Τι κι αν οι συνθήκες της εποχής δεν ευνοούν την τυπική προώθηση ενός δίσκου με συναυλίες κτλ, η παραγωγή μουσικής δεν σταματά για τις εγχώριες μπάντες. Άλλωστε η έμπνευση, η δημιουργική διάθεση και η αναζήτηση της προσωπικής έκφρασης, δεν διακόπτεται τόσο εύκολα. Ο νους μας είναι αληταριό κι όλο θα δραπετεύει - με όποιον τρόπο επιθυμεί ο καθένας μας.
Furor - Love (self release, 2020)
Από τότε που το λέγαμε “μοντέρνο metal” έχουν περάσει αρκετά χρόνια ώστε να δικαιούται χαρακτηρίζεται πλέον έτσι. Το είδος έχει περάσει από διάφορες μεταλλάξεις ανάλογα με την εφευρετικότητα των συγκροτημάτων που προσεδαφίζονταν εκεί.
Και ενώ το είδος ανθούσε στις μεγάλες μουσικές αγορές (κυρίως στην Αμερική, για να τα λέμε όπως είναι), στην Ελλάδα δεν ήταν πολλές μπάντες που ήθελαν να γκρουβαρουν όπως οι Slipknot ή οι Machine Head με ολίγη από Soulfly, Lamb Of God και δεν συμμαζεύεται, ώστε τελικά η σκηνή να είναι σχετικά περιορισμένη και να μείνει κυρίως στο underground - και φυσικά είχαμε κάποιες καλές μπάντες (ενδεικτικά αναφέρουμε τους τρομερούς Psycho Choke).
Οι Furor δρουν στην περιοχή της πρωτεύουσας και δραστηριοποιούνται στο χώρο εδώ και κοντά 20 χρόνια! Για αρχή, και μόνο από αυτό το στοιχείο η μπάντα παίρνει από μένα ένα εύσημο αντοχής στο χρόνο και επιμονής. Πάντως, για να είμαστε ακριβέστεροι, το συγκρότημα έχει μια πολύ αραιή δισκογραφική παρουσία (το Love είναι μόλις η 5η κυκλοφορία τους) και την τελευταία δεκαετία έχει αναλογικά φορτσάρει περισσότερο, με πολλές συναυλίες, πιο σταθερό line-up και μία σειρά δίσκων που διεκδικούν θέση στα καθημερινά ακούσματα όσων στηρίζουν την Ελληνική σκηνή.
Απλά θα πρέπει να γνωρίζουμε και να έχουμε υπόψη μας ότι η στήριξη καθεαυτή δεν λέει κάτι, αν αυτό το οποίο θα στηρίξουμε είτε με τον οβολό μας είτε με έναν καλό λόγο από κοντά ή στα social media, δεν φέρει πίσω του ένα αποτέλεσμα το οποίο να υπακούει σε κάποια έστω πρότυπα: ειλικρίνεια, δουλειά, προσωπική έκφραση, αξιοπρέπεια στο τελικό αποτέλεσμα - δεν θα μπούμε στην κουβέντα περί προσωπικού γούστου, αυτές είναι ποιότητες που μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό.
Μέσα από το παρόν κείμενο πρέπει να περάσει στους αναγνώστες ως επιμύθιο πως ο τελευταίος δίσκος των Furor στην χειρότερη αξίζει να προσεχθεί. Σύμφωνοι, δεν πρωτοτυπούν και δεν πραγματοποιούν κάποια αξιοσημείωτη τομή στο ύφος, ακολουθώντας κατά πόδας τις γραφές των προπατόρων και πρωτοπόρων του ύφους. Όμως χρησιμοποιούν ποικίλες και κυρίως αφομοιωμένες επιρροές έξω από τα αναμενόμενα πλαίσια, π.χ. χρησιμοποιώντας μελωδίες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε ένα γκρουπ κλασικού heavy metal προς όφελος των κομματιών τους, κάτι που κάνει το άκουσμα του Love κατά τι πιο ενδιαφέρον. Απόρροια αυτού, μερικά πολύ δυνατά μελωδικά ρεφρέν που μένουν στο μυαλό ακόμα και μετά από μία μοναδική ακρόαση και αυτό θεωρώ ότι είναι η μεγάλη τους δύναμη. Ακούστε τα Snake Charmer, Chariot, Heartless (το οποίο υπάρχει και σε video clip) και φυσικά το Love που κλείνει το δίσκο.
