Γνωρίσαμε δισκογραφικά τη Σοφία Σαρρή ως μέλος των Night On Earth, κατόπιν του φωνητικού σχήματος των Σανάδων (με τις οποίες μάλιστα βρέθηκε και στο Μέγαρο Μουσικής) και ως live συνοδοιπόρο σε εμφανίσεις των Θανάση Παπακωνσταντίνου, Φοίβου Δεληβοριά και Νίκου Πορτοκάλογλου. Πρόκειται για μία άρτια τραγουδίστρια με ξεχωριστό προσωπικό ύφος το οποίο έχει καλλιεργήσει επιμελώς και έχει κάνει κτήμα της όλα αυτά τα χρόνια που την γνωρίζουμε. Εκτός όμως από την ποσότητα της δουλειάς που έχει να επιδείξει, η Σοφία διαθέτει το φυσικό χάρισμα αυτής της επιμεταλλωμένης φωνής, σαν να διέρχεται μέσα από ένα χάλκινο tweeter πριν φτάσει στα αυτιά μας κρυστάλλινη και πεντακάθαρη. Η συναυλία της Πέμπτης στο Ρομάντσο ήταν η δεύτερη στην οποία παρουσίασε υλικό από το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της, το οποίο αναμένεται αργότερα μέσα στη χρονιά. Για όσους δεν έχουν βρεθεί ποτέ εκεί, το Ρομάντσο βρίσκεται στο κέντρο της πρωτεύουσας πολύ κοντά στην Ομόνοια, με ό,τι θετικό και αρνητικό συνεπάγεται αυτό, ακριβώς στις εγκαταστάσεις του πασίγνωστου (στις παλαιότερες γενιές - οι σημερινοί 30άρηδες μόνο κατά λάθος θα το θυμούνται) παλιού περιοδικού. Ο χώρος του ισογείου, που μας ενδιαφέρει, έχει διαμορφωθεί ως μπαρ στα αριστερά και ως χώρος εκδηλώσεων στα δεξιά.
Η Σοφία Σαρρή ελπίζει να αποσυνδέσει την εικόνα και της φωνή της από το σχήμα των Night On Earth, αλλά όχι και από τις επιρροές της ως τραγουδίστρια. Η Beth Gibbons, η Bjork και η Anneke van Giersbergen βρίσκονται ακόμη εκεί να οδηγούν τα βήματα και τη φωνή της. Ειδικά η δεύτερη, ως πιο ολοκληρωμένη μουσικός/παραγωγός από την αναφερόμενη τριάδα, φαίνεται να έχει επηρεάσει λίγο περισσότερο και το ύφος των τραγουδιών της, ιδιαίτερα αν θεωρήσουμε πως το ξεκίνημα του live έδωσε και το γενικότερο στίγμα του: το Cuckoo, επίσης σε βίντεο κλιπ, θα μπορούσε εύκολα να πάρει θέση στο Vespertine ή, ακόμη πιο ταιριαστά, σε κάποιο remake του Homogenic. Και αυτό όχι μόνο λόγω των χαρακτηριστικών παγωμένων υπόκωφων beats που δίνουν αέρα στη φωνή της Σοφίας, αλλά και της συνθετικής συγγένειας του κομματιού με το κλίμα των συγκεκριμένων άλμπουμ. Η συνεισφορά των δεξιοτεχνών μουσικών που συνοδεύουν τη Σαρρή δεν περιορίζεται στο εγχείρημα της ζωντανής απόδοσης των κομματιών του δισκου. Οι ίδιοι συμμετείχαν στην ηχογράφηση του, γι' αυτο ακούγονταν εξαίρετα δεμένοι μεταξύ τους.
Το υπόλοιπο υλικό ακουγόταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Σαρρή. Από ήπια ηλεκτρονικές “μπαλάντες” μέχρι τις δυνατές στιγμές κυριαρχίας των εγχόρδων (κοντραμπάσο, βιολί, κρητική λύρα) και τις ιδιαίτερες διασκευές της (ένα “αρχαίο” Νορβηγικό τραγούδι αγνώστων λοιπών στοιχείων, το Song To The Siren που - ίσως λόγω και των γυναικείων φωνητικών – πλησίαζε περισσότερο τη διασκευή των This Mortal Coil παρά το αυθεντικό του Tim Buckley, καθώς και το Reflection των Tool (που μέσα στο μεγαλείο του μας θύμισε την οκνηρία τους και τα χρόνια που έχουν λείψει από την δισκογραφία), τα κομμάτια έδειχναν προσήλωση σε μία πιο ευήκοη προσέγγιση της πειραματικής μουσικής, με τη φωνή της φυσικά να πρωταγωνιστεί. Πέραν της Bjork, η πιο άμεση αναφορά πρέπει να είναι η ambient ηλεκτρονική και νεο-jazz μουσική των Νορβηγών συνάδελφών της και η trip hop, αλλά με λιγότερο ψυχρό, πιο ανθρώπινο και πιο ζεστό πρόσωπο.
Το οπτικό ενδιαφέρον συναγωνιζόταν το ηχητικό, καθώς η Σαρρή υποστήριζε μία ιδιαίτερη σκηνική περσόνα - με ας τις πούμε-ιδιαίτερες ατμοσφαιρικές στυλιστικές επιλογές (δείτε τις φωτογραφίες για την όψη που υιοθέτησε σε αυτό το live), ενώ στο υπόβαθρο έπαιζαν βιντεοπροβολές ειδικά διαμορφωμένες για κάθε τραγούδι ξεχωριστά, πράγμα που δείχνει πως, αν μη τι άλλο, έγινε μία σοβαρή και οργανωμένη δουλειά πάνω σε ένα στιβαρό concept και δεν έγιναν θυσίες υπέρ της προχειρότητας, στον βωμό ενός μη επιθυμητού αυθορμητισμού. Μπορούμε φυσικά να θεωρήσουμε ως τέτοιον τα σκεύη που έπεσαν 3-4 φορές από τα χέρια του κοινού και ακούστηκαν στα πιο λάθος σημεία, αλλά παράλληλα ταίριαξαν τόσο πολύ με το ηχητικό περιεχόμενο των συγκεκριμένων στιγμών που πήραν την σιωπηρή έγκριση της frontwoman.
Μη νοσταλγείτε τους Night On Earth. Μακάρι (το εύχομαι ως φαν, μην με παρεξηγείτε) να επανέρχονταν στη μουσική δημιουργία ως ομάδα, αλλά η κεκτημένη δημιουργική ταχύτητα (παρά τους μάλλον χαλαρούς ρυθμούς με τους οποίους λειτουργούσαν) από το buzz που πέτυχαν στο underground κοινό ως το δειλό πέρασμα σε μεγαλύτερο - αλλά, τελικά, όχι τόσο δεκτικό - ακροατήριο μετά τη συνεργασία τους με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, έχει στα σίγουρα χαθεί. Πλέον αναφέρονται κυρίως ως παράσημο στα βιογραφικά των πρώην μελών τους, στοιχειώνοντάς τους (διαβάζεται και “καταδικάζοντάς τους”) σε επιλογές που τουλάχιστον θα πρέπει να τηρούν κάποια δημιουργικά standards. Η ασυμβίβαστη στάση της Σοφίας, η οποία ακόμη και στα live sessions με δημοφιλείς μουσικούς όπως ο Δεληβοριάς και ο Πορτοκάλογλου κρατούσε την ιδιαιτερότητα της ερμηνείας της, τιμά τις αρχές της και δίνει ελπίδες για το μέλλον της. Το αν το προσωπικό της project ως band leader θα διάγει έναν επιτυχημένο βίο στα charts (γελάμε...) ή έστω στη συνείδηση μίας αναπόφευκτα περιορισμένης μερίδας εραστών της μουσικής, ενέχει παραμέτρους που είναι κυρίως εξωμουσικές, άρα δεν έχει νόημα να εξετάσουμε εδώ.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής