30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθικού ντεμπούτου τους First and Last and Always οι Sisters of Mercy επέστρεψαν στην Ελλάδα για να γνωρίσουν για άλλη μια φορά την αποθέωση σε έναν ασφυκτικά γεμάτο χώρο. Και μπορεί σε πολλούς η goth αισθητική τους να μοιάζει παρωχημένη, όμως όταν βλέπεις τόσο πολύ κόσμο να διασκεδάζει και με το παραπάνω, τα επιχειρήματα εναντίον τους μοιάζουν αχρείαστα. Ο Eldritch θα μπορεί να καυχιέται μια ζωή ότι υπήρξε πρωτοπόρος μια ολόκληρης σκηνής και έγραψε μερικά κομμάτια, που μετά από τρεις δεκαετίες, δεν έχουν χάσει τίποτα από την ποιότητα τους.
Όταν ανακοινώθηκε ότι το γκρουπ που θα ανοίξει τη συναυλία των Sisters of Mercy θα είναι οι Mani Deum η πρώτη σκέψη ήταν ότι πρόκειται για ταιριαστή επιλογή. Έτσι αποδείχθηκε και στην πράξη αφού οι Αθηναίοι μπροστά σε ένα κατάμεστο venue τα κατάφεραν περίφημα. Ερμηνευτικά άψογοι, μετρημένοι, όπως αρμόζει σε ένα support σχήμα και μακριά από τα κλισέ που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο χώρο κατάφεραν να αποσπάσουν στο τέλος, δικαίως, ένα ζεστό χειροκρότημα. Άλλωστε, κακά τα ψέματα, απευθύνονται στο ίδιο κοινό με το θρυλικό συγκρότημα από το Leeds. Σε όσους δηλαδή αρέσουν οι σκοτεινοί ήχοι, οι μελαγχολικές ατμόσφαιρες και η γοτθική αισθητική. Οι Mani Deum προσθέτουν σε όλο αυτό το σκηνικό και το δικό τους στίγμα που κρύβεται στην ενσωμάτωση folk στοιχείων στις συνθέσεις τους (οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τη μουσική τους folk & roll, όρος που εν ολίγοις συμπυκνώνει το ύφος τους), όσοι έχουν ακούσει τα δυο αξιόλογα LP τους (Music For Your Local Church ...Or Your Local Brothel και When Beauty Ends) το γνωρίζουν ήδη. Περίπου 35 λεπτά έμειναν στη σκηνή οι Mani Deum και παρά το λογικό άγχος, έπαιζαν άλλωστε μπροστά στο μεγαλύτερο κοινό που έχουν συναντήσει μέχρι σήμερα, διατήρησαν το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο και στο τέλος σίγουρα θα είχαν αποκτήσει μερικούς ακόμα φίλους ανάμεσα στο κοινό. Το οποίο έπρεπε πλέον να αναμείνει μόνο λίγα λεπτά ακόμα για το show των Sisters of Mercy.
Το ερώτημα δεν είναι τόσο προφανές, αλλά είναι εύλογο ως εναρκτήριος προβληματισμός αν χρειαστεί να προσεγγίσεις θεωρητικά το event: Υπήρχε ουσιαστικός λόγος να συμβεί αυτή η συναυλία; Προεξοφλώ εδώ τις απαντήσεις αρκετών από τις περίπου 3 χιλιάδες κόσμου που μετακινήθηκαν ως το Gazi Music Hall (ακόμη και των ευχαριστημένων μεταξύ αυτών): μάλλον όχι. Οι Sisters Of Mercy περιφέρονται ανά τον κόσμο παρουσιάζοντας κομμάτια που έχουν εξασφαλίσει την υστεροφημία του Andrew Eldritch, αλλά πρακτικά δεν υπάρχουν ως μπάντα. Έχει να κυκλοφορήσει οτιδήποτε καινούριο υπό το όνομά τους από το 1993 κι ας κρατιούνται παραγωγικοί (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου...) με κάποια αδισκογράφητα κομμάτια που παρουσιάζουνται μονάχα στους τυχερούς (ποιητική αδεία και αυτός ο χαρακτηρισμός, δυστυχώς) θεατές των live του. Μπορεί ο Eldritch να αντιμετωπίζει τις περιοδείες ως αφορμή για να λαδώνει τα γρανάζια του Doktor Avalanche και με τα χρήματα από τα κέρδη, να τον στολίζει με νέες αναβαθμίσεις για να τον κρατάει ακμαίο - όλοι δικαιούνται μίαν ασχολία.
Κανείς από τους παρόντες δεν θα πρέπει να αμφιβάλλει πλέον πως δεν καίγεται ούτε μισό καρφί του Andrew Eldritch για το πώς εκλαμβάνουν οι “από κάτω” τη μουσική του όπως αυτή αποδίδεται, βγαίνει από τα ηχεία και τελικά ακούγεται ζωντανά - από τα χέρια του (και των συν αυτώ) περνούν αποκλειστικά όλες οι ηχητικές λεπτομέρειες, ο εξοπλισμός, η ομάδα που τον πλαισιώνει, οπότε όλα τα ατοπήματα οφείλουμε να τα χρεώσουμε κατά βάση επάνω του. Το διαζύγιο που έχει ζητήσει ο Eldritch από τις δυνατές εντάσεις πρέπει να θεωρείται και επισήμως επικυρωμένο: οι κιθαρίστες και ο Doktor ίσα που ακούγονταν ως υπόβαθρο για τη φωνή του, η οποία έμπαινε μπροστά με εμφατικό, αρχηγικό τρόπο και κάλυπτε τη μουσική ακόμη και στις χαμηλές συχνότητες (!). Κινείται αυτάρεσκα επάνω στην σκηνή χωρίς να τον ενδιαφέρει αν οι (πυκνοί - και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου) καπνοί τον κρύβουν από το κοινό (για να είμαι δίκαιος, πάντως, δε φαίνεται να βαριέται ούτε να μην απολαμβάνει τα συναυλιακά του καθήκοντα ή τις συχνές εκδηλώσεις λατρείας). Θέλει να περάσει ως αθλητικός τύπος και το δείχνει με τη φορμίτσα του, το νεανικό τζάκετ του με το εσωτερικό φλούο (!) φανελάκι, την καλογυαλισμένη μη κόμη του και τα γυαλιά ηλίου που εννοείται πως δεν αποχωρίζεται ποτέ και για κανένα λόγο ήδη από τότε που δεν χρειάζονταν (διότι τα μαλλιά του μπορούσαν λόγω μήκους να καλύψουν τα μάτια του). Παίζει τα hits διότι πρέπει να τα παίξει, διότι αλλιώς θα στερούταν νοήματος οποιαδήποτε συναυλία του. Ο όρος gothic rock δεν τον εκφράζει ως ορολογία και στάση ζωής έτσι κι αλλιώς, εισπράττοντας την απογοήτευση από τους τελευταίους ελλιπώς ενημερωμένους οπαδούς που ζούσαν με την προσμονή μιας πανδαισίας σκοτεινής ατμόσφαιρας και πεισιθάνατου attitude.
