Ο Wim Mertens έχει επισκεφθεί την Ελλάδα ουκ ολίγες φορές στη διάρκεια της μακράς πορείας του στη μουσική. Μάλιστα θα βρισκόταν εδώ και τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε (19/9/2020 συγκεκριμένα), αλλά η εποχή μόλις είχε αρχίσει να ξαναγίνεται παράξενη... Η Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, πάντως, θα φορέσει τα καλά της και θα τον υποδεχτεί φέτος, στις 7 Ιουλίου, με την ευκαιρία της παρουσίασης ενός όχι τόσο νέου πλέον άλμπουμ (The Gaze Of The West), συν βέβαια κάποιων από τις πιο αναγνωρίσιμων στιγμών της δισκογραφίας του. Το ευρύ κοινό γνωρίζει οπωσδήποτε κάποια συγκεκριμένα κομμάτια του, όμως στην χαώδη δισκογραφία του Mertens κάποια άλμπουμ είναι πιο ίσα από τα άλλα - και αυτό δεν οφείλεται απαραίτητα μονάχα στα γνωστότερα crowd pleasers.
Είναι πολύ εύκολο για τον απλό ακροατή να συσχετίσει τον Wim Mertens άμεσα με την Αγία Τετράδα του μινιμαλισμού (Steve Reich, Philip Glass, Terry Riley, La Monte Young) - όσο απλός μπορεί να θεωρείται βέβαια ένας ακροατής που μαγεύεται από τις επαναληπτικές ασκήσεις του ύφους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Φλαμανδός συνθέτης έχει επηρεαστεί βαθιά από τα παιχνιδίσματα τύπου "τι θα γίνει άραγε αν…" της αρχετυπικής Αμερικανικής σχολής ως προς τη βάση της μουσικής του, όμως σε γενικές γραμμές γράφει με πιο συναισθηματικό και λιγότερο "κλινικό" τρόπο από τους παραπάνω πρωτοπόρους. Στη δική του εργογραφία περιλαμβάνονται και δίσκοι που απευθύνονται σε κοινό που δεν διαθέτει την ειδική μουσική γνώση και, στην τελική, δεν επιθυμεί καν να "πιάσει" το μουσικό gimmick του εκάστοτε κομματιού ώστε να το απολαύσει πλήρως.
Πήρε λοιπόν τις διδαχές της Τετράδας και τις χρησιμοποίησε ως δομικά εργαλεία μέσα σε μουσικά τεμάχια που στοχεύουν, και καταφέρνουν, να αγγίξουν συναισθήματα πιο άμεσα, δημιουργώντας έναν δικό του, ίσως όχι μοναδικό αλλά οπωσδήποτε προσωπικό, ορισμό της pop. Τολμηρή η τελευταία φράση, αλλά το - λογικά ηθελημένο - φλερτ των μεγάλων του hits (με ίσως πιο γνωστά τα Struggle For Pleasure, 4 Mains και Close Cover επιλεγμένα και από τον ίδιο στο ουσιαστικά compilation soundtrack του Belly Of An Architect) με την τότε δημοφιλή new age συνιστά επαρκή ένδειξη προς αυτήν την θεώρηση. Γιατί δηλαδή, ο τίτλος του δίσκου που θα θυμηθούμε εδώ (Μεγιστοποιώντας Το Κοινό) πόσο πιο ξεκάθαρα θα μπορούσε να παραπέμπει σε εκείνη τη νοοτροπία;
Το Maximizing The Audience ήταν το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε στην εποχή του υπό το όνομα του συνθέτη, με την υποσημείωση "performed by Soft Verdict" να κάνει την σύνδεση με το παλιό όνομα που χρησιμοποιούσε για εκείνον και την ομάδα μουσικών που τον συνόδευε. Βέβαια έκτοτε θα απεμπλακεί εντελώς από αυτό το moniker, σε σημείο οι επανεκδόσεις των πρώιμων αυτών δίσκων να φέρουν στο εξώφυλλο μονάχα το όνομα του Mertens - υποθέτουμε και για λόγους μεγαλύτερης αναγνωρισιμότητας από την ήδη διαμορφωμένη παγκόσμια βάση των πολυπληθών ακόλουθων του.
Γράφτηκε για το (εννοείται αντισυμβατικό) θεατρικό έργο "De Macht Der Theaterlijke Dwaasheden" ("The Power Of Theatrical Madness") του επίσης Φλαμανδού Jan Fabre, το οποίο μάλιστα είχε παρουσιαστεί πριν 8 χρόνια και στην Ελλάδα. Φυσικά και θυμάστε το προ πενταετίας σκηνικό με την πρόσληψη του Fabre ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ και την κακήν κακώς παραίτησή του λίγες εβδομάδες μετά… το οποίο δεν θα μας απασχολήσει εδώ, ούτε θα εκφέρουμε άποψη, όμως ως ιστορία είναι ενδεικτική της ανατρεπτικής και προκλητικής για τα χρηστά ήθη λογικής του.
Παρατηρείτε βεβαίως την αποστασιοποίηση του τίτλου του δίσκου από τον τίτλο του θεατρικού για το οποίο προορίστηκε. Αν και η διάρκεια του έργου πλησιάζει τις 4μιση ώρες (!), η διάρκεια της μουσικής όπως καταγράφηκε στο διπλό άλμπουμ σταματάει στα 72 λεπτά. Πρόκειται πάντως για την πρώτη φορά που ο Mertens τραβάει σε τόσο μάκρος τις συνθέσεις του: το ομώνυμο κομμάτι μόλις για λίγο δεν ξεπερνάει τα 12 λεπτά, ενώ 3 ακόμη κομμάτια ξεπερνούν τα 18!
Ο δίσκος ξεκινάει με το Reich-ικό σε δομή και ανάπτυξη Circles: για 18 λεπτά υπερτίθενται μελωδίες κλαρινέτων και σαξοφώνων σε μια σύνθεση που αναπτύσσεται αργά και σταθερά χωρίς απαραίτητα να φτάνει σε μια λύτρωση. Κλασικό δείγμα μινιμαλιστικής σύνθεσης που μαρτυρά τη θεατρική φύση της αποστολής του, ως ξεχωριστό ακρόαμα μάλλον απευθύνεται στους πιο "σκληροπυρηνικούς" του ύφους και συντείνει ακόμη περισσότερο στη γενικότερη θεώρηση πως ο μινιμαλισμός δεν είναι τόσο ένα μουσικό ύφος, όσο ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης της μουσικής. Ωστόσο, ακόμη και εδώ φαίνεται η προσπάθεια του Martens να κατασκευάσει μια διακριτή μελωδική γραμμή.
Είναι πράγματι τόσο δυνατές οι μελωδίες του Mertens που δεν μπορεί να ενοχλήσει η ατέρμονη επανάληψη τους, πόσο μάλλον όταν από επανάληψη σε επανάληψη εμφανίζονται παραλλαγμένες, στο ελάχιστο που συμβαίνει αυτό. Παράδειγμα τα πιανιστικά θέματα του λυρικού Lir, τα οποία αφήνονται να απλωθούν δυναμικά μέσα στα 18 λεπτά του κομματιού, με υπαρκτές αλλά τόσο μικρές διαφοροποιήσεις που μοιάζουν σχεδόν να μην συμβαίνουν - αυτό όμως θα το κατανοήσετε περισσότερο όταν συγκρίνετε το αρχικό και το τελικό θέμα κάθε φορά. Σε κάποια ενότητα εδώ επαναχρησιμοποιεί (όχι ως κεντρικό) το θέμα από το δικό του Gentleman Of Leisure από το EP Struggle For Pleasure (1982), αυτή τη φορά ενορχηστρωμένο για πιάνο.
Στο κομμάτι που έδωσε και το όνομα στο άλμπουμ δανείζεται (πάλι όχι ως κεντρικό, αλλά ενταγμένο) ένα θέμα από το δικό του Inergys, μέσα από το Vergessen (1983). Κάποιοι μπορεί να κατηγορήσουν τον Mertens για έλλειψη έμπνευσης επειδή καταφεύγει σε ήδη καταγεγραμμένες μουσικές του (και θα συνεχίσει να το κάνει σε επόμενους δίσκους), αλλά οι συνθέτες δεν θα έπρεπε να περιορίζονται από αυτό - όπως ένας μάστορας δεν πετάει τα εργαλεία του μόλις τα χρησιμοποιήσει, εάν μπορούν να του χρησιμεύσουν και σε κάποια άλλη εργασία του και ειδικά αν θα βελτιώσουν τις επόμενες κατασκευές του. Το κομμάτι χτίζεται μεθοδικά, προσθέτοντας και αφαιρώντας επίπεδα από πιάνο, κλαρινέτα και σαξόφωνα (από τον Dirk Descheemaeker, διαχρονικά τακτικότερο συνεργάτη του Mertens ως και σήμερα, αλλά και των θεοσκότεινων Univers Zero επί σειρά ετών) και δύο γυναικείες φωνές (που με υπέρθεση γίνονται έξι), μέχρι να φτάσει στην κλιμάκωση λίγο πριν το τέλος του, μια υπερβατική έκρηξη συναισθημάτων.
Δομικές αντιστοιχίες στον μοντέρνο μη-κλασικότροπο ήχο μπορούμε να εντοπίσουμε στο post rock των προηγούμενων δεκαετιών, εκφάνσεις του οποίου ριζώνουν βαθιά στον μινιμαλισμό. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο κοφτός τρόπος με τον οποίον χτυπάει τις νότες του πιάνου ο Mertens, θα έλεγε κανείς πως πάλλονται στα χέρια του. Όσο για τις μελωδίες που λέγαμε παραπάνω, αυτές έχουν παίξει το ρόλο τους ώστε να καταστήσουν το κομμάτι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα. Οι κύριες στη φωνή παίζουν λεκτικά κυρίως με την έκφραση "Festspielhaus Bayreuth Richard Wagner", έναν από τους γνωστότερος και παλαιότερους χώρους τέλεσης παραστάσεων και γενικότερα εκδηλώσεων στο Bayreuth της Βαυαρίας.
To The Fosse μπορεί να εκληφθεί ως ένα εναλλακτικό radio edit του Lir, καθώς πρόκειται για το ίδιο ακριβώς βασικό θέμα ενορχηστρωμένο παρόμοια, με την προσθήκη γυναικείας φωνής που τραγουδάει συλλαβές μιας ακατάληπτης γλώσσας. Ως το τέλος του κομματιού, συνειδητοποιούμε πως ο Mertens δεν είχε ως τότε χρησιμοποιήσει τόσο εκτεταμένα την ανθρώπινη φωνή και μάλιστα ως βασικό όργανο.
Ο δίσκος κλείνει με το υπέροχο Whisper Me, ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της δισκογραφίας του Mertens και το πιο κλασικότροπο του άλμπουμ από άποψη ενορχήστρωσης. Εδώ χρησιμοποιεί για πρώτη φορά, σε τόσο μεγάλη έκταση τουλάχιστον, τη δική του φωνή ως κόντρα τενόρος, ιδιότητα σπάνια στην εποχή μας (ακόμη και σε εκείνη την εποχή), που όμως μας είναι οικεία χάρη π.χ. στους Sigur Ros, αφού η χαρακτηριστική και ασυνήθιστα ψηλή για άνδρα φωνή του Jonsi αποτελεί εγγενές στοιχείο του ήχου τους.
Όμως οι τεχνικές επεξηγήσεις σε ένα τέτοιο συναισθηματικό μουσικό τεμάχιο περιττεύουν μόλις ξεκινήσει η ακρόασή του. Ρομαντικό και ονειρικό, ελίσσεται σε κύκλους, από την μια αγναντεύει καταγάλανους ωκεανούς, από την άλλη υπερίπταται και αφήνει ίχνη στα σύννεφα, ενώ κλείνει καταλήγοντας… πουθενά συγκεκριμένα, μεταφέροντας στη δική μας φαντασία το τέλος ενός ταξιδιού που θα μπορούσε να διαρκέσει κι άλλο τόσο. Οι Godspeed You Black Emperor/A Silver Mt. Zion, εννοείται και οι Sigur Ros, πρέπει να είχαν ερωτευτεί με πάθος αυτό το κομμάτι όταν ξεκινούσαν…
Από το άλμπουμ προέκυψαν δύο EP: το Maximizing The Audience με το μαύρο εξώφυλλο και συνεπτυγμένες εκδοχές των Maximizing… και Whisper Me, και το The Power Of Theatrical Madness που επωλείτο μόνο στις παραστάσεις του θεατρικού, με τα The Fosse και Lir, το τελευταίο επίσης σε συντομότερη έκδοση.
Το Maximizing The Audience ήταν η πιο ολοκληρωμένη και η πιο επιτυχημένη έως τότε προσπάθεια του Wim Mertens να μιλήσει τη δική του μουσική γλώσσα αξιοποιώντας την εργαλειοθήκη του μινιμαλισμού όπως την έκανε κτήμα του όσο "θήτευσε" στην Αμερικανική σχολή. Ως Ευρωπαίος, όμως, η πλούσια κλασική παράδοση της Γηραιάς Ηπείρου θα του έδινε αναπόφευκτα τη δυνατότητα να μπολιάσει τη γνώση του αυτή με την μελωδικότητα και την ευαισθησία της. Η συνέχεια είναι γνωστή και μέρος αυτής θα βιώσουμε την Τετάρτη 7/7 στην Τεχνόπολη.