Οι Waterboys, παρότι για μεγάλα διαστήματα υπήρξαν one man show υπόθεση του Mike Scott, ήταν ανέκαθεν μια κατεξοχήν live μπάντα. Αυτό συνέβαινε πιθανότατα γιατί ο Scott είχε (και έχει) την ικανότητα και την οξυδέρκεια να επιλέγει τους κατάλληλους μουσικούς ανά εποχή για να το συνοδεύσουν στο δρόμο. Ενόψει, λοιπόν, της επερχόμενης εμφάνισης των Waterboys στο Ηρώδειο (22 Ιουνίου 2023) ξαναθυμόμαστε μερικές από τις συναυλίες τους στην Αθήνα βασιζόμενοι στις προσωπικές μας μνήμες αλλά και σημειώσεις (ναι!) που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
(Το poster της συναυλίας του 2006)
Gagarin 205, 9/4/2006
Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια από τη συναυλία των Waterboys στο Ρόδον, όταν το γκρουπ επέστρεψε στην Αθήνα για να εμφανιστεί αυτή τη φορά στο Gagarin (μιας και το Ρόδον είχε κλείσει οριστικά την προηγούμενη χρονιά). Η εικόνα ενός κατάμεστου χώρου μας προετοίμαζε για μια βραδιά γεμάτη ιδρώτα, θα φρόντιζε άλλωστε για αυτό η μπάντα. Ίσως καμία άλλη λέξη εκτός από το “πανηγύρι” δεν θα μπορούσε να εκφράσει παραστατικότερα αυτό που συνέβη το βράδυ εκείνης της Κυριακής στο Gagarin.
Ο Mike Scott ξεπρόβαλε αειθαλής όπως πάντα στη σκηνή με μια ακουστική κιθάρα και, συνοδεία πλήκτρων αλλά χωρίς κλαρίνο (κρατήστε αυτήν την παρατήρηση για ένα χρόνο αργότερα), οι πρώτες νότες του συγκλονιστικού The Return of Pan από το 1993 έκαναν πολλούς να αναριγήσουν. Και αυτό ήταν μόλις το πρώτο highlight από τα πολλά της βραδιάς. Για το πρώτο κομμάτι του live το συγκρότημα επέλεξε μια κατά βάση ακουστική απόδοση των συνθέσεων, ακολουθώντας την λογική της πιο πρόσφατης -τότε- κυκλοφορίας του Universal Hall (2003), που σταδιακά έδωσε τη θέση του σε κιθαριστικές κορυφώσεις.
Ο Σκοτσέζος Scott προφανώς ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς αλλά δεν ήταν ο μοναδικός. Δίπλα του ήταν ο καταπληκτικός Ιρλανδός βιολιστής Steve Wickham, ο μουσικός που επηρέασε καταλυτικά τον ήχο της μπάντας από τα μέσα των 80s με το χαρακτηριστικό παίξιμο του στο fiddle. Ο Wickham είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους κορυφαίους rock βιολιστές στον κόσμο και είναι πραγματικά απολαυστικό να τον βλέπεις να παίζει live (για να το πούμε ξεκάθαρα: αν δεν τον έχετε δει ζωντανά απλώς μη χάσετε την ευκαιρία!). Με την ευλυγισία πρασινοντυμένου ξωτικού και το πάθος punk κιθαρίστα, εντυπωσίασε στις ατομικές του στιγμές (λέγε με και solo). Ένα στιγμιότυπο κατά τη διάρκεια της βραδιάς υπήρξε χαρακτηριστικό. Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα στην ηλεκτρική κιθάρα του Scott και χρειάστηκε να την αντικαταστήσει, μια διαδικασία κάπως χρονοβόρα καθώς έπρεπε στη συνέχεια να κουρδιστεί η δεύτερη κιθάρα. Ο Wickham βλέποντας το κενό που δημιουργούταν αποφάσισε αυθόρμητα να παίξει ένα σκοπό στο βιολί που σταδιακά συντονίστηκε με τα ρυθμικά χειροκροτήματα του κοινού, το οποίο εν τέλει κατάφερε να σηκώσει στο πόδι! Κάπως έτσι ο δεξιοτέχνης Wickham όχι μόνο κάλυψε το νεκρό χρόνο αλλά μια αμήχανη κατάσταση τη μετέτρεψε σε μια αξέχαστη στιγμή.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως το συγκρότημα «ζωγράφιζε» ζωντανά παρότι πέραν των δυο προαναφερόμενων σταθερών μελών αποτελούταν από session μουσικούς. Η ενέργεια ξεχείλιζε και από τα υπόλοιπα μέλη, με χαρακτηριστική έκφανσή της το συνεχές headbanging του μακρυμάλλη πληκτρά Richard Naiff. Ακόμη και το κλείσιμο κάποιων πιο δυναμικών τραγουδιών με το αλματάκι των μελών εν είδη classic rock συγκροτημάτων υπερτόνισε αυτή τη διάθεση. Το αποτέλεσμα ήταν ένα συναρπαστικό live όπου, όπως αναμενόταν, το θερμότερο χειροκρότημα εισέπραξαν το αξεπέραστο Fisherman’s Blues, το κλασικό Whole of the Moon και το έπος The Pan Within, η διάρκεια του οποίου ξεπέρασε τα δέκα λεπτά, με τον Scott να το διανθίζει με διάφορα γνωστά riff-ακια. Στο Red Army Blues, άλλη μια μεγάλη στιγμή, ταυτιστήκαμε με την ιστορία του Ρώσου στρατιώτη, και κάναμε αναπόφευκτα τις αναγωγές μας στη σύγχρονη εποχή. Αντίθετα, με το Medicine Bow δόθηκε η ευκαιρία για ξέφρενο χορό.
Ο Mike Scott ήταν ιδιαίτερα σεμνός και λιγομίλητος αλλά όχι ντροπαλός απέναντι στο κοινό του. Προτίμησε να αφήσει τους στίχους, τη μουσική του, τις εκφράσεις του και το συγκρατημένο του χαμόγελο να μιλήσουν γι’ αυτόν. Στα πιο συναισθηματικά τραγούδια παρέσερνε με την παραστατική ερμηνεία του. Στις πιο folk στιγμές της συναυλίας, όπου το fiddle και οι μοντέρνες παραλλαγές του αναλάμβαναν σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο, η συναυλία ελάμβανε διαστάσεις ιρλανδέζικου πανηγυριού πάνω και κάτω από τη σκηνή. Το συγκρότημα δεν ήταν μόνο άψογα ενορχηστρωμένο, αλλά και κυριολεκτικά χορογραφημένο. Οι στροφές των μουσικών γύρω από τους εαυτούς τους και τα συνεχή χαμόγελα-απόρροια των αντιδράσεων του κοινού έδειχναν πως αν μη τι άλλο το συγκρότημα διασκέδαζε μαζί μας και δεν διεκπεραίωνε απλώς μια ακόμη συναυλιακή υποχρέωση. Ο μπασίστας Steve Walters με τα κοντοκουρεμένα rasta θαρρείς πως ήρθε απευθείας από την Τζαμάικα με το seriously relaxed ύφος του και την τσίχλα που μασούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Όσο για τον drummer, το επίθετό του (Carlos Hercules) δήλωνε αυτό που φαινόταν στη σκηνή: δυνατός, χαλαρός και θηριώδης σε όγκο – ογκωδέστερος σίγουρα του drum kit του!
(Εισιτήριο από το live του 2006)
H μπάντα εν τέλει ξαναβγήκε στη σκηνή εισακούοντας τις θερμές ιαχές και τα ποδοβολήματα του κοινού, για να μας παίξουν - κατά δήλωση του Mike Scott - κάτι «απροβάριστο». Πέρασαν κάποια λεπτά μέχρι ο ηγέτης των Waterboys να υποδείξει στους μουσικούς του ποιο θα είναι αυτό το τραγούδι, και φρόντισε να διαψεύσει όσους περίμεναν κάτι πιο ήρεμο για κλείσιμο. Το Be My Enemy αποδόθηκε ως ένα σχεδόν punk όργιο με ένα απολαυστικό solo από τον εκπληκτικό Wickham.
Φεύγοντας από το Gagarin δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι είχαμε παρακολουθήσει ένα από τα κορυφαία live όχι μόνο της χρονιάς αλλά γενικότερα εκείνης της περιόδου!
Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη, 8/6/2007
Ένας μόλις χρόνος είχε περάσει από την προηγούμενη εμφάνιση των Waterboys στην Αθήνα και, πλέον σε εντελώς καλοκαιρινό σκηνικό, η συναυλία τους στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα ήρθε να επιβεβαιώσει δύο τινά: την αγάπη του ελληνικού κοινού προς την μπάντα του Mike Scott, αλλά και την ανταπόδοσή της από τον ίδιο τον ηγέτη των Waterboys. Η μίνι ελληνική περιοδεία (σε Ηράκλειο, Αθήνα & Θεσσαλονίκη) ήταν πρακτικά ξέχωρη από το υπόλοιπο tour schedule, κάτι που φυσικά λέει πολλά και τίποτα μαζί. Τα δέντρα που κοίταζαν τον ουρανό και η μαγευτική ημισέληνος τράβηξαν την προσοχή του και μας προέτρεψε να αφουγκραστούμε κι εμείς τα καλέσματα της Γης και της Φύσης. Μιας και το Book Of Lightning ήταν εκείνη την εποχή η αφορμή της περιοδείας, ακούσαμε αρκετά κομμάτια μέσα από αυτό. Με αρχή το The Crash Of Angel Wings και το Glastonbury Song, ο Mike Scott μάς καλωσόρισε. Ή μήπως εμείς τον καλωσορίσαμε; Ο υποβλητικός χώρος, με το βουνό στο φόντο και τα πανύψηλα δέντρα να ορθώνονται ψηλότερα από το υψηλότερο επίπεδο των κερκίδων του θεάτρου, τον μάγεψε και αναφέρθηκε κάποιες φορές στην αύρα τους.
Η ελαφρώς υποτονική αρχή με τα πολλά καινούργια κομμάτια, τα οποία διεμβολίζονταν από άλλα παλιότερα και πιο αγαπημένα, δούλεψε εξαιρετικά στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας για το ανέκαθεν ονειρικό Whole Of The Moon, όπου ο κόσμος συμμετείχε με όλη του την καρδιά. Ας μην ξεχάσουμε βεβαίως και τη μαγευτική εκτέλεση του Peace Of Iona… Το The Pan Within αποτέλεσε άλλο ένα αναμενόμενο fan favourite, σε μια ελαφρώς δυνατότερη εκτέλεση, όπου κυριάρχησε όπως πάντα το fiddle του Steve Wickham. Κάπου εκεί «εγώ κι ο φίλος μου θα σας παίξουμε ένα jig». Ο Mike Scott στο πιανάκι και ο Wickham στο fiddle έπιασαν μια ιρλανδοπρεπή μελωδία, για να μας εισάγουν στο When Will We Be Married. Κάπου εκεί άναψε το φυτίλι, για να ξεκινήσει και επισήμως το πανηγύρι πάνω και κάτω από τη σκηνή – και για να σταματήσουν οι φωνές που ζητούσαν παραγγελιές στο ζωντανό jukebox (ακόμη θυμόμαστε τον φίλο που ζητούσε φορτικά σε όλο σχεδόν το live το Too Close To Heaven!!). Μεγαλειώδεις στιγμές ζήσαμε στο επικό Red Army Blues, όπου ναι μεν δεν είχαμε σαξόφωνο (αυτό αντικαταστάθηκε επάξια από το βιολί του Wickham), αλλά το συναίσθημα ξεχείλιζε και οι ανατριχίλες διαπερνούσαν τη ραχοκοκαλιά – «I used to love my country…» τραγουδούσε ο Scott, «me too!» ανταπαντούσε η φωνή κάποιου που προφανώς ταυτίστηκε με τον αντιήρωα του τραγουδιού. Το διδακτικό Sustain και ιδιαίτερα το σημείο με το βιολί και τα πλήκτρα στη μέση του ταίριαξε με την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα, και το οργιαστικό Be My Enemy έδωσε την ευκαιρία για λίγο χτύπημα ακόμη.
(Εισιτήριο από το live του 2007)
Όταν το Medicine Bow έκλεινε δυναμικά το κανονικό σετ, κανείς δεν ήθελε να φύγει από τη θέση του (άλλωστε η προαιώνια rock n roll φιλοσοφία επιτάσσει το encore). Εξάλλου, έλειπε το Fisherman’s Blues, μόνιμο στάνταρ και αγαπημένο. Έλειπε όμως και κάτι άλλο, που δεν είχαμε υπολογίσει. Ο Mike Scott βγήκε μόνος του στη σκηνή και προλόγισε την είσοδο του Αντώνη Γερογιάννη ο οποίος θα τον συνόδευε στο κλαρίνο: Ο Θεός Πάνας ζωντάνεψε και επέστρεψε μπροστά στο εθνικά υπερήφανο αθηναϊκό κοινό, σε μια εξυψωτική και ανατριχιαστική εκτέλεση, με πρωταγωνιστή φυσικά τον βουκολικό ήχο του κλαρίνου. Όπως μπορείτε να δείτε στο σχετικό βίντεο, το εκστασιασμένο κοινό επιδοκίμασε πηγαία και άκρως ελληνικά! Δεύτερο encore ακολούθησε, όπου πλέον το Fisherman’s Blues στην κλασική, μακροσκελέστερη live εκτέλεσή του έδωσε το τέλος στη βραδιά. Όχι όμως πριν πει το οριστικό «αντίο» ο Mike Scott: ενθουσιασμένος από τις επευφημίες, πρότεινε να παίξουν άλλο ένα κομμάτι, που ήταν ένα κλασικό rock n roll medley στα Blue Suede Shoes / Hound Dog. Εκεί τελείωσε το πάρτυ, μετά από περίπου δύο ώρες ταξιδιού στα καταπράσινα λιβάδια της Ιρλανδίας και - γιατί όχι - στα τρίσβαθα της ψυχής του Mike Scott.
