Καταρχάς θα πρέπει να απολογηθούμε στους Penny Dreadful και τους Sounds Like Barley, τα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν πρώτα στο An σε αυτό το Americana Sessions. Δυστυχώς, ένα έκτακτο περιστατικό εμπόδισε τον συντάκτη μας που κανονικά είχε αναλάβει να καλύψει την συναυλία να παραστεί. Από την μεριά μου, είχα αναλάβει να καλύψω το live των Øresund Space Collective. Τα πράγματα τα έφεραν έτσι, ώστε πήρα μαζί μου τον ακόμα ακμαίο Παναγιώτη Μαλαφή (ίσως πρέπει να πω “πάντα ακμαίο” για να πέσω μέσα) και έφυγα τρέχοντας από το six d.o.g.s. για να φτάσω στο An την ώρα που οι Penny Dreadful τελείωναν το set τους. Σας εξομολογούμαι ότι τους Dustbowl πράγματι σκόπευα να τους δω, δεν ήξερα όμως αν θα μπορούσα πράγματι να καλύψω ό,τι απέμενε από το event εκείνη την στιγμή. Οι Dustbowl όμως, με ανάγκασαν.
Στο σετ τους είχαν προγραμματίσει να παρουσιάσουν τα καινούρια κομμάτια, που θα περιλαμβάνονται στον επερχόμενο δίσκο τους The Great Fandango (ημερομηνία κυκλοφορίας δεν υπάρχει για την ώρα). Σύντομα οι Dustbowl με την νέα τους σύνθεση, που πλέον περιλαμβάνει τον Πάνο Μπίρμπα στα φωνητικά (και την ακουστική κιθάρα) ανέβηκαν στην σκηνή, συνεπικουρούμενοι μάλιστα από την Τζένη Καπάδαη στα δεύτερα φωνητικά (υπέροχη φωνή με “μαύρη” χροιά), για να αντιληφθώ από τα δύο πρώτα κομμάτια κιόλας (The Boat και Linger On έμαθα ότι είναι οι τίτλοι τους αργότερα) ότι ο νέος τους δίσκος προμηνύεται εξαιρετικός. Η αίσθησή μου επιβεβαιώθηκε περίτρανα όταν άκουσα και το υπόλοιπο σετ. Οι Dustbowl έχουν πλέον κάνει στροφή σε έναν καθαρά κιθαριστικό ήχο, φυσικά με έντονα τα στοιχεία της americana, αλλά σημείο αναφοράς το ούτως ή άλλως εμβληματικό Gas Food Lodging των Green On Red (αλλά και τους Dream Syndicate εδώ κι εκεί, ίσως και τους Long Ryders στις πιο country στιγμές, αντιλαμβάνεστε προφανώς για τι μιλάμε). Είναι ένας ήχος που τους πηγαίνει πάρα πολύ, πάντοτε ήμουν, για να είμαι ειλικρινής, αυτής της άποψης, άρα όντως το πέρασμα σε αυτό τον ήχο δεν μπορεί να λογιστεί ως πείραμα, άλλα ως λογική, σχεδόν, κατάληξη.
Όσο για την ζωντανή απόδοση των κομματιών, όποιος έχει δει τους Dustbowl έστω και μισή φορά, ξέρει καλά ότι η σκηνή “τους πάει” πάρα πολύ. Πάντα έχουν κέφι, πάντα έχουν νεύρο, πάντα έιναι δεμένοι, όσο τουλάχιστον μπορώ να πω, έχοντάς τους φυσικά δει ουκ ολίγες φορές. Και όλα αυτά, ενώ ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, ιδιαίτερα στην αρχή, σε σημείο που όχι μόνο το pedal steel ήταν σαν να μην υπήρχε, αλλά (και αυτό για τους γνωρίζοντες υποψιάζομαι ότι θα σημαίνει πολλά) δεν ακούγαμε καλά-καλά την φωνή – δύναμη της Φύσης της Τζένης Καπάδαη! Γύρω στο τρίτο κομμάτι, τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται προοδευτικά, τα όργανα άρχισαν να ξεχωρίζουν (μιλάμε για δύο ηλεκτρικές κιθάρες, μία ακουστική, pedal steel, μπάσο, ντραμς και δύο φωνές, χαμός δηλαδή!) και εμείς, βέβαια αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε με ικανοποίηση ότι η επερχόμενη δισκογραφική δουλειά τους, όπως φαίνεται θα είναι πάρα πολύ καλή. Κατά τα λοιπά, δεν είχαμε ιδιαίτερες εκπλήξεις: ο Νίκος Φυσάκης έδωσε το συνηθισμένο του show στην κιθάρα, πηγαίνοντας από τον αγαπημένο του Chuck Prophet στον Paul Β. Cutler, το pedal steel του John Hardy Χουστουλάκη έδινε όπως πάντα το όμορφο γήινο χρώμα που δίνει στο όλο σύνολο και η υπερ-κατανάλωση αλκοόλ έγινε μονόδρομος. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις ανθρώπους να αγαπάνε τόσο πολύ αυτό που κάνουν και συγχρόνως να ξέρουν να το κάνουν τόσο καλά, όπως είναι ευχάριστο να βλέπεις ότι το κοινό το αντιλαμβάνεται απόλυτα. Τα υπόλοιπα είναι απλά φιλολογία…
Το live τελείωσε με τα μέλη των Penny Dreadful και των Sounds Like Barley να ανεβαίνουν και αυτά στην σκηνή, για να μας χαρίσουν, μαζί με τους Dustbowl μία κάπως πιο αργή, ελαφρά “χύμα” (ήταν αργά, όλοι φαντάζομαι είχαν πιει και κάτι παραπάνω, έτσι πάνε αυτά, άλλωστε η τελειότητα και το rock’n’roll σπάνια συμβαδίζουν, ευτυχώς), αλλά όμορφη παρ’ όλα αυτά όσο και συναισθηματικά φορτισμένη εντεκάλεπτη εκτέλεση του Down By The River του Neil Young και των Crazy Horse από το Εverybody Knows This Is Nowhere του 1969. Το κοινό που είχε μείνει χειροκρότησε δικαιολογημένα με θέρμη και κάπου εκεί τελείωσε το event, το οποίο θα ήθελα να είχε λίγο περισσότερο κόσμο, νομίζω ότι τα συγκροτήματα που συμμετείχαν το αξίζουν με το παραπάνω.
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης / Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μαλαφής