Και γιατί τότε βρέθηκε τόσος κόσμος να μάχεται επί 100 λεπτά με τα παράγωγα των fog machines, με εισιτήριο μάλιστα που δεν απευθύνεται στον τακτικό συναυλιόφιλο που θέλει να παρακολουθεί όσα περισσότερα live αντέχει η τσέπη του; Μα και μόνο η προσμονή ότι θα ακουστούν εμβληματικά τραγούδια από τρεις δίσκους που καθόρισαν τις αρχές ολόκληρου μουσικού υπο-είδους και βρήκαν άπειρους μιμητές, τα οποία μάλιστα αποτελούν μόνιμες επιλογές των DJ των rock μαγαζιών. Προσωπικά δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα την πλάκα που έπαθε το εφηβικό μυαλό μου όταν είδα (και αποζητούσα φανατικά έκτοτε) το μυστηριώδες βίντεο κλιπ του Temple Of Love (στην εκτέλεση με την Ofra Haza φυσικά) στο MTV. Παρότι η προηγούμενη φορά που τους είχα δει, το 2009 στον κακόηχο τετράγωνο θάλαμο του Κτιρίου 56 του Ελληνικού Κόσμου, ήταν απογοητευτική, δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να τους ξαναδώ. Μόνο μία αξίωση είχα: να ήταν έστω και λίγο πιο ποιοτικοί (σε ήχο και απόδοση) από εκείνη την βραδιά - όχι κάποιο σπουδαίο κατόρθωμα, δηλαδή. Ο στόχος επετεύχθη. Ναι, τα πράγματα ήταν λίγο (λίγο όμως!) καλύτερα στο τεχνικό κομμάτι από την προηγούμενη φορά. Τα “κοκοράκια” του Eldritch δεν έλειψαν ούτε τώρα, όπως άλλωστε δεν έλειπαν ποτέ. Δείτε π.χ. την επίσημη βιντεοκασέτα (ή το laser disc, αν εσείς ή οι γονείς σας ήσαστε μερακλήδες χαϊφιντελίστες της εποχής) του live Wake που περιλαμβάνει μία ζωντανή εμφάνιση από το 1985 και θα εντοπίσετε τις ίδιες αδυναμίες. Η μπάντα του είναι απλώς επαρκής, αλλά και αυτή η επάρκεια χάθηκε μέσα στην χαμηλή ένταση των οργάνων. Μονάχα ο Doktor Avalanche στέκει αγέρωχο και στιβαρό θεμέλιο στο μουσικό οικοδόμημα των Sisters Of Mercy...
Δικαιολογώ τον φίλο οπαδό με την μαύρη καμπαρντίνα που γκρίνιαζε με πολύ έντονο τρόπο για την απουσία του Marian σε ένα κατά τα άλλα πλήρες σετλίστ. Πάντα είναι ευχάριστο να ακούς κομμάτια που σημάδεψαν κάποιες περιόδους της rock ζωής σου - εδώ όμως θα αναφερθώ μόνο στα (σχετικά) highlights της συναυλίας: Ribbons, Alice, No Time To Cry, First And Last And Always, Vision Thing, Temple Of Love, This Corrosion ξεχώρισαν από τα υπόλοιπα και όχι μόνο λόγω του αδιαμφισβήτητου ειδικού βάρους τους. Ας μην γίνουμε εντελώς ακυρωτικοί: και μόνο χάρη στο setlist, άσχημα ή “ξενέρωτα” δεν πρέπει να πέρασε κανείς, ίσα ίσα που αν αφαιρούσες (βιαίως, είναι η αλήθεια, αν ήσουν απροετοίμαστος) το όποιο αισθητικό υπόβαθρο μπορεί να είχες χτίσει γύρω από τους Sisters Of Mercy, είχες φτιάξει ένα αξιοπρεπές κλείσιμο για την Κυριακή σου. Μπορούμε όμως να είμαστε και αυστηροί: Υπό τις συνθήκες που αυτό το setlist ακούστηκε, μόνο μετά από ένα αναλογικά μεγάλο χρονικό διάστημα (5-6 χρόνια) θα υπήρχαν επαρκείς δικαιολογίες και αφορμές για να ξαναδεί κανείς τους Sisters Of Mercy από κοντά (εκτός των μεγάλων fans που εξ ορισμού δεν κατανοούν όσους βρίσκονται μερικά βήματα έξω από το χορό).
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος/ Μιχάλης Κουρής
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής