“Musicians are there in front of you, and the spectators sense their tension, which is not the case when you're listening to a record. Your attention is more relaxed. The emotional aspect is more important in live music” Brian Eno.
18 Σεπτεμβρίου 2019, μετά από 2 αγχωτικές ημέρες κατάφερα να κλείσω δύο εισιτήρια για την συναυλία των Green Day (με Fall Out Boy & Weezer στο Hella Mega Tour) στο London Stadium για τις 26 Ιουλίου του 2020. Αρχικά συμμετείχα σε μια σειρά προτεραιότητας από τις 16 του μήνα η οποία κατέληξε σε ένα παράθυρο 5 λεπτών που έπρεπε να αποφασίσω χωρίς πληροφόρηση αν θα κρατήσω τα εισιτήρια ή όχι. Χωρίς πολύ σκέψη λοιπόν το έκανα.
Έτσι, ένας πάντα σημαντικός «τουριστικός» και μουσικός προορισμός έγινε και συναυλιακός, φέρνοντας στη μνήμη δεκάδες συναυλίες σε μικρά και μεγάλα venues το 1995-96. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχα οργανώσει τα αεροπορικά, τη διαμονή ακόμα και το πρόγραμμα των ημερών που θα κατέληγε στο μεγάλο γεγονός. Στη συνέχεια ξεκίνησε η περίοδος αναμονής/προσμονής για την αναχώρηση και ένα μεγάλο συναυλιακό καλοκαίρι (με Red Hot Chili Peppers κλπ.).
Σταδιακά και χωρίς να το καταλάβω και πολύ καλά, φτάνουμε στις 11 Μαρτίου 2020 (3 μήνες πριν την συναυλία και το ταξίδι) να ζούμε την εποχή του Covid19 ή Κορονοϊού ή Κοροναϊού ή Lockdown ή περίπου μια Post-Apocalyptic κατάσταση που βλέπαμε μόνο σε ταινίες. Αν και μου πήρε αρκετό καιρό να το χωνέψω, τελικά μέχρι τις αρχές Μαΐου ήταν ξεκάθαρο ότι η πραγματοποίηση του ταξιδιού ήταν ουτοπία και έτσι ακυρώθηκαν αεροπορικά και διαμονή. Στις 10 Ιουνίου έφτασε και η αναβολή της συναυλίας για τις 25 Ιουλίου του 2021.
Θα είναι άραγε το ίδιο; Η προσμονή; Η λαχτάρα; Οι απαιτήσεις; Θα υπάρχει φόβος; Θα είμαστε ασφαλείς; Μήπως ξαναφτάσουμε σε μια παρόμοια κατάσταση;
Όλα αυτά τα ερωτήματα πηγαινοέρχονται συνεχώς… και σε συνδυασμό με την έλλειψη συναυλιών που δεν είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, αποφάσισα να κάνω ένα (μπορεί και δύο) βήματα πίσω και να προσπαθήσω να βρω τι είναι αυτό που ξεχωρίζει στα live. Τι αποζημιώνει και τι απογοητεύει; Τελικά γιατί ο καθένας έχει εντελώς διαφορετική αντίληψη της ίδιας συναυλίας;
Είναι πολύ διαφορετική και σημαδιακή η εμπειρία της πρώτης “rock” συναυλίας. Για μένα ήταν νομίζω στο Ρόδον, οι Inspiral Carpets στις 19/5/1991. Νυχτερινό ταξίδι από Θεσσαλονίκη με τον «καρβουνιάρη», πρωινή γύρα στα Happening, Metropolis & 7+7 με πολλές γεμάτες (πλαστικές) σακούλες βινυλίων. Εποχές που οι συναυλίες ήταν σπάνιες και πολύ ξεχωριστές. Μπορεί ο ήχος να ήταν μέτριος, τα περισσότερα τραγούδια άγνωστα σε μένα αλλά ήμουν εκεί και οποιεσδήποτε συνθήκες να επικρατούσαν, είναι το πρώτο, και για αυτό, σημαντικό live. Πολύ μεγάλη η επιρροή του, στην εποχή του “Manchester” και χάραξη πορείας προς indie προορισμούς και μουσικές.
