Έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε για τρεις νέες κυκλοφορίες που έχουν ως κοινή αφετηρία την προσέγγιση του υλικού με διάθεση για πειραματισμό, αποτελούν τις πρώτες δισκογραφικές καταθέσεις των δημιουργών τους και έχουν επίσης ως κοινό χαρακτηριστικό τους το γεγονός οτι προέρχονται από σχήματα που προτιμούν να κινούνται στη σκιά, αποφεύγοντας το φως των προβολέων. Ειδικά σε μια εποχή που τα γκρουπ ξεκινούν κάθε απόπειρα τους από τη διαδικασία του πρόμο (μέρος του οποίου αποτελεί και το φαίνεσθαι) είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπάρχει μια μερίδα μουσικών (έστω και μικρή) που προτιμάει να κινείται από το παρασκήνιο και να κυνηγάει από εκεί τις πιθανότητες του, δημιουργώντας παράλληλα (έστω και άθελα) μια αύρα μυστηρίου που πάντα μας συγκινεί ως ακροατές.
s̶i̶s̶t̶e̶r̶ –untrue (Underflow Records, 2018)
Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις των μουσικόφιλων (και κατ' επέκταση και των μουσικογραφιάδων) είναι να ανακαλύπτουν νέες μουσικές από φρέσκα ονόματα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό συμβαίνει τυχαία ή “από το πουθενά”, όπως λέμε. Μια τέτοια περίπτωση είναι η παρούσα. Μια λέξη γραμμένη με πεζά (sister) και μάλιστα διεγραμμένη, ως όνομα του σχήματος και η λέξη untrue ως τίτλος του πονήματος, ήταν τα μόνα πράγματα που γνωρίζαμε όταν ακούσαμε το άλμπουμ. Από το εσωτερικό του δίσκου δεν καταφέραμε να αντλήσουμε κάποια επιπλέον πληροφορία πέραν από τα αρχικά (;) των τριών μελών του γκρουπ γραμμένα στα λατινικά, καθώς και ότι ρόλο παραγωγού είχε ο Coti K (όνομα – εγγύηση). Το γεγονός πως η δουλειά κυκλοφόρησε από την Underflow Records (με αύξοντα αριθμό 2) δηλαδή το label που τρέχει εδώ και λίγο καιρό το καλό δισκοπωλείο Underflow μας έκανε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για κάτι ποιοτικό. 29 λεπτά και 24 δευτερόλεπτα αργότερα η υπόθεση είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά. Το untrue είναι ένα εντυπωσιακό πρώτο δείγμα γραφής, ένα ντεμπούτο εξαιρετικό και πάνω απ' όλα πολλά υποσχόμενο. Άλλωστε κάπως έτσι ξεκινά, με ένα σύντομο (και άτιτλο) μα υπαινικτικό και άκρως υποσχόμενο intro. Ακολουθούν 6 instrumental συνθέσεις full κιθαριστικές, γεμάτες ιδέες, εναλλασσόμενους ρυθμούς, όμορφα θέματα και ορμητικά περάσματα. Μιλάμε για ένα δίσκο που δεν διστάζει να κάνει φασαρία (Furious Apes, Fidel, Deepest Heat) φανερώνοντας κάποια αγάπη για γκρουπ του ύφους των Sonic Youth, ενώ την ίδια στιγμή “παρεκτρέπεται” προς τζαζ νοοτροπίες (Delta, Blackout). Τα δυο τελευταία χαρακτηρίζονται από μια ελευθεριότητα, στα όρια του αυτοσχεδισμού, σε τέτοιο βαθμό που η χρήση του όρου τζαζ να μην θεωρείται καταχρηστική (παίζει το ρόλο της και η τρομπέτα, που ακούγεται κάποια στιγμή). Όλα τα προναφερθέντα οπωσδήποτε δημιουργούν μια περιέργεια για το πως αποδίδεται το συγκεκριμένο υλικό ζωντανά, οπότε η εμφάνιση τους στις 13 Δεκεμβρίου στο Death Disco ως opening στους Ιρλανδούς post punks Fontaines D.C. θα μας λύσει σίγουρα πολλές απορίες. Μπορεί, όπως προείπαμε, το ντεμπούτο των s̶i̶s̶t̶e̶r̶ να συνοδεύεται από ένα κάποιο μυστήριο, ωστόσο τολμάμε να εικάσουμε πως πρόκειται για τρεις έμπειρους μουσικούς, καθώς αυτό που ακούμε στο άλμπουμ μας κάνει να πιστεύουμε πως δεν προέρχεται από αρχάριους. Όπως και να είναι, πολύ σύντομα θα ξέρουμε περισσότερα για αυτούς.
