Όσοι παρακολουθούσαν τους Iron Maiden εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να το χωνέψουν: ο Bruce Dickinson είχε θέσει εαυτόν εκτός μπάντας και ο Steve Harris είχε το πολύ δύσκολο έργο να βρει έναν αντικαταστάτη που θα κέρδιζε απευθείας την εμπιστοσύνη, τη δική του προφανώς, αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη του πολυπληθούς κοινού που ακολουθούσε και είχε θεοποιήσει την μπάντα όλα τα χρόνια της παρουσίας της. Μετά από μία μακρά αναζήτηση που βέβαια έγινε με πολύ διαφορετικούς όρους σε σχέση με το ιντερνετικό σήμερα, η κατάληξη στον Blaze Bayley των άσημων Wolfsbane ήταν μία επιλογή που προκάλεσε έκπληξη στους φανς. Οι λίγοι που ήξεραν μπορεί και να εξεπλάγησαν περισσότερο από αυτούς που δεν γνώριζαν περί τίνος πρόκειται - όχι διότι ήταν κάποιος τυχαίος τραγουδιστής, αλλά ως προφίλ φωνής απείχε σίγουρα πολύ από τις υψηλές τονικότητες που είχε ως φυσική χάρη ο Dickinson. Για τη μεγάλη πλειοψηφία, το επόμενο βήμα της μπάντας και πρώτο με τον νέο τραγουδιστή της θα ήταν ένα πολύ ισχυρό και δύσκολο τεστ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τη 2η μέρα του Οκτωβρίου του 1995 είδε το φως της ημέρας το The X-Factor, αναντίρρητα ένας από τους πιο διαφοροποιημένους δίσκους όλων των εποχικών μεταλλάξεων των Iron Maiden. Δεν θα μείνουμε στα ιστορικά στοιχεία, άλλωστε με μία μικρή αναζήτηση θα μπορείτε να βρείτε πληθώρα αναφορών στη συγκεκριμένη εποχή κάτι που φυσικά ισχύει για όλες τις εποχές των Iron Maiden. Εδώ θα εξετάσουμε τι έφερε ο φιλότιμος Blaze στο συγκρότημα…
…ας κάνουμε όμως πρώτα μία στάση εδώ. Αναφέρουμε τη λέξη "φιλότιμος" μόνο και μόνο για να την βγάλουμε από την συζήτηση: ειδικά όσο αφορά τους μουσικούς χρησιμοποιείται πολλές φορές ως ένα φιλικό τρυφερό αλλά μάλλον συγκαταβατικό απαλό χτύπημα στον ώμο. Όταν δίνουμε πόντους για την προσπάθεια αλλά κατ’ ουσία δεν εκτιμούμε τόσο πολύ το αποτέλεσμα, ότι ίσως κάποιος άλλος στη θέση του να τα είχε καταφέρει καλύτερα και θα είχε δώσει ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες αυτά τα δεδομένα έχουμε, με αυτά τα δεδομένα πολεμάμε. Για τους οπαδούς που εύλογα είχαν συνηθίσει στις φωνητικές δυνατότητες του Dickinson, αλλά κυρίως είχαν συνδυάσει επίσης εύλογα το ηχόχρωμα της φωνής του με τις συνθέσεις των Ιron Μaiden, η πιο χαμηλόσυχνη φωνή του Βayley και το πιο περιορισμένο εύρος του (πάντα σύμφωνα με τους ειδικούς εντός και εκτός εισαγωγικών), έφερναν μία νέα κατάσταση στο συγκρότημα την οποία θα έπρεπε να αποδεχτούν. Τέρμα πια οι εξωπραγματικές Gillan-ικές τσιρίδες του Be Quick Or Be Dead, καλώς ήρθατε σε πιο γήινες ερμηνείες.