Ακολούθησε λίγο αργότερα, μια πολύ σημαντική χρονιά (1995-'96) με συνεχείς συναυλίες στο Λονδίνο. Σε μια εποχή που η μουσική παραγωγή ήταν στο μέγιστο βαθμό παραγωγικότητας και δημιουργικότητας. Gigs σε venues του ULU των 200 ατόμων, συναυλίες στο Wembley Arena, στο Electric Ballroom, στο Brixton Academy σε 15μερη βάση. Η χαρά/ανεμελιά και η ευκολία των φοιτητικών χρόνων.
Σίγουρα η εγκατάσταση στην Αθήνα έφερε τις ζωντανές «παραστάσεις» πιο κοντά. Τα πρώτα RockWave που ξεκινούσαμε μετά τη δουλειά στις 15:00 το μεσημέρι για να απολαύσουμε τραγουδοποιούς και μπάντες που αλλιώς έπρεπε να πάμε στο Glastonbury, στο Isle of Wight ή στο Reading, είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σημεία όπως η ανεπανάληπτη Φρεαττύδα, ο απλωτός Αγ. Κοσμάς και το απρόσωπο Ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ. Μέχρι να οριστικοποιηθεί η απόμακρη και κουραστική Μαλακάσα με το TerraVibe, το 2004.
Κάθε χρόνο πλέον (εκτός από την χρονιά του κορονοϊού) έχουμε αρκετές συναυλίες και επιλογές από διαφορετικά μουσικά ρεύματα και είδη. Μέσα όμως σε αυτή την συναυλιακή ξηρασία του φετινού καλοκαιριού, που με υποχρέωσε σε σοβαρή μουσική σκέψη, θα ξεχωρίσω ορισμένους παράγοντες που επηρεάζουν την «ζωντανή» εμπειρία.
- Ίσως το πρώτιστο, είναι το είδος της μουσικής, αν και σήμερα πλέον δεν ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε τέτοιους διαχωρισμούς. Η «ροκ» ίσως είναι η κατ’ εξοχήν καταιγίδα που λαμβάνει τις πραγματικές της διαστάσεις σε μια ζωντανή παράσταση. Φυσικά αρκούν λίγα φώτα, ενισχυτές, ντραμς και μια, όχι πάντα ηλεκτρική, κιθάρα. Αν κάποιος είχε την τύχη να απολαύσει τον David Byrne, (solo & acoustic) στον Μύλο της Θεσσαλονίκης το 1995 θα θυμηθεί ότι δεν χρειάζεται πάντα φασαρία και τζαμάρισμα για να γίνει η απογείωση.
- Η παρέα… πρέπει να είναι συντονισμένη και αφοσιωμένη. Ακόμα και αν οι άγνωστοι γύρω σου έχουν έρθει μόνο για το ένα hit (βλέπε Saturn 5), είναι ικανοί να χαλάσουν την αίσθηση της αγέλης/ομάδας που περιμένεις. Παρέα υποχρεωτικά γίνονται και οι άμεσα διπλανοί που μπορεί να μην ξέρουν τα λόγια (aka lyrics), να έχουν καλύτερη φωνή ή ακόμα και να τους έσυραν μέχρι δίπλα μου οι υπόλοιποι της δικής τους παρέας με την υπόσχεση ενός after … (και δεν τελειώνει πουθενά). Πάντα έχω σαν κομμάτι της όλης «παράστασης» τους υπόλοιπους που κινήσαμε μαζί. Παράλληλα όμως, αξέχαστες μου μένουν και οι δύο συναυλίες που έχω ξεκινήσει εντελώς μόνος.
- Η προσμονή για το τελικό αποτέλεσμα… θα ξεκινήσω από αρνητικά αποτελέσματα όπως ήταν για μένα οι REM στον Αγ. Κοσμά το 1999. Δίψα και λαχτάρα για ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα των φοιτητικών χρόνων και ΤΕΡΑΣΤΙΑ απογοήτευση από το υποτονικό και άνευρο παίξιμο χωρίς τραγούδια ορόσημα του group. Παρόμοια και η αίσθηση στην Florence + The Machine στο Ηρώδειο. Βέβαια υπάρχει και η συναυλία που αναμένεις από τότε που έψαχνες τα βινύλια στα υπόγεια δισκάδικα και δεν περίμενες ποτέ να ακούσεις ζωντανά γιατί δεν είναι πολύ της μόδας, όπως οι PIXIES το 2004 στη Μαλακάσα. Παρομοίως, είναι τεράστια η ικανοποίηση εκεί που δεν το περιμένεις και ξεκινάς λίγο για την παρέα, λίγο αγγαρεία, λίγο από συνήθεια, λίγο η εξερεύνηση του αγνώστου… όπως οι James στον Λυκαβηττό το 2001, που λες και έπαιζαν «παραγγελιές» με τρομερή ενέργεια, ο David Byrne (ανεπανάληπτος όπως παραπάνω) και oι Radio Birdman (βλέπε κριτική συναυλίας). Τελικά ανατρέπεται όλη η κοσμοθεωρία για τους τραγουδιστές και τα συγκροτήματα που μέχρι τότε νομίζεις ότι εκτιμάς.