Piraeus 117 Academy, 21&22/11/19
Οι Waterboys ήρθαν ξανά στη χώρα μας το 2019 για μια διπλή μάλιστα εμφάνιση στο (παλιό) ιδαίτερα ευρύχωρο Academy της Πειραιώς και για ακόμα μια φορά υπήρξαν απολαυστικοί! Τι κι αν πέρασαν 12 χρόνια από την τελευταία τους επίσκεψη, μόνο γερασμένοι και παρωχημένοι δεν εμφανίστηκαν επί σκηνής. Ο μέγας Mike Scott έχει ένα μοναδικό χάρισμα να στήνει καταπληκτικά live έχοντας κάθε φορά διαφορετικούς μουσικούς (με εξαίρεση τον απίθανο Steve Wickham), δίχως να έχει κυκλοφορήσει κάτι πραγματικά σπουδαίο από το τέλος των 80s και μετά (τα τέσσερα πρώτα τους άλμπουμ τα έχουμε στο εικονοστάσι…). Εμείς βρεθήκαμε στη δεύτερη βραδιά και δεν το μετανιώσαμε καθόλου!
Στην προκειμένη πείσταση το σχήμα με τους καραφλομαλλιάδες μουσικούς (που έφερναν λίγο σε Dubliners…) δούλεψε άψογα με τη συναυλία να εξελίσσεται σε ένα υπέροχο πάρτι με άψογη ροή. Ο Scott δεν δίστασε καθόλου να τοποθετήσει δυο από τις διασημότερες συνθέσεις του, το Fisherman’s Blues και A Girl Called Johnny στην αρχή του set. Όπως δεν είχε κανένα ενδοιασμό να παίξει κάμποσα κομμάτια από τα τρία πιο πρόσφατα και λιγότερο δημοφιλή άλμπουμ της μπάντας ανακατεμένα με έπη σαν το Medicine Bow και το This Is The Sea. H κορύφωση ωστόσο ήρθε με την ανεπανάληπτη ξεχειλωμένη εκτέλεση του We Will Not Be Lovers (το δίδυμο Scott – Wickham έδωσε ρέστα), που την ακολούθησε η καθηλωτική απόδοση του αριστουργηματικού Pan Within (με λίγο από Return of Pan στην εισαγωγή), που παίχτηκε ακουστικά ειδικά για εμάς. Το θριαμβευτικό φινάλε ήρθε με το αναμενόμενο αλλά και απαραίτητο The Whole of the Moon.
Κι εκεί που αναρωτιόμασταν αν ο δαιμόνιος Σκοτσέζος θα μας κρατούσε και κάποια άλλη έκπληξη, εμφανίστηκε ξανά στη σκηνή, άρπαξε την κιθάρα του και ξεκίνησε εντελώς απρόσμενα το riff-ακι του Jumpin' Jack Flash, το οποίο εξελίχτηκε σε ένα rock & roll όργιο με τη συνοδεία φυσικά και της υπόλοιπης μπάντας. Ένα από τα εντυπωσιακότερα κλεισίματα συναυλίας που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια!
Φεύγοντας ήδη σκεφτόμασταν την επόμενη συναυλία των Waterboys. Μακάρι ο θεός Πάνας να βάλει… το πόδι του!
Επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος - Μιχάλης Κουρής
* Κάποια αποσπάσματα του κειμένου είχαν δημοσιευτεί στα αντίστοιχα live reviews του Μιχάλη Κουρή στο πάλαι ποτέ soundmag.gr. Στον ίδιο ανήκουν τα σχετικά βίντεο και οι φωτογραφίες.