Υποθέτουμε βέβαια πως ο Harris, επειδή δεν είναι κάποιος τυχαίος, επιζητούσε ο νέος τραγουδιστής να μην είναι ένα αντίγραφο του παλαιού, όπως ακριβώς έγινε και με την αντικατάσταση του Paul Di Anno (φυσικά με διαφορετικές αφορμές). Το πιο εύκολο θα ήταν να εντόπιζε και να στρατολογούσε τον οποιονδήποτε υψίφωνο κυκλοφορούσε στην πιάτσα εκείνη την εποχή ελεύθερος (ή και όχι ελεύθερος, καθώς η θέση ήταν αξιοζήλευτη και ούτε τότε υπήρχαν πολλά συγκροτήματα μεγαλύτερα από τους Iron Maiden ώστε να σκεφτεί να τα παρατήσει κάποιος επίδοξος αντικαταστάτης). Αλλά αυτό θα ήταν μία εύκολη λύση και δεν θα πήγαινε μπροστά ένα συγκρότημα που και εκείνη την εποχή έψαχνε το επόμενο βήμα του να είναι λίγο διαφορετικό από το προηγούμενο. Επίσης σχεδόν στοιχηματίζουμε πως ο Bayley θα ήταν ο πιο εργατικός και με το καλύτερο work ethic από όλους τους πιθανούς υποψηφίους, κάτι που για τον Harris όπως και για οποιονδήποτε εργοδότη (για να μιλάμε και λίγο επί του πρακτέου και όχι μόνο με ρομαντικούς όρους, οι οποίοι μας αρέσουν πάρα πολύ φυσικά) Η επιλογή του Blaze Bayley ήταν ξεκάθαρα συνειδητή και δεν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει ως λύση ανάγκης. Η περίοδος όμως ήταν αναμενόμενα δύσκολη για το συγκρότημα και ο νέος τραγουδιστής θα έπαιρνε επάνω του σχεδόν όλο το βάρος της επιτυχίας ή της αποτυχίας του νέου εγχειρήματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια του Blaze Bayley να καθιερωθεί στα μάτια των οπαδών ως αποδεκτό μέλος της αγαπημένης τους μπάντας φαντάζει ως και ηρωική.
Το X-Factor κυκλοφορεί (για να ξεκινήσουμε από εκεί που το αφήσαμε), αφού πρώτα ο μεταλλικός και όχι μόνο κόσμος δονήθηκε στους ρυθμούς του συναυλιακού ρεφρέν του Man On The Edge που προηγήθηκε - σύνθεση των νεότερων μελών, Bayley και Gers! Εντυπωσιακό ψηφιακό εξώφυλλο, αμφιλεγόμενο εκείνη την εποχή και πλέον κλασικό, ήταν η εισαγωγή στη νέα πιο σκοτεινή εποχή. Εμφατικότερη δήλωση όμως από το εναρκτήριο Sign Of The Cross δεν θα μπορούσε να γίνει: ένα έπος έντεκα λεπτών που, σε αντίθεση με αρκετά μεταγενέστερα κομμάτια μεγάλης διάρκειας των ίδιων των Maiden, διαθέτει και λογική δομή και ποικιλία και οικονομία, χωρίς ούτε ένα ανούσιο δευτερόλεπτο. Όσον αφορά τον ήρωα της ιστορίας μας, το συγκεκριμένο κομμάτι θα πρέπει να θεωρείται κατεξοχήν "δικό του", αφού ο συνθέτης Harris πέτυχε στους στίχους τον στακάτο ρυθμό όπου διαπρέπει περισσότερο ο Bayley. Έχω περιέχονται και άλλες δυνατές ερμηνείες, όπως στα Lord of the Flies, Fortunes Of War, Look For The Truth, The Aftermath και The Edge Of Darkness - παρατηρούμε πως ο Bayley μπαίνει στο πετσί του ρόλου που υπάρχει αντιπολεμικό κλίμα. Παρά κάποιες εμφανείς αδυναμίες, κάποια στιγμή θα πρέπει να επανεξεταστεί η αξία του δίσκου και να του αποδοθεί ευρέως (και όχι μόνο μεταξύ κάποιων "αιρετικών" οπαδών) η στάμπα του κλασικού - και σε αυτό οπωσδήποτε συμβάλλει η συνολική παρουσία του αγαπητού Blaze.