- Ο τόπος, ανοιχτός, κλειστός, στάδιο, παλιό σινεμά ή θέατρο, πολυχώρος, το σοκάκι μιας Χώρας στις Κυκλάδες… πάντα έχει άμεση και αμφίδρομη σχέση με την μπάντα. Διαμορφώνει την αίσθηση της μουσικής αλλά και το vibe που λαμβάνει το κοινό. Οι μικροί/περιορισμένοι χώροι δίνουν μια οικογενειακή-φιλική ατμόσφαιρα. Αντίθετα τα μεγάλα στάδια ή ανοιχτοί χώροι αφήνουν μια πιο «επική» εμπειρία. Δεν υπάρχει πρόσημο σε αυτές τις περιπτώσεις. Κάθε φορά το «δέσιμο» με τους υπόλοιπους παράγοντες είναι διαφορετικό.
- Τέλος, το ταξίδι… δεν μπορώ να αφήσω έξω την διαδρομή Αθήνα-Μαλακάσα και αυτοκίνητο-είσοδος συναυλιακού χώρου. Εννοώ την πορεία προς το τελικό αποτέλεσμα που όσο πιο δύσκολη είναι, τόσο αυξάνει την ικανοποίηση. Βροχές, περπάτημα, κρύο, ζέστη, μέσα μαζικής μεταφοράς, παρκάρισμα, τρένα, πλοία, αεροπλάνα... Αστάθμητοι παράγοντες και μικρο-ταλαιπωρίες που δεν σε αφήνουν αδιάφορο. Κάπως έτσι περίμενα ότι στα μέσα Αυγούστου θα αναμόχλευα τις αναμνήσεις από London Stadium και θα προσπαθούσα να τις καταγράψω για κάθε ενδιαφερόμενο (to whom it may concern). Πάντως είναι ανεξίτηλη η πορεία για την ακυρωμένη συναυλία των Depeche Mode στην Μαλακάσα το 2009 μέσα στο λιοπύρι όπως και η αντίστοιχη το 2017 μέσα στη λάσπη, το κρύο και την ελαφρά βροχή (Μάιο μήνα) με δύο μικρά παιδιά στην πρώτη τους rock’n’roll βόλτα.
Είναι ατελείωτος ο κατάλογος με τις αναμνήσεις που συνδυάζουν όλα τα παραπάνω. Κάθε φορά είναι σίγουρα μοναδική ακόμα και αν παρακολουθήσεις την ίδια συναυλία ξανά & ξανά… όπως και στο θέατρο, κάθε παράσταση ξεχωρίζει και εκπέμπει διαφορετικά ανάλογα με το κοινό, τον χώρο, τον χρόνο ακόμα και τον καιρό. Ίσως ένα μέτρο «συναυλιακότητας» να είναι αυτή η αίσθηση μόλις τελειώσει και το encore, που θέλεις πάντα άλλο ένα τραγουδάκι, άρα μάλλον πήγε καλά το όλο θέμα. Αντίθετα αν κουραστείς, πιαστείς, λυγίσεις κάπου στη μέση μάλλον τα δρώμενα δεν είναι και τόσο σημαντικά. Ελπίζω ότι το 2021, τέτοια εποχή θα μπορώ να περιγράψω τί πραγματικά θα έχει συμβεί στο London Stadium στις 25 Ιουλίου… στο επανιδείν λοιπόν.
Υ.Γ.: Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει καταργηθεί το «κλασικό» εισιτήριο που πάντα ζητούσα να κοπεί προσεκτικά ώστε να καταχωρηθεί στο αρχείο με όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσα να σώσω στο απόκομμα. Τώρα πλέον όλα είναι ηλεκτρονικά/απρόσωπα… ούτε υδατογράφημα, ούτε λογότυπα, ούτε ιλουστρασιόν χαρτί. Αυτά είναι για τους ρομαντικούς μάλλον.