Στη στήλη Local Jams αυτού του μήνα ταξιδεύουμε από την Αθήνα ως την Ξάνθη με ενδιάμεσο σταθμό, φυσικά, τη Θεσσαλονίκη, για τρεις δίσκους που έχουν ως κοινή αφετηρία το heavy rock αλλά εξελίσσονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Naxatras – III (Self Release, 2018)
Οι Θεσσαλονικείς Naxatras δικαιούνται αναμφίβολα τον χαρακτηρισμό των τρομερών παιδιών της εγχώριας heavy rock σκηνής κι αυτό γιατί μέσα σε λίγα χρόνια και παρά το νεαρό της ηλικίας τους έχουν καταφέρει να αποκτήσουν τέτοιο status ώστε να περιοδεύουν ανά την Ευρώπη με κάθε ευκαιρία, ενώ ταυτόχρονα κάθε κυκλοφορία τους να αναμένεται με αδημονία από πολύ κόσμο. Η πυκνότητα της δουλειάς τους, η ποιότητα των συνθέσεων αλλά και η εκτελεστική τους δεινότητα είναι τα στοιχεία που τους ξεχώρισαν εντός της σκηνής. Η εντυπωσιακή εναρκτήρια τριάδα του φετινού III (You Won’t Be Left Alone, On The Silver Line και Land of Infinite Time) καθιστά ξεκάθαρο εξ αρχής πως η μπάντα κινείται στο ίδιο λαμπρό μονοπάτι που έχει ακολουθήσει ως τώρα χωρίς λοξοδρομήσεις. Το ψυχεδελικό heavy rock που ξεδιπλώνεται αργά, με εναλλαγές ρυθμών, στέρεες μελωδίες, ήρεμα περάσματα αλλά και σαρωτικά σημεία παραμένει συναρπαστικό, όπως όταν το ακούσαμε για πρώτη φορά. Από εκεί και πέρα, τα συναφή Machine και Prophet είναι δύο ακόμα θαυμάσιες συνθέσεις, όμως είναι το τελικό δίδυμο που αποτελείται από τα White Morning και Spring Song που ξεφεύγει λίγο από το γενικότερο ύφος και αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Εδώ το prog rock αποκτά τον πρώτο λόγο (οι παντοκράτορες Pink Floyd βρίσκονται -και θα συνεχίσουν να βρίσκονται- παντού) και το γκρουπ δοκιμάζει νέους δρόμους, ειδικά για το δεύτερο θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για μια -κατά κάποιον τρόπο- μπαλάντα εντελώς διαφορετική από όλο το υπόλοιπο υλικό τους (όπως μας είπαν στη συνέντευξη που μας παραχώρησαν πρόσφατα υπάρχουν ανάλογες ιδέες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον) και ξαφνιάζει σίγουρα ευχάριστα. Σε κάθε περίπτωση στη μια ώρα και κάτι που διαρκεί το III επιβεβαιώνονται τα όσα θετικά κατά καιρούς έχουμε αποδώσει στους Naxatras και το κυριότερο αυξάνει ακόμα περισσότερο η προσμονή μας για την επόμενη δουλειά τους αλλά και για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Purple Dino – And Now What?! (Vault Relics, 2018)
Αν μια σκηνή έβαλε στο παιγνίδι για τα καλά την ελληνική περιφέρεια, αυτή θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως είναι η stoner/heavy rock, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Αυτό γιατί μια σειρά από γκρουπ από πόλεις ακόμα και χωριά (μην ξεχνάμε το Χιλιομόδι Κορινθίας…) ανά την Ελλάδα κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να ακουστούν και να γνωρίσουν ευρεία απήχηση στους κόλπους της, σε σημείο που να μην μας κάνει εντύπωση πλέον ο τόπος προέλευσης. Κάτι τέτοιο ισχύει και για τους εκ Ξάνθης ορμώμενους Purple Dino, οι οποίοι κυκλοφόρησαν πρόσφατα το δεύτερο δίσκο τους And Now What?! (τίτλος παραπλήσιος του Now What?! των Deep Purple, πράγμα που μας δημιουργεί θετικούς συνειρμούς!). Το LP χωρίζεται σε δυο διακριτά μέρη (στη λογική που χαρακτήριζε κάποτε τα άλμπουμ βινυλίου), στο πρώτο βρίσκονται τα πιο «σκληρά» κομμάτια (Soul on Fire, Her Ride, 2Day, Show Me), ενώ στο δεύτερο η μελωδία κερδίζει περισσότερο χώρο (Isolated, Out of Time, Unknown Destination). Προσωπικά προτιμώ ελαφρώς το δεύτερο, καθώς το σχήμα δοκιμάζει σε αυτό να διευρύνει το μουσικό του ορίζοντα, προσθέτοντας νέα πράγματα (όπως κάποια ψήγματα grunge, έστω και ως νοοτροπία). Βλέποντας τη γενική εικόνα δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως η μπάντα δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη των περισσότερων κυκλοφοριών του χώρου, ως προς τον ήχο και το ύφος. Από την άλλη, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που κάνουν οι Purple Dino, το κάνουν με μεράκι, συνέπεια και εν τέλει με ευστοχία. Στοιχεία που πάντα εκτιμούμε στις εγχώριες κυκλοφορίες, οπότε όπως κάθε ανάλογη προσπάθεια, είναι σαφώς ευπρόσδεκτη.
Mad John The Wise – Voyager (Self Release, 2018)
Για το ντεμπούτο των Αθηναίων Mad John The Wise το πρώτο που οφείλουμε να αναφέρουμε είναι ότι διαθέτει ένα πραγματικά θαυμάσιο εξώφυλλο (τα εύσημα στον γραφίστα που το φιλοτέχνησε). Το δεύτερο, πως έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο πολυποίκιλο ως προς τον ήχο του. Από το μελωδικό ροκ του εναρκτήριου The Only Chance που εξελίσσεται σε νευρώδες punk ως το περίτεχνο prog rock του The Way of Grace, με το οποίο ολοκληρώνεται το άλμπουμ, παρελαύνουν μια σειρά από διαφορετικά, ετερόκλητα ακούσματα. Για παράδειγμα το ευθύ punk Knee Scratch, συνυπάρχει με το Call of the Wind, που λοξοκοιτάξει προς την ψυχεδέλεια και τη folk αλλά και το μακροσκελές prog metal Monolith. Οπότε στο εύλογο ερώτημα τι μουσική παίζει το σχήμα, σαφή απάντηση δεν μπορούμε να δώσουμε. Το πλεονέκτημα του Voyager, που είναι η ευρεία γκάμα ήχων και η πληθώρα ιδεών (που πάντοτε εκτιμάμε), είναι ουσιαστικά και το μειονέκτημα του, καθώς η συνοχή απουσιάζει από το υλικό που παρουσιάζουν. Από την άλλη, το γεγονός πως έχουν τόσα πράγματα να πουν μουσικά (είναι εμφανές στο σύνολο των συνθέσεων) μας ιντριγκάρει οπωσδήποτε, ίσως σε επόμενη δουλειά, και με την αποκτηθείσα εμπειρία, να το κάνουν με τρόπο εντυπωσιακό ενδεχομένως. Από κάθε άποψη μιλάμε για μια δουλειά διαφορετική, που δεν παραμένει προσκολλημένη στη λογική και τα στεγανά της πλειονότητας των κυκλοφοριών του συγκεκριμένου ύφους και πιθανώς αρκετοί ακροατές να βρουν στοιχεία που θα αγαπήσουν.