Αντίθετα, όλα σχεδόν πήγαν στραβά στο Virtual XI που ακολούθησε το 1998, στην τελευταία παρουσία του Bayley σε επίσημο δίσκο των Iron Maiden - ακόμη και το όνομα του δίσκου και το τραγικό εξώφυλλο. Είχε προηγηθεί το single Virus, το οποίο προερχόταν από τη συλλογή Best Of The Beast σε στίχους του Bayley (οι οποίοι μνημονεύονται και στο BBF3 των Godspeed You! Black Emperor…) και έδειχνε την μπάντα σε κορυφαία φόρμα. Εκτελεστικά το Virtual XI δεν πήγαινε φυσικά πίσω, αλλά είχε άλλα χτυπητά μειονεκτήματα και εν τέλει, παρόλο που προσωπικά το στήριζα για χρόνια, θα πρέπει να παραδεχτώ πως φέρει πολλές παθογένειες που οι Maiden πήραν μαζί τους και μετά την επιστροφή των Dickinson/Smith. Είχε φυσικά και τις καλές ως πολύ καλές στιγμές του. Το opener Futureal, ας πούμε, είμαι ένα τυπικό για Maiden γρήγορο κομμάτι, με ευμνημόνευτο ρεφρέν και ωραία κιθαριστικά σόλι - και ταιριάζει στον Bayley. Το Clansman έχει αποδείξει την αξία του, καθώς είναι το μόνο κομμάτι της περιόδου που προτιμούν σταθερά στις συναυλίες τους και το κοινό ταυτίζεται στην ιαχή "Freeeedooom!".
Όμως κάποια κομμάτια ακούγονται σαν να έχουν γραφτεί χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της φωνής του Bayley ώστε να την αναδείξουν και εκείνη με τη σειρά της να αναδείξει τα κομμάτια. Όλο αυτό προστίθεται στις μεγάλες διάρκειες που τραβιούνται από τα μαλλιά και δεν δικαιολογούνται από τις δομές των κομματιών - π.χ. το πρώτο single The Angel And The Gambler όχι μόνο έχει ένα αχρείαστα επαναλαμβανόμενο ρεφρέν, αλλά και διαρκεί δέκα λεπτά αν και στην ουσία του είναι ένα απλό hard rock κομμάτι. Αντιστοίχως και το εννιάλεπτο Don't Look To The Eyes Of A Stranger, που παρά την ενδιαφέρουσα βασική μελωδία και την εκφραστική ερμηνεία του Bayley, αναλώνεται σε εμμονικές επαναλήψεις της ίδιας κεντρικής ατάκας και τελικά κουράζει. Όσο κι αν προσπαθούσε ο φίλος μας ο Blaze να σώσει την κατάσταση, δεν γινόταν υπό αυτές τις συνθήκες. Διασώζεται ευτυχώς και το κλείσιμο του δίσκου με το Como Estas Amigos, μια δυναμική μπαλάντα ασυνήθιστη ως τέτοια για τα τότε δεδομένα των Iron Maiden, και αυτή σύνθεση των Bayley/Gers που μάλλον είχαν πιάσει σωστά το νόημα εκείνη την εποχή.
Την συνέχεια την γνωρίζετε: επιστρέφει ο άσωτος υιός Dickinson, μαζί με τον Adrian Smith, και προς τιμήν του σφάζεται ο μόσχος ο σιτευτός - τα χνώτα των Iron Maiden με τον νέο τους τραγουδιστή δεν ταίριαξαν τελικά τόσο καλά, αφού εκείνοι χρειάζονταν πράγματα που δεν μπορούσε να δώσει ο συμπαθής Bayley. Εμείς όμως έχουμε ήδη την ευκαιρία να τον απολαύσουμε ζωντανά ανά την Ελλάδα να αποδίδει κομμάτια από εκείνη την οπωσδήποτε λαμπρή περίοδος καριέρας του, κομμάτια που οι οπαδοί αγάπησαν από μία προσωπικότητα που επίσης έμαθαν να εκτιμούν.