Οι αμιγώς σκληρές στιγμές τους είναι βέβαια αντίστοιχα προσεγμένες, αλλά θεωρώ πως οι Furor λάμπουν περισσότερο όταν προσθέτουν μελωδία στη δύναμη. Καλά όλα αυτά βέβαια και πάντοτε μας αρέσει να λέμε πως οι συνθέσεις μετράνε περισσότερο, αλλά αν στο συγκεκριμένο ύφος δεν έχεις ταιριαστό ήχο με όγκο και καθαρότητα σε αρμονική συνύπαρξη, ακόμη και τα καλά τραγούδια καταλήγουν αύτανδρα στον πάτο της λήθης. Για την αποφυγή αυτού, φαίνεται πως φρόντισε ο μηχανικός ήχου Dean Hadjichristou, ο οποίος φέρει στο πέτο την “πουλάδα” των πιο πρόσφατων δίσκων των Parkway Drive και των Protest The Hero. Tα πάντα βρίσκονται ένα επίπεδο πάνω από την προηγούμενη δουλειά τους και αυτό είναι ένα βασικό ζητούμενο.
Οι διαφορετικες εκδόσεις στις οποίες κυκλοφορεί ο δίσκος (μεταξύ των οποίων και ένα περιορισμένο box set που εννοείται πως εξαντλήθηκε άμεσα) δείχνουν πως οι Furor και οι συν αυτώ πιστεύουν πολύ σε αυτήν την προσπάθεια, απόλυτα δικαιολογημένα αν θέλετε τη γνώμη μου. Οι φίλοι του groove metal/metalcore ήχου δεν έχουν κανένα λόγο να μην ακούσουν και να μην ευχαριστηθούν το Love.
Bag Of Nails - The Wolf Inside Me (Nasoni/B-Otherside, 2019)
Η Ελλάδα δεν θεωρείται ακριβώς η μεγαλύτερη blues-ομάνα στη διεθνή μουσική σκηνή, αν και εξυπακούεται πως αρκετοί από τους πρωτοπόρους του ελληνικού ροκ, όπως οι Σπάθες και οι Πουλικάκοι αυτού του τόπου, είχαν θέσει εκεί τις βάσεις τους.
Οι Bag Of Nails βρίσκονται εν ενεργεία από το 2014 και προσπαθούν πολύ φιλότιμα να βάλουν τη χώρα μας στο χάρτη του είδους. Με βάση το ως τώρα feedback από τις παρουσιάσεις ελληνικών και ξένων περιοδικών, φαίνεται πως τα καταφέρνουν μία χαρά σε αυτό. Το ντεμπούτο τους που παρουσιάζουμε εδώ έχει ήδη κυκλοφορήσει στη Γερμανία (από τη Nasoni) σε μορφή βινυλίου ήδη από το 2019, αλλά εδώ και μόλις λίγους μήνες κυκλοφορεί πλέον και στην Ελλάδα με την αρωγή της B-Otherside records.
Τα βασικά στοιχεία της μουσικής τους ανήκουν ξεκάθαρα στα blues αλλά με αρκετές ψυχεδελικές στυλιστικές προσθήκες - οι οποίες, εκ του αποτελέσματος, μάλλον δεν έγιναν επί τούτω (δηλαδή για να μπορούμε εμείς οι ακροατές να δώσουμε μία πιο εξωτική ονομασία στο ύφος που παίζουν), αλλά μοιάζουν να εμφανίζονται στον ήχο τους επειδή, για να το πούμε απλά, έτσι τους βγαίνει. Ακούστε την ομώνυμη του δίσκου τριλογία για του λόγου το αληθές.
Παρότι η μπάντα αποτελείται από έναν πενηντάρη και δύο σχεδόν 30άρηδες, άρα με σημαντική ηλικιακή διαφορά αναφορικά με τις μουσικές προσλαμβάνουσες, το τελικό αποτέλεσμα είναι ιδιαιτέρως συνεκτικό, πατώντας με πολύ γερές βάσεις στο παρελθόν των blues, λοξοδρομώντας ενίοτε ελαφρώς, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από το πνεύμα τους. Ο "βρώμικος" συγκεντρωτικός ήχος που πέτυχαν οφείλεται οπωσδήποτε στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου έχει παιχτεί ζωντανά στο στούντιο, με όλους τους μουσικούς παρόντες την ίδια στιγμή, προσομοιάζοντας τις συνθήκες μιας συναυλίας.
