμοσφαιρικό και επιβλητικό. Από τα bonus κομμάτια, ξεχώριζαν το πολύ καλό Computers Don’t Blunder και Addiction.
Το Punks Not Dead / Troops of Tomorrow περιλαμβάνει όλες τις πρώτες και σαφέστατα καλύτερες ηχογραφήσεις του συγκροτήματος κατά το χρονικό διάστημα 1980-1982. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι The Exploited συνέχιζαν να παραμένουν ζωντανοί, αποδεικνύοντας κατά το μέρος που τους αναλογεί σε όλους τους δύσπιστους ότι το punk όχι μόνο δεν πέθανε τότε, αλλά εξακολουθεί να ζει και βασιλεύει.