Όταν το κοινό μυαλό φέρνει στο νου τη Βραζιλία, πιθανότατα να σκέπτεται κυρίως χαρωπές έννοιες όπως ξέφρενη σάμπα, καρναβάλι, ατελείωτες παραλίες, ποδοσφαιριστές που “μιλάνε” στη μπάλα , αλλά και φαβέλες και ακραίες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Η Dillon κατάγεται μεν από τη Βραζιλία, αλλά η μουσική της δεν ανταποκρίνεται σε κανένα από τα παραπάνω “εθνικά” χαρακτηριστικά. Βλέπετε, στην τρυφερή ηλικία των 4 ετών η Dominique Dillon De Byington (όπως είναι το πλήρες όνομά της) μετοίκησε μαζί με τη μητέρα της στην Κολωνία της Γερμανίας, όπου και έμεινε μέχρι τα 20 της χρόνια. Στο Βερολίνο βρήκε το δημιουργικό της παράδεισο, αν και είχε ήδη προλάβει να κυκλοφορήσει ένα single και να περιοδεύσει ανά τη Γερμανία με τη all-female οικογενειακή lo-fi μπάντα των Jolly Goods. Στο μεταξύ ξεδίπλωνε τις μουσικές αρετές της στο Youtube αλλά, παρά την παραπάνω από θετική ανταπόκριση, εκείνη, ως πνεύμα ανικανοποίητο, ξεκίνησε να σπουδάζει φωτογραφία.
Η φωτογραφία την ώθησε να αναλάβει ολόκληρο το σχετικό εικαστικό για το πρώτο της άλμπουμ This Silence Kills, που είδε το φως του ήλιου το 2011 υπό εξαιρετικών κριτικών. Ο τίτλος πιθανότατα αναφέρεται στη γενεσιουργό αιτία της μουσικής της, μια εσωτερική ανάγκη να βγει από μέσα της η έκφραση και η συναισθηματική ένταση. Και για εκείνη είναι οπωσδήποτε μία μοναχική διαδικασία. Όπως είχε δηλώσει κάποτε σε μία συνέντευξη, “Η συγγραφή ενός τραγουδιού μοιάζει σαν να κάνεις εμετό για 20 λεπτά: βγάζεις ό,τι έχεις μέσα σου και κατόπιν βλέπεις τι βρίσκεται εκεί μέσα [και το επεξεργάζεσαι].” Προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσουν το ύφος της, οι κριτικοί της εποχής κατέφυγαν σε mashup χαρακτηρισμούς όπως “indie οπερέτα” ή “chanson pop”. Η ίδια θεωρεί ότι φτιάχνει απλώς ηλεκτρονική μουσική, όμως είναι αλήθεια ότι στα αρχικά της βήματα τα ηλεκτρονικά χρησιμοποιούνταν κυρίως ως γαρνιτούρα στη φωνή και το πιάνο της.
Το επόμενο άλμπουμ της άργησε τρία χρόνια να έρθει. Το The Unknown, παρά το όνομά του, δεν εξερευνεί κάποια άγνωστα ως τότε σε εκείνη μουσικά μονοπάτια. Ίσως με μία ανεπαίσθητα εκτενέστερη χρήση των ηλεκτρονικών περισσότερο κεφαλαιοποιεί πάνω στον βασικό ήχο της, το πιάνο και κυρίως τη φωνή της. ‘Άλλωστε, όπως λέει και η ίδια: “Σκέφτομαι τη μουσική μου ως μονόλογο - βασικά μιλάω για να με ακούσω“. Σαν να αντιμετωπίζει τη μουσική της ως ακροάτρια, ακόμη και όταν (ή μάλλον, ειδικά όταν) βρίσκεται στη σκηνή. Το να μιλάει για τον εαυτό της και να γράφει θλιμμένα (ας τα πούμε προς το παρόν “μη χαρούμενα”) κομμάτια φαντάζει σχεδόν προαπαιτούμενο. Η διαδικασία του δίσκου σημαδεύτηκε από ένα βαρύ writer’s block και ψυχολογική κατάπτωση εξαιτίας των πρώτων μεγάλων tours που έκανε. Θα μπορούσε να εξωτερικεύσει με αυτόν τον τρόπο τα συναισθήματά της αν βρισκόταν στη Βραζιλία και όχι στο πολυπολιτισμικό Βερολίνο; Πιθανότατα όχι, αλλά αυτό μόνο να το υποθέσουμε μπορούμε.
Αν χρησιμοποιούσε περισσότερο την Γερμανική ως γλώσσα έκφρασης (κάτι που στιγμιαία κάνει στο Lullaby), ο τίτλος του τρίτου και πιο πρόσφατου ολοκληρωμένου δίσκου της θα μπορούσε να φέρει διττή σημασία (Kind: “καλός”, “ευγενικός” στα αγγλικά, “παιδί” στα γερμανικά). Και κατά μία έννοια, η μουσική της και (σαφέστατα) ευγενής είναι και διατηρεί την παιχνιδιάρικη διάθεση της εκφοράς της ακόμη και μέσα στη μελαγχολία της ερμηνείας της. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία κάνουν εντονότερη την παρουσία τους εδώ, σε σημείο που το άκουσμα μοιάζει με Bjork στο πιο γήινο και εσωτερικό. Η ίδια πάντως περιγράφει το αποτέλεσμα ως “ζεστό” σε σχέση με τα προηγούμενά της - πρόκειται άλλωστε για ένα άλμπουμ με κεντρική θεματική την αγάπη, ίσως όχι απαραίτητα προς ένα άλλο άτομο, αλλά την αγάπη ως αφηρημένη και οπωσδήποτε κινητήριο έννοια.
Ερχόμενοι στο παρόν, αφορμή για την εμφάνισή της την 9η Οκτωβρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσός” υπήρξε το φετινό (ψηφιακό μόνο) ΕΡ της When Breathing Feels Like Drowning. Εσωτερικότητα στα όρια της κατάθλιψης αλλά και της κάθαρσης, πιάνο και φωνή απογυμνωμένα από στουντιακά φτιασίδια, πηγαίες ερμηνείες, διασκευές σε άλλους αλλά και στον εαυτό της, απρόσμενες που όμως δεν ήρθαν και από το πουθενά. Στην παρουσίαση του ΕΡ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλώνει ξεκάθαρα: “Αυτό (σ.σ. το ΕΡ) είμαι εγώ όταν έχει ησυχία. Αυτό είμαι εγώ όταν είμαι μόνη.” Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του, η Dillon κάνει μερικές σόλο εμφανίσεις στην Ευρώπη με μόνη συνοδεία το πιάνο της. Την Τετάρτη 9/10 θα έχουμε και εμείς στην Αθήνα την ευκαιρία να μας καλέσει στον μοναχικό κόσμο της. Κι εκείνη θα ακούει όπως κι εμείς, να είστε σίγουροι.