Κομμάτια που ξεχωρίζουν στο ωραίο σύνολο του άλμπουμ είναι το αισθαντικό In The Shadows, το εκρηκτικό Dangerous Love, το ιδιοσυγκρασιακό Ain’t Gonna Wait στου οποίου το τελευταίο δίλεπτο η μπάντα αφήνεται να ξεφύγει, το There’s A Devil After Me και βέβαια το βουκολικό Daddy’s Blues που μάλιστα έχει οπτικοποιηθεί δένοντας τις βαμβακοφυτείες του Mississippi με αυτές της... Κωπαϊδας.
Έχω την αίσθηση πως το επόμενο άλμπουμ, το οποίο σύμφωνα με τους ίδιους είναι σχεδόν έτοιμο, θα είναι βελτιωμένο, κάτι που εντείνει την ανυπομονησία για νέο υλικό. Για τους φίλους των blues που αρέσκονται να βάζουν μια τόσο δα μικρή εσάνς περιπέτειας στη ζωή τους, αυτός ο δίσκος συστήνει μια νέα μπάντα με εμφατικό τρόπο.
Anal Veritas - DmLShD EP (self-release, 2020)
Μια μπάντα με πολύχρονη ιστορία, αραιή δισκογραφία και επίσης αραιές live εμφανίσεις είναι οι Anal Veritas. Το 2013, ενώ υπήρχαν ήδη επί μια δεκαετία, μας συστήθηκαν δισκογραφικά με το Project TV Junkies ως σύνοψη της ως τότε εποχής τους, με ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα “άγνωστα” εξώφυλλα της ελληνικής σκηνής. Ακολούθησε το 2ο άλμπουμ Happy Estrella το 2017, λίγο πριν την κυκλοφορία του οποίου κάποια παλαιά μέλη αποχώρησαν, και πλέον βρισκόμαστε στην τρίτη εποχή του σχήματος. η οποία έχει ήδη δοκιμαστεί και στις ζωντανές σκηνές της πόλης.
Ως πρώτη καταγραφή αυτής της εποχής κυκλοφόρησε τον Αύγουστο στο bandcamp της μπάντας το ΕΡ DmLShD (πιθανότατα διαβάζεται Demolished), ενώ αναμένεται και δεύτερο EP το οποίο βρίσκεται ήδη στα σκαριά, όπως μας πληροφορεί σχετικό βίντεο. Ήδη από την εισαγωγή του Superfix, που φέρνει στο νου το Cherub Rock των Smashing Pumpkins, καταλαβαίνουμε πως οι τρεις νέες τους εγγραφές περιέχουν περισσότερο ‘90s rock σε σχέση με το παρελθόν τους. Το groove ήταν βέβαια πάντοτε χαρακτηριστικό τους, αλλά εδώ ακούγεται σαφώς πιο στιβαρό.
Όπως συνήθως γίνεται, στα ΕΡ δεν απαιτείται να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη νοηματική συνοχή και το DmLShD δεν ξεφεύγει από αυτόν τον άτυπο νόμο, καθώς κάθε τραγούδι διαφέρει σημαντικά ως λογική από τα υπόλοιπα, ακόμη και ως παραγωγή.
Στα φωνητικά πλέον βρίσκεται η Χρύσα Τσαλταμπάση (Spineless, National Pornografik μεταξύ άλλων μυριάδων συμμετοχών), η οποία φέρνει και τους στίχους της σε όλα τα κομμάτια. Εδώ θα βρείτε μερικές από τις πιο ώριμες ερμηνείες της ως τώρα πορείας της, χρησιμοποιώντας κυρίως τα “καθαρά” της, χωρίς να αποφεύγει να παραμορφώσει τη φωνή της όπου νιώθει πως εξυπηρετεί το κομμάτι.
Το παραπάνω συμβαίνει πλέον επιτυχημένα στη ναυαρχίδα του ΕΡ, λόγω διάρκειας αλλά κυρίως λόγω ποιότητας και συναισθήματος, το συγκλονιστικό Whispers Of A Crawling Ghost. Πρόκειται για μία doom σύνθεση μεγάλου συναισθηματικού βάρους με drone ανάπτυξη και ουσιαστικά ένα (1) βασικό κιθαριστικό riff που επαναλαμβάνεται παραλλαγμένο πάνω σε διάφορα μουσικά υπόβαθρα. Και μόνο για αυτό το κομμάτι αξίζει να ακούσει κανείς αυτήν την μικρή συλλογή τραγουδιών. Εις αναμονή του επόμενού τους ΕΡ, λοιπόν, με περισσότερες προσδοκίες πλέον για έναν αντίστοιχα δυνατό αποτέλεσμα.