Fuku – I Am (Happily There's No Earlids, 2018)
Άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον ντεμπούτο από ένα σχήμα που ελάχιστα γνωρίζουμε για αυτό είναι το I Am των Fuku. Και στην περίπτωση τους λίγα πράγματα καταφέραμε να αλιεύσουμε ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Το δελτίο τύπου δεν είναι εξάλλου ιδιαίτερα διαφωτιστικό, πέραν του ότι υπάρχει ως project από το 2014 και “παράγει θορυβώδη οπτικοακουστικά ερεθίσματα”, μας πληροφορεί πως η ηχογράφηση του άλμπουμ έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη (υποψιαζόμασταν έτσι κι αλλιώς πως σχετίζεται με μουσικούς από το Βορρά) και οτι αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία του label Happily There's No Earlids με έδρα το Λονδίνο. Στο καθαρά μουσικό κομμάτι έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο που ισσοροπεί μεταξύ μελωδίας και θορύβου (εξαιρετικά παραδείγματα τα BASCO και SALG) αλλά πέραν από τον ξεκάθαρο κιθαριστικό προσανατολισμό, φανερή είναι η διάθεση για πειραματισμό. Ειδικότερα στα MUAD και SHAME (παρεμπιτόντως, οι δυο μεγαλύτερες σε διάρκεια συνθέσεις) αυτή η κατεύθυνση είναι ακόμα πιο ορατή, εδώ ακούγονται σαξόφωνα και τρομπέτες, λοξοκοιτάζοντας προς τζαζ φόρμες. Και τα επτά κομμάτια είναι ορχηστρικά (με εξαίρεση κάποιες παραμορφωμένες φωνές που ακούγονται αραιά) και έχουν να επιδείξουν πλούτο ιδεών και μελωδιών. Δεν είναι σίγουρα το πιο εύκολο ως άκουσμα (είπαμε μιλάμε για μια κατα κύριο λόγο πειραματική ηχογράφηση) ωστόσο έχει πολλά να προσφέρει στον ακροατή που θα το προσεγγίσει με “ανοιχτά” αυτιά. Προσωπικά βρήκα πολλές στιγμές που με κέρδισαν ως ακροατή.
Church of the Sea – Anywhere but Desert (Self Release, 2018)
Όταν μας ήρθε στο Soundgaze το ντεμπούτο EP των Church of the Sea, υπέθεσα, λόγω ονόματος, πως πρόκειται για κάποιο doom σχήμα. Μπορεί να μην έπεσα μέσα αλλά δεν έπεσα και ολότελα έξω, μιας και ως ατμόσφαιρα (το τονίζω, μόνο ως ατμόσφαιρα) η μουσική τους δεν είναι εντελώς ξένη προς τη λογική του συγκεκριμένου ήχου. Για παράδειγμα οι κιθάρες στο εξαιρετικό At the Edge of the World μαρτυρούν ξεκάθαρα ένα “σκληρό” μουσικό background. Γενικότερα οι τέσσερεις συνθέσεις του Anywhere but Desert χαρακτηρίζονται από τις mid tempo ταχύτητες, τη σκοτεινή διάθεση και τα πραγματικά θυαμάσια γυναικεία φωνητικά. Σε αυτά προσθέστε μια αίσθηση μυστηρίου που επιτείνεται από το γεγονός πως λίγες πληροφορίες έχουν δημοσιοποιηθεί σχετικά με το τριμελές γκρουπ (γνωρίζουμε ωστόσο πως κάποια μέλη τους σχετίζονται με τους Road Miles και παλιότερα με τους Lower Cut). Τα 17 λεπτά του EP οφείλω να ομολογήσω πως με ιντρίγκαραν αρκετά, τόσο μουσικά όσο και αισθητικά και έχω περιέργεια να διαπιστώσω προς τα πού θα κινηθεί η μπάντα. Αναμένουμε, λοιπόν, με ενδιαφέρον τη συνέχεια.