Η πρώτη μέρα του επετειακού Rockwave Festival φιλοξένησε ένα δίδυμο που πολλοί είχαν ονειρευτεί αλλά μέχρι πριν λίγα χρόνια η εμφάνισή του στα μέρη μας έμοιαζε ως απίθανο σενάριο. Το πακέτο Black Keys - Black Angels (δύο σχήματα που βρίσκονται στο peak τους) θύμισε κάτι από τις παλιότερες εποχές του φεστιβάλ και μάζεψε ένα μεγάλο (και ετερόκλητο) πλήθος στον πανέμορφο (αν και λίγο ξεκομμένο από την πόλη) χώρο του Terra Vibe, βάζοντας μας ξανά στη διαδικασία του «πηγαίνω σε ένα μεγάλο φεστιβάλ».
Οι Puta Volcano είχαν τον, συνήθως άχαρο, ρόλο να εμφανίζονται πρώτοι στο φεστιβάλ. Δυστυχώς την ώρα που φτάσαμε στο χώρο μόλις είχε τελειώσει η εμφάνιση τους δίχως να τους δούμε επί σκηνής, ωστόσο στην επόμενη εμφάνιση τους θα είμαστε από νωρίς εκεί για να τους παρακολουθήσουμε.
Όταν ανακοινώθηκε το support act των Big Nose Attack από τη διοργανώτρια εταιρία, δεν θα έπρεπε να υπήρξε η παραμικρή αντίρρηση ότι επελέγη το πιο ταιριαστό συγκρότημα για την ημέρα που θα έπαιζαν οι Black Keys. Οι λόγοι πρέπει να θεωρούνται προφανείς για όποιον έχει ακούσει έστω ένα κομμάτι τους (με πιθανότερο υποψήφιο το hit-άκι That Girl): δύο άτομα στην σκηνή σε κιθάρα και ντραμς, με εμφανέστατες επιρροές από blues rock και σύγχρονους αναβιωτές του όπως οι White Stripes και, φυσικά, οι Black Keys. Mε πολλές εμφανίσεις σε μικρές σκηνές, αλλά και κάποια δυνατά support σε γεμάτα venues (ενδεικτικά θυμόμαστε το Gagarin, όπου άνοιξαν π.χ. για τους Blue Oyster Cult και πιο πρόσφατα για τους Blues Pills), τώρα πρόσθεσαν στο βιογραφικό τους και το Rockwave Festival μπροστά σε περίπου 8 χιλιάδες κόσμο (εκείνη την ώρα πάντα – κατόπιν ο αριθμός αυτός θα υπερδιπλασιαζόταν), κάνοντας πάντα αυτό που γνωρίζουν να κάνουν καλύτερα. Ο δυνατός ήχος τους βοήθησε να περάσουν το «μήνυμα» μέχρι τους καθήμενους στα πίσω παγκάκια. Η εμφάνισή τους δεν περιείχε κάποια έκπληξη, εκτός από τις φλόγες (!) που πετάχτηκαν προς το τέλος, οι οποίες μάλιστα δεν ξαναεμφανίστηκαν ως την ώρα που βγήκαν οι headliners της βραδιάς.
Οι Κορίνθιοι 1000mods τα τελευταία χρόνια έχουν «οργώσει» τους εγχώριους (και όχι μόνο) συναυλιακούς χώρους, τους είχαμε συνηθίσει ωστόσο σε μικρά venues. Αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα τους έβλεπα σε μεγάλο ανοιχτό stage (η σκηνή των Μουσικών Κυμάτων της Νέας Μάκρης, όπου τους είχα δει πέρυσι, δεν είναι συγκρίσιμο μέγεθος) και υπήρχε η σχετική περιέργεια για το πως θα ανταποκριθούν. Τα «περήφανα τέκνα του Χιλιομοδίου» τα κατάφεραν περίφημα δίνοντας ένα δυναμικό live μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό που έχουν παίξει και, παρότι τους έχουμε δει ζωντανά πολλάκις (σε σημείο να έχουμε χάσει το μέτρημα), κατόρθωσαν να μας ενθουσιάσουν για ακόμα μια φορά. Μπορεί ο ήχος τους να είναι σαφώς βαρύτερος σε σχέση με αυτό των συγκροτημάτων που ακολουθούσαν αλλά μόνο παράταιροι δεν έμοιαζαν στο όλο σκηνικό. Το σετ τους περιλάμβανε επιλογές από τα δυο εξαιρετικά άλμπουμ τους (Super Van Vacation και Vultures) με το Vidage να αποτελεί, ως συνήθως, το highlight της εμφάνισης τους και το Super Van Vacation να μοιάζει ιδανικό για φινάλε.
Τους Black Angels είχαμε την τύχη να τους δούμε πριν 1,5 χρόνο στο Fuzz σε ένα αξέχαστο live. Αυτή τη φορά θα τους βλέπαμε σε έναν ανοιχτό χώρο και περιμέναμε να δούμε πως θα λειτουργήσει η μουσική τους σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Η απάντηση μας δόθηκε εξαρχής, καθώς ο ήχος τους δεν έχανε το παραμικρό της μαγείας του λόγω του ανοιχτού χώρου. Η μπάντα από το Οστιν του Τέξας απέδωσε εξαιρετικά, επέλεξαν μάλιστα να βυθιστούν περισσότερο στη ψυχεδέλεια χωρίς να σκεφτούν το όποιο ρίσκο μπροστά στο τεράστιο πλήθος. Όσο περνούσε η ώρα και ο ήλιος έπεφτε, τα ψυχεδελικά visuals φαινόντουσαν καλύτερα και η συναυλία εξελισσόταν θαυμάσια. Από τα κομμάτια που ακούστηκαν προσωπικά θα ξεχώριζα το λατρεμένο You On The Run και το αναμενόμενο Young Men Dead που φάνηκε να το ξέρουν κάπως περισσότεροι ανάμεσα στο πλήθος. Με λίγα λόγια οι Black Angels έδωσαν ένα σπουδαίο live (σαφώς το καλύτερο όλου του φεστιβάλ) μπροστά σε ένα κοινό που μόνο ενθουσιώδες δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ απόδοσης συγκροτήματος και ανταπόκρισης κόσμου. Ευχόμαστε τουλάχιστον η συναυλία αυτή να παρακινήσει κάποιους από το κοινό να αναζητήσουν τη δουλειά του γκρουπ καθώς ήταν εμφανές ότι η πλειοψηφία αγνοούσε ότι έβλεπε εν δράσει το κορυφαίο σχήμα του ψυχεδελικού rock αυτή τη στιγμή.
Λίγοι από τους «παλιούς» οπαδούς των Black Keys θα περίμεναν ποτέ πως και μόνο η ανακοίνωση της συναυλίας τους θα έφερε ρίγη ενθουσιασμού σε χιλιάδες νεολαίους της Ελληνικής επικράτειας. Πως το πάνελ ενός κυριακάτικου πρωινάδικου θα αλάλαζε από χαρά όταν η ειδική ανταποκρίτρια του καναλιού διευκρίνιζε πως «πήρε συνέντευξη από τον Dan». Βέβαια από την εποχή π.χ. του Rubber Factory και του Magic Potion έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι του χρόνου. Με σημείο καμπής το (φοβερό) Brothers, οι Black Keys πλέον είναι μία διαφορετική μπάντα, που απευθύνεται σε μεγάλο πλήθος κόσμου και, τουλάχιστον όσο αφορά τον ελλαδικό χώρο, έχει προωθηθεί σε τεράστιο βαθμό από τα Μέσα, με αποκορύφωμα τη διαφήμιση εταιρίας κινητής τηλεφωνίας (= σίγουρη και άμεση επιτυχία). Έτσι δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν το απίστευτο πλήθος του κοινού που κινήθηκε προς το Terravibe – και μπορεί ο καθένας να φανταστεί πόσο μεγαλύτερο θα ήταν αυτό αν η συναυλία δεν γινόταν εν μέσω τριημέρου.
