Στο παρόν Local Jams ξεκινάμε την διαδρομή μας από την Κύπρο, περνάμε στην Αλεξανδρούπολη και καταλήγουμε στην Αθήνα, σε ένα μουσικό ταξίδι σε heavy rock, alternative, grunge και post rock ήχους. Για ακόμα μια φορά η ποιότητα των κυκλοφοριών μας κάνει να αισιοδοξούμε για το παρόν και το μέλλον της εγχώριας σκηνής.
Arcadian Child – Superfonica (Ripple Music, 2018)
Το Afterglow, το ντεμπούτο των Arcadian Child, το οποίο κυκλοφόρησε πέρσι, μας έκανε να στρέψουμε το βλέμμα μας προς την Κύπρο, μιας και ήταν μια καθ' ολα αξιόλογη δουλειά. Ένα χρόνο αργότερα η μπάντα από την Λεμεσό επέστρεψε με ένα ακόμα καλύτερο δίσκο. Το Superfonica, το οποίο παρεμπιπτόντως κυκλοφορεί σε αμερικάνικο label, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα μοντέρνου heavy psych. Το συγκρότημα έχει βρει μια ισορροπία ανάμεσα στις σκληρές κιθάρες και τον νεο-ψυχεδελικό ήχο, έτσι ώστε να μην μπορούμε να μιλάμε για ένα τυπικό heavy rock σχήμα αλλά ούτε και ένα καθαρα μοντέρνο ψυχεδελικό γκρουπ. Κάτι που βεβαίως το πιστώνουμε στα προτερήματα των Arcadian Child, μιας και η περιχαράκωση σε ένα μουσικό είδος και η αυστηρή κατηγοριοποίηση νομίζω έχει κουράσει κάπως πια. Το Superfonica θα μπορούσε χοντρικά να χωριστεί σε δυο μέρη (στην έκδοση του βινυλίου ο διαχωρισμός είναι πιο ευδιάκριτος). Στο πρώτο βρίσκουμε τα πιο δυναμικά, ρυθμικά κομμάτια (Bain Marie, Twist Your Spirit, Brothers, Constellations) και στο δεύτερο τα περισσότερο μελωδικά (Painting, She Flows, Before We Die, The March). Ως σύνολο ωστόσο διαθέτει την απαραίτητη συνοχή και την ομαλή ροή για μια ευχάριστη ακρόαση (και απόλαυση). Και οι οκτώ συνθέσεις διακρίνονται για την ποιότητα τους, τις ωραίες μελωδίες, τις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στις κιθάρες και την φροντισμένη παραγωγή. Νομίζω οτι δεν υπάρχει κάτι περιττό στο Superfonica, φαίνεται ότι έγινε προσεκτική επιλογή στο υλικό που μπήκε στο δίσκο, ενώ και η διάρκεια (λίγο κάτω από τα 40 λεπτά) λειτουργεί σαφώς υπερ του. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι αποτελεί μια από τις καλύτερες εγχώριες κυκλοφορίες (τις κυκλοφορίες από την Κύπρο δικαιούμαστε να τις λογίζουμε ως εγχώριες, αυτό είναι το ορθό κατα τη γνώμη μου) και όσοι παρακολουθούν τη σκηνή, πρέπει οπωσδήποτε να τους ακούσουν. Την 1η Δεκεμβρίου εμφανίζονται στο Temple και είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαπιστώσουμε και τις ικανότητες τους στο live. Μην χάσετε την ευκαιρία.
INK – Whispers of Calliope (Wormhole Death, 2018)
Οι INK στην τρίτη κυκλοφορία τους επέλεξαν να κάνουν κάτι όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο για τα εγχώρια δεδομένα: να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο αποκλειστικά με διασκευές. Μπορεί στο εξωτερικό κάτι τέτοιο να αποτελεί συνήθη τακτική, στην εν Ελλάδι πραγματικότητα όμως λίγα αντίστοιχα παραδείγματα καταγράφονται τα τελευταία, τουλάχιστον, χρόνια. Μπορεί σε αυτή την περίπτωση να μην ακούμε νέο υλικό από την μπάντα, ωστόσο έχουμε τη δυνατότητα να την γνωρίσουμε καλύτερα μιας και τα ακούσματα παίζουν πάντοτε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου κάθε σχήματος. Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσαμε να χωρίσουμε για λόγους ευκολίας τις επιλογές των Ink σε δυο κατηγορίες, στην πρωτη περιλαμβάνονται οι διασκευές σε συνθέσεις γκρουπ με ήχο και ύφος κοντινό σε αυτούς, ενδεικτικά αναφέρουμε τα Sober (Tool), Disarm (Smashing Pumpkins) Hunger Strike (Temple of the Dog) και Hurt (Nine Inch Nails), στο τελευταίο τους βρίσκουμε εγγύτερα στην περίφημη εκτέλεση του Johnny Cash. Στη δευτερη κατηγορία εντάσσονται οι “απρόβλεπτες” διασκευές, σε κομμάτια όπως τα Rebel Yell (Billy Idol), Like the Way I Do (Melissa Etheridge), Never Tear Us Apart (INXS) και το Live With Me (Massive Attack), στο οποίο ως ατμόσφαιρα βρίσκονται πλησιέστερα στην εκτέλεση των Twilight Singers με το Mark Lanegan στα φωνητικά. Οι Ink προτίμησαν οι δικές τους εκδοχές να βασίζονται σε λιτές ενορχηστρώσεις, κοντά ίσως στη λογική του unplugged, με τις ακουστικές κιθάρες να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από τις ηλεκτρικές. Ως σύνολο μπορούμε να μιλήσουμε για μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα δουλειά, στην οποία οι Ink μας παρουσιάζουν τις φανερές αλλά και λιγότερο προφανείς επιρροές τους καθώς και το μουσικό τους υπόβαθρο. Το αποτέλεσμα σίγουρα τους τιμάει ως γκρουπ.
Message In A Cloud – Anassa (Ikaros Records, 2018)
Εδώ στο Soundgaze, και ειδικά στη στήλη Local Jams, ακούμε πάντα με ενδιαφέρον τις νέες κυκλοφορίες από το χώρο του post rock μιας και το συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα μας είχε κάποτε συναρπάσει (πλέον σπάνια τα καταφέρνει, δυστυχώς). Οπότε το ντεμπούτο των φρέσκων Message In A Cloud ήταν σαφώς ευπρόσδεκτο, όταν το λάβαμε. Το γκρουπ που έχει ως βάση την Αθήνα ξεκίνησε ως ατομικό project του Νίκου Λουκόπουλου και πλέον έχει μετασχηματιστεί σε πενταμελή μπάντα και διεκδικεί τη δική της θέση στο πλαίσιο της εγχώριας σκηνής. Το Anassa περιλαμβάνει έξι instrumental συνθέσεις που ακολουθούν ευλαβικά τις post rock διδαχές, ενώ σε κάποια σημεία μαρτυρούν metal καταβολές, κυρίως λόγω των blast beats (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα The Need And The Needle και I Decomposed A Song Today) και λιγότερο των κιθάρων. Στα σαράντα λεπτά που διαρκεί ο δίσκος (κυκλοφόρησε μόνο σε βινύλιο) ακούμε ένα συγκρότημα ικανό, ελπιδοφόρο, με πολλές ιδέες. Οι μελωδίες για παράδειγμα που διαθέτουν τα κομμάτια Hellena και Apophenia μόνο αδιάφορο δεν αφήνουν τον ακροατή. Παράλληλα διακρίνουμε μια υπόγεια μελαγχολία να το διατρέχει ολόκληρο, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εκτεταμένη χρήση των πλήκτρων. Αυτό που επίσης χαρακτηρίζει το υλικό είναι η ομοιογένεια του που σε οδηγεί να το κρίνεις και να το εκτιμάς συνολικά ως ηχογράφημα, παρά σαν μονάδες ξεχωριστά. Πιστεύω πως στην επόμενη δουλειά τους, με περισσότερη εμπειρία και με μια πλουσιότερη παραγωγή, θα είναι σε θέση να παρουσιάσουν κάτι ακόμα πιο ολοκληρωμένο. Μέχρι τότε νομίζω πως ο άτυπος τίτλος του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου post rock σχήματος της εγχώριας σκηνής τους αξίζει δικαιωματικά (όπως αντίστοιχα πέρυσι είχαμε αποδώσει τον τίτλο στους Damirah).