Όταν στο Soundgaze αποφασίσαμε ότι θα ήμουν εγώ ένας από αυτούς που θα αναλάμβαναν να γράψουν μερικά λόγια με αφορμή την συμπλήρωση 30 χρόνων από την κυκλοφορία ενός από τα σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών, το The Queen Is Dead των Smiths, δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ πόσο παραδόξως δύσκολο θα μου ήταν και ότι θα πέρναγα ώρες μπροστά σε μια λευκή σελίδα χωρίς να μπορώ να γράψω έστω μια αράδα.
Τι το καινούργιο θα μπορούσε άραγε να ειπωθεί για ένα άλμπουμ σταθμό στην μουσική, το οποίο μέχρι σήμερα έχει αναλυθεί εκατοντάδες (αν όχι χιλιάδες) φορές από κάθε λογής ειδικούς και μη; Επίσης, όταν αυτό το άλμπουμ και γενικά το συνολικό έργο του γκρουπ είναι soundtrack ζωής για σένα τον ίδιο και κάθε φορά που κάτι σε φέρνει πίσω στους διάσπαρτους με τυχαία δράματα χειμώνες της νιότης σου σιγοτραγουδάς τουλάχιστον τα μισά (αν όχι όλα) κομμάτια του άλμπουμ, τότε είναι ακόμα πιο δύσκολο. Πως μπορείς να μιλήσεις σε βάθος για αυτό χωρίς να ξαναθυμηθείς παλιές πληγές που προσπαθείς όλη σου την ζωή να ξεχάσεις, αλλά τα τραγούδια θα σου υπενθυμίσουν ότι δεν έκλεισαν πραγματικά ποτέ;
Γιατί οι Smiths, χάρις στην ιδιαίτερη, ξεχωριστή γραφή του Morrissey και την άγια μελαγχολία της μουσικής του Marr, πάντα αυτό ήταν. Το γκρουπ που μίλαγε για τις ζωές των outsiders αυτού του κόσμου. Aυτών που τα βάσανα και η μοναξιά του μικρόκοσμού τους, ποτέ δεν θα αποτελέσουν υλικό χολιγουντιανών ταινιών η έστω μιας σύντομης κακογραμμένης νουβέλας. Αυτών που στο τέλος της ιστορίας φεύγουν πάντα χωρίς το κορίτσι και καθ’ οδόν στην αναπόφευκτη λήθη και τη λησμονιά της ασήμαντης ζωής τους ψιθυρίζουν “… life is very long when you’re lonely”.
Oι Smiths έγιναν η φωνή όλων ημών με τις αδιάφορες συνηθισμένες ζωές που ζούμε με την ντροπή του ηττημένου, σχεδόν από την μέρα που γεννηθήκαμε. Και μέσα από τα τραγούδια τους μας εξιλέωσαν και μας έμαθαν να φοράμε τις πληγές και τις αμέτρητες ήττες μας στην ζωή, με περηφάνια.
Πρέπει λοιπόν κανείς να κατανοήσει πρώτα και πάνω απ’όλα αυτό, για να μπορέσει να αντιληφθεί το everlasting appeal του κορυφαίου ίσως άλμπουμ των Smiths σε αυτά τα 30 χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του καθώς και στις δεκαετίες που θα έρθουν. Είναι η ευκολία με την οποία το κάθε κομμάτι του δίσκου αντανακλά τα έργα και τις ημέρες και του ακροατή και τα περιβάλλει με μια αίγλη σχεδόν ηρωική, μιας και αυτά καθαγιάζονται από τις αρχέτυπες εμπειρίες του δημιουργού.
To Τhe Queen Is Dead είναι απολύτως αυθεντικό και ειλικρινές ως άλμπουμ. Από την πρώτη νότα του ομότιτλου κομματιού ως την τελευταία νότα του Some Girls Are Bigger Than Others. Εξεγείρεται ενάντια σε κάθε τι που θέλει να σε πείσει ότι η ζωή είναι μόνο για τους νικητές, τους οποίους έτσι κι αλλιώς τελείως αυτάρεσκα και αυθαίρετα ανακηρύσσει μια κοινωνία ενός τραγελαφικού “φαίνεσθαι”. Σε αυτόν τον βαθμό σχεδόν συνεχίζει το πνεύμα του punk των late 70s, χωρίς μουσικά όμως να έχει σχέση με αυτό, καθώς οι συνθέσεις του Marr είναι πολύπλοκες, ιδιοφυείς σε σύλληψη και εκτέλεση και οι επιρροές τους βρίσκονται κυρίως στα 60s. Tην ίδια στιγμή ο Morrissey διαθέτει έναν λυρισμό ο οποίος φυσικά έχει την βάση του στην αγαπημένη του λογοτεχνία ("Κeats and Yates are on Your side/but you lose, cause Wilde is on mine" τραγουδαει στο Cemetry Gates) και που σε συνδυασμό με τις ανασφάλειές του και τις έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερες προσωπικές του απόψεις πάνω σε θέματα, για τα οποία κανείς δεν θα τολμούσε να εκφράσει κάτι αντίθετο από το σύνηθες και το αναμενόμενο, δίνει μια πολύ ιδιαίτερη φωνή στο άλμπουμ, μίλια μακριά από οποιοδήποτε mainstream standard της εποχής. Της κάθε εποχής.
Το The Queen Is Dead μοιάζει με μια σκουληκότρυπα στο χωροχρονικό συνεχές που σε ταξιδεύει σε ένα παράλληλο εναλλακτικό σύμπαν, όπου είναι ok να μην είσαι ok. Όπου η αυτοκτονία (I know It’s Over) είναι πράξη θάρρους ενάντια στην μοναξιά και όχι δειλία. Όπου αυτοί που δεν σε πήραν ποτέ στα σοβαρά και προσπάθησαν να σε σπάσουν για να σε χωρέσουν επιτέλους στα καλούπια τους και να σε διαχειριστούν προς όφελος τους (The Boy With The Thorn In His Side) είναι αυτοί που τελικά θα ηττηθούν απ’ την επιμονή σου στο δικαίωμα σου να μην τους μοιάζεις. Ένα σύμπαν όπου απλά some girls are bigger than others και αυτό είναι η μόνη απάντηση σε κάθε πιθανή ερώτηση γιατί τελικά δεν υπάρχει κάποιο master plan πίσω από κάθε γεγονός της ζωής. Ένα σύμπαν όπου «υπάρχει ένα φως που δεν σβήνει ποτέ» και πάντα θα σε λυτρώνει από την βαρβαρότητα της ζωής.
Όλα τα κομμάτια του άλμπουμ είναι γραμμένα φυσικά από τον Marr και τον Morrissey οι οποίοι έκαναν και την παραγωγή μαζί με τον ηχολήπτη και τεχνικό τους στο στούντιο Stephen Street. Για να μπορείς να κάνεις την παραγωγή ο ίδιος, πάνω απ’ όλα, περισσότερο και από την τεχνική γνώση, χρειάζεται ξεκάθαρη άποψη για το πώς θες να ακούγονται στο τέλος οι συνθέσεις σου. Και για μένα προσωπικά αυτό είναι το κλειδί στο γιατί το The Queen is Dead είναι το εμβληματικό άλμπουμ για το οποίο γράφονται τόσα κείμενα 30 χρόνια μετά. Οι Smiths είχαν την τόλμη να ακολουθήσουν το προσωπικό τους όραμα κόντρα σε οποιοδήποτε trend της εποχής. Γιατί πάνω απ’ όλα έκαναν μουσική προς τέρψιν των ιδίων, γιατί το είχαν ανάγκη, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Το ευτύχημα ήταν και είναι ότι υπήρχε και πάντα θα υπάρχει μια πάρα πολύ μεγάλη μάζα ακροατών έτοιμοι για ένα γκρουπ που θα τραγουδάει μέσα από μεγαλειώδεις συνθέσεις και too close to the bone στίχους για τις ζωές τους, τις δικές τους μικρές ζωές.
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να πω ότι πολλοί ίσως δεν κατανοούν το πόσο σημαντική ήταν η συνεισφορά των Andy Rourke (μπάσο) και Mike Joyce (ντραμς) στον τελικό ήχο των Smiths. Ο Marr φυσικά έγραφε την μουσική αλλά το arrangement των κομματιών γινόταν από κοινού και από τους τρεις. Οι bass lines του Rourke είναι απολύτως αντάξιες των καθαριστικών μερών του Marr, όσον αφορά την συνεισφορά στον τελικό ήχο και δομή του κάθε κομματιού. Και φυσικά αν αυτά δεν μπορεί να τα στηρίξει ένας εξίσου δημιουργικός και σταθερός ντράμερ που θα αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες της κάθε σύνθεσης, τα πάντα υποβιβάζονται σε κάτι που δεν αξιοποιεί το 100% των δυνατοτήτων του και καταλήγει ως μια ακόμα μετριότητα.
Όλα αυτά τα χρόνια είχα την τύχη να δω live τον Morrissey πολλές φορές και πριν 3 χρόνια είχα επιτέλους την τύχη να δω και τον Johnny Marr στο Birmingham στο πλαίσιο της περιοδείας για την προώθηση του πρώτου προσωπικό άλμπουμ του. Παρ’όλη την έκσταση, σε κάθε μία από αυτές τις συναυλίες ένιωθα ότι κάτι έλειπε στα τραγούδια των Smiths που ήταν στο εκάστοτε playlist του ενός ή του άλλου. Στου Morrissey υπήρχε φυσικά η original φωνή και εκπληκτική ερμηνεία αλλά δεν υπήρχε η αυθεντικότητα του παιξίματος που μόνο οι υπόλοιποι Smiths θα μπορούσαν να προσφέρουν, ενώ στα live του Marr τα κομμάτια των Smiths διατηρούν τουλάχιστον την αυθεντική απαράμιλλη καθαριστική ερμηνεία αλλά πάσχουν ανεπανόρθωτα από την τραγική έλλειψη της φωνής του Morrissey.
To The Queen Is Dead είναι λοιπόν μια από τις μαγικές στιγμές στην ιστορία της μουσικής, όπου όλα συνωμότησαν ώστε οι σωστοί άνθρωποι να βρεθούν μαζί την σωστή στιγμή και να δημιουργήσουν ένα σπάνιο αριστούργημα, το όποιο είχαν την γενναιοδωρία να μοιραστούν μαζί μας. Οι θησαυροί έχουν τεράστια αξία ακριβώς γιατί είναι σπάνιοι και φυλάσσονται καλά κρυμμένοι σε κάποιο σεντούκι που ελάχιστοι θα έχουν την τύχη να αντικρύσουν. Φαντάσου λοιπόν πόσο πλούσιοι είμαστε που ένας τόσο σπάνιος μουσικός θησαυρός μοιράστηκε απλόχερα σε όλους μας, όσους τουλάχιστον μπορούμε να τον εκτιμήσουμε. Προσωπικά λοιπόν θα νιώθω πάντα ευγνώμων για τους Smiths και το 30χρονο πλέον αριστουργηματικό άλμπουμ τους The Queen Is Dead. Και να σκεφτεί κανείς ότι για μένα δεν είναι καν το κορυφαίο τους! Το Strangeways, Here We Come είναι. Aλλά αυτή είναι μια τελείως άλλη συζήτηση. After all only one thing is for sure… some albums are bigger than others…
Take me out tonight
Where there's music and there's people
And they're young and alive…