Αφού αδράξουμε την ευκαιρία να ψέξουμε ως εκτός χρόνου τους ελιτιστές του internet που περίμεναν να ακούσουν το rock 'n' roll «τους» με τον «παλιό τρόπο» σνομπάροντας ένα live που μπορεί και να περίμεναν χρόνια, συνεχίζουμε. Στην τελική, ο Dan Auerbach ασχολείται πρόσθετα με διαφορετικά πράγματα, από hip hop (στο προσωπικό του project Blakroc) μέχρι pop (Lana Del Rey, για όσους έχουν ξεχάσει ότι επιμελήθηκε την παραγωγή στο τελευταίο της άλμπουμ).
Μετά τη λήξη της εμφάνισης των Black Angels, το κοινό πύκνωνε όλο και περισσότερο κοντά στην σκηνή. Οι μικρές ηλικίες, με σθένος και τσαγανό, προσπαθούσαν να πάρουν την πλησιέστερη δυνατή θέση για καλύτερη οπτική επαφή με τα είδωλά τους. Λάθος έκφραση τα «είδωλα», τώρα που το σκέφτομαι. Παρόλο που το προφίλ και το στήσιμο του Auerbach τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή, η μουσική των Black Keys, τουλάχιστον στην pop εκδοχή της των δύο τελευταίων άλμπουμ, που στήριξαν το μεγαλύτερο βάρος του setlist, δεν έχει την δυνατότητα να σου δώσει το κίνητρο να την «ζήσεις» (αντιπαραθέτω εδώ την έντονη επιρροή που ασκούν ακόμη τα σκληρότερα ακούσματα στο lifestyle των νεότερων ηλικιών). Πιθανότερο να σε κάνει να περάσεις καλά, όπως κι αν μεταφράζεται αυτό για τον καθένα: Άλλος μπορεί να θαυμάσει τον ήχο της κιθάρας του Auerbach, άλλος να ενθουσιαστεί από τα πιασάρικα τραγούδια τους, άλλος μπορεί να ξεβιδωθεί στον χορό, άλλος μπορεί να χρησιμοποιήσει το live τους κυρίως ως background για ακόμη μία selfie τύπου «ήμουν κι εγώ εκεί» - ένα φαινόμενο που παρατηρήσαμε συχνότατα. Δύσκολα θα σε κάνουν να ακούσεις περισσότερο blues rock, να αναζητήσεις νέα πράγματα πάνω σε αυτό.
Η έναρξη δόθηκε μέσα σε γενικό πανδαιμόνιο με τα Dead And Gone και Next Girl. Οι δύο Black Keys ήταν τελικά… τέσσερις, με βοηθητικούς μουσικούς στο μπάσο, τα πλήκτρα, τη δεύτερη κιθάρα και τα φωνητικά. Αυτή η σύνθεση λειτούργησε πολύ καλά στα νεότερα κομμάτια, αλλά για τα πιο μονολιθικά (τρόπος του λέγειν) παλαιότερα ίσως περίττευαν. Συν το ότι φαινόταν πως ο Auerbach αυτοπεριοριζόταν ώστε να ακούγονται όλοι οι μουσικοί και όχι μόνο η κιθάρα του, κόβοντας έτσι λίγο από τον αυθορμητισμό που καθορίζει, στην τελική, ένα rock ‘n’ roll live. Ο άνθρωπος όμως είναι riff master και μάστορας γενικώς: όπου αφηνόταν για λίγο μόνος με την κιθάρα του, της «μιλούσε», έβγαζε ένταση, ήταν απολαυστικός. Ο τραυματισμός του Patric Carney, που είχε γίνει αφορμή για ακύρωση μιας σειράς συναυλιών πρόσφατα, μπορεί να μην φάνηκε ιδιαίτερα, κι ας ήταν μόλις το δεύτερο συνεχόμενο live μετά την ανάρρωσή του, αλλά πιθανότατα επηρέασε το tempo των περισσότερων κομματιών, που ακουγόταν κατά τι πιο αργά από τις στούντιο εκτελέσεις. Λεπτομέρειες… Οι εκτελέσεις γενικά ακολουθούσαν τις στουντιακές εκδοχές τους, με πιο χειροπιαστή παρασπονδία την ηλεκτρική soul εκτέλεση του Too Afraid To Love You, όπου μπορεί να χάθηκε ένα μέρος από την δυναμική των πλήκτρων, αλλά με τις μεταπτώσεις της έντασης ευνοήθηκε η αίσθηση πόνου που αφήνει το κομμάτι.
«Τώρα θα σας παίξουμε ένα κομμάτι μόνο οι δυο μας» - ΝΑΙ, τώρα θα δούμε κι εμείς αν οι Black Keys μετράνε ακόμη εκτελεστικά ως δίδυμο, όπως μας συστήθηκαν στα πρώτα τους άλμπουμ. Δυστυχώς είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε μονάχα το I Got Mine με την βασική και πρωταρχική σύνθεση. Σαν να μπήκαν όλα στη θέση τους. Ο Auerbach «πόνεσε» το κομμάτι, χωρίς τη βοήθεια των υπόλοιπων μουσικών ξετίναξε την κιθάρα του και μας έδωσε μία γεύση από αυτό που λατρεύει να παίζει, αλλά ποτέ δεν θα τον έκανε τόσο διάσημο ώστε να μαζέψει ένα λιβάδι κοινό στην ταπεινή (και μάλλον κακής μουσικής νοοτροπίας) Ελλάδα. Η συγκεκριμένη στιγμή στέφεται από τον γράφοντα ως Απόλυτο highlight της συναυλίας χωρίς δεύτερη σκέψη.
Τα hits τους βρίσκονταν εκεί, ο κόσμος τα αναγνώριζε, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις έμεινε εκεί. Φυσικά δεν περιμένει κανείς ένα πλήθος 20 χιλιάδων να κινείται σύσσωμο σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Περιμένει όμως πιο ζωντανές αντιδράσεις, ειδικά αν αναλογιστούμε την ηλικιακή σύνθεση του κοινού. Πέρα από κάποιους σκόρπιους πυρήνες, οι εξαιρέσεις γενικής ευφορίας ήταν μετρημένες αλλά λαμπρές. Πανικός στο Gold On The Ceiling, sing-along στο ρυθμό του Howlin’ For You και πανζουρλισμός στο ultra catchy Lonely Boy (που μάλιστα αποτέλεσε το έναυσμα της αποχώρησης για μια μερίδα κοινού στις πίσω σειρές που προφανώς περίμενε ολόκληρη τη συναυλία για να το ακούσει...), ενεργή συμμετοχή σε όλο το Little Black Submarines που έκλεισε το live. Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει ως ένα σημείο να σταθούμε στην ένταση του ήχου, ή καλύτερα στην έλλειψη αυτής. Ακόμη και αν βρισκόσουν σχετικά κοντά στην σκηνή, οι Black Keys ακούγονταν τόσο χαμηλά που δύσκολα θα μπορούσε να σε συνεπάρουν, να σε παρασύρουν και να σε ταξιδέψουν. Από την άλλη, δεν περάσαμε και χάλια! Διότι ουσιαστικά ένα συναυλιακό γεγονός και δη σημαντικό αποτελεί απλώς αφορμή. Σίγουρα όμως θα μπορούσαμε και καλύτερα. Υπάρχει τουλάχιστον η ικανοποίηση πως είδαμε ένα πολύ δυνατό όνομα του καιρού μας την εποχή της υψηλής δημοτικότητάς του.
Η πρώτη μέρα της 20ης έκδοσης του Rockwave Festival στέφθηκε, τελικά, με επιτυχία, ανεξάρτητα από τις θετικές γνώμες ή τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να εκφράζει κανείς για τις μπάντες που συμμετείχαν. Ο ιδανικός καιρός (ούτε ζέστη, ούτε κρύο ή βροχή, απλώς δροσιά), η αθρόα προσέλευση κοινού με την πλειοψηφία να ανήκει σε δροσερά μπουκέτα αγοριών και κοριτσιών που ήρθαν να περάσουν μία ευχάριστη φεστιβαλική ημέρα, η μεγάλη μπάντα-κράχτης που τόσο έλειπε από την περσινή διοργάνωση (αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και γενικά από τις εγχώριες συναυλιακές διοργανώσεις), οι βοηθητικές εγκαταστάσεις και, εν τέλει, ο ίδιος ο χώρος του Terravibe συνετέλεσαν σε ένα απολαυστικό απόγευμα.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος - Μιχάλης Κουρής /
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής