Πρέπει να παραδεχτώ πως, όταν αποφάσισα πως θα βρίσκομαι στο live του Udo Dirkschneider, περισσότερο το έκανα για το τυπικό της υποθέσεως και φυσικά για τη νοσταλγία του πράγματος, χωρίς να έχω ιδιαίτερες απαιτήσεις από το ποιοτικό αποτέλεσμα της βραδιάς. Είναι γνωστό πως το συγκεκριμένο project, υπό το διακριτικό όνομα Dirkschneider, είχε θέσει ως μοναδικό στόχο να παρουσιάσει στο κοινό - “για τελευταία φορά” με τη φωνή του, κάτι που πιστεύουμε μονάχα αν το θελησουμε - ένα εκτενές setlist γεμάτο κομμάτια από τη χρυσή περίοδο των Accept, μέχρι δηλαδή και το Russian Roulette του 1986. Είχαν περάσει 11 χρόνια από την μοναδική φορά που είδα τους Accept μαζί του, σε μία προσπάθεια επανασύνδεσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών που τελικά δεν είχε αίσιο τέλος, αλλά τουλάχιστον τους έφερε στην Ελλάδα (συγκεκριμένα το Terravibe σε μία αξέχαστη μεταλλική ημέρα Rockwave) με ένα setlist γεμάτο επιτυχίες. Κάποια λιγότερα χρόνια είχαν παρέλθει από την (ως τώρα αδημοσίευτη) συνέντευξη που είχα πάρει face to face από τον Udo στο Hard Rock Cafe του Συντάγματος. Καλό θα ήταν να έκλεινε με αυτό το live ένας άτυπος προσωπικός κύκλος, περιμένοντας απλώς να ακούσω κάποια αγαπημένα κομμάτια και να περάσω ένα απλώς ευχάριστο δίωρο (όπως ευαγγελιζόταν το δελτίο τύπου). Άλλωστε το Neon Nights ήταν ένα από τα πρώτα metal τραγούδια που έπεσε ποτέ στα αυτιά μου, στην πρώτη πλευρά μίας δανεικής (και, προφανώς, αγύριστης) αυτοσχέδιας κασετοσυλλογής. Η συνέχεια ακολουθεί...
Δυστυχώς μία σημαντική καθυστέρηση στην πόρτα, λόγω του ότι έπρεπε να προηγηθεί η αλλαγή των εισιτηρίων του Viva σε κανονικά, αλλά και αυτών που ανέγραφαν το παλιό venue με καινούρια, δεν μου επέτρεψε να αποκτήσω άποψη από την εμφάνιση των Γερμανών Palace, οι οποίοι, κρίνοντας από την εικόνα του Piraeus 117 Academy όταν μπήκα στο χώρο, πρέπει να έπαιξαν μπροστά σε όχι πάνω από 100 άτομα. Είδα όμως τους Καναδούς Alvin. Αρκετοί μιλούσαν για τις σπουδαίες αθηναϊκές εμφανίσεις στο σχετικά κοντινό παρελθόν (τελευταία τους κι εκείνων το 2005 στο τότε νομαζόμενο Club Underworld). Γεγονός είναι όμως πως το (εξαίσιο, αναζητήστε το ανεξαρτήτως μουσικών προτιμήσεων) ντοκιμαντέρ The Story Of Anvil αναθέρμανε το ενδιαφέρον για την μπάντα - και δε μιλάμε μόνο από την πλευρά των οπαδών, αλλά και από την πλευρά των Steve "Lips" Kudlow (κιθάρα, φωνή) και Robb Reiner (ντραμς) που αποτελούν το μόνιμο κορμό τους. Όσοι δεν τους είχαμε ξαναδεί, βρήκαμε μπροστά μας τρεις (μαζί με το νέο μπασίστα Chris Robertson) συμπαθέστατες και ολίγον cult φιγούρες, με τον Lips να αποτελεί ένα άψογο δείγμα frontman από την όμορφη και αθώα εποχή των μεταλλικών ‘80s: μόνιμο χαμογελο στα χείλη, διασκέδαση και πλάκες με το κοινό, εκφραστικότητα στο πρόσωπο - βοηθάνε και τα περίεργα χαρακτηριστικά του! - και συνεχής κίνηση των χεριών ακόμη και όταν παίζει κιθάρα.... και φυσικά ο copyright δονητής που κατά παράδοση χρησιμοποιεί για να παίξει την κιθάρα του στο Mothra. Δείγμα του νέου τους άλμπουμ (Anvil Is Anvil) περιλήφθηκε στο setlist και ενώ δεν ακούστηκε ιδιαίτερα τρομερό, ένα μέρος του ακόμη λιγοστού κοινού έδειχνε να έχει απρόσμενα καλή επαφή μαζί του. Φυσικά το live περιελάμβανε και αρκετά classics (διαβάζεται και ως “αρχαιολογίες”), όπως π.χ. το 666, το Ooh Baby, το Winged Assassins και, κατά κύριο λόγο, τον ύμνο τους Metal On Metal. Η εμφάνισή τους ήταν αξιοπρεπέστατη και τίμια, εκείνοι σίγουρα φαίνονταν να περνούν καλά επάνω στην σκηνή, αλλά δυστυχώς τα προβλήματα στον ήχο δεν τους βοήθησαν να περάσει αυτή η αίσθηση και στο κοινό. Ο Lips μας αποχαιρέτησε χαμογελαστός όπως ξεκίνησε: ευχαριστώντας το κοινό μιλώντας αντί μικροφώνου μέσα από την κιθάρα του.
Κοινή διαπίστωση-παράγωγο της εποχής του internet: το κρυφοκοίταγμα στo setlist.fm πριν από ένα live αποκαλύπτει συνήθως λεπτομέρειες που νοστιμίζουν την εμπειρία. Μία τέτοια ήταν και το Just A Gigolo (!) στην εκτέλεση του David Lee Roth (από το απίθανο και υπερεμπορικό Skyscraper του 1988, με την υπερμπάντα των Vai/Sheehan/Bisonette) που έδρασε ως εισαγωγή για την είσοδο των μουσικών του Udo στη σκηνή, ενώ το υπόλοιπο πλήρες setlist είχε ήδη κοινοποιηθεί πριν την έναρξη της σειράς συναυλιών από το επίσημο website - μια ξεκάθαρα “εμπορική” κίνηση ώστε να παροτρυνθούν και οι τελευταίοι που ενδέχεται να είχαν τις αμφιβολίες τους.
Δεν ξέρω πόσοι περίμεναν να δουν και να ακούσουν τον Udo σε τέτοια φόρμα (και δεν εννοώ την στρατιωτική παραλλαγής που έχει καθιερώσει, τα χρώματα της οποίας κυριαρχούσαν μαζί με το επώνυμό του στο backdrop της σκηνής). Αυτό που τέλος πάντων διαθέτει για φωνή και οι οπαδοί αγαπούν τρελά, έμοιαζε περισσότερο από ποτέ σαν ένα ερπυστριοφόρο να κάνει γαργάρες με τις πέτρες που συναντά στο διάβα του και έβγαινε αβίαστα και ξεκούραστα, αποφεύγοντας μονάχα την κακοτοπιά του Restless And Wild μετά το δεύτερο ρεφρέν. Ας μην αμελούμε πως ο Udo πατάει σε λίγες μέρες τα 64 χρόνια ζωής!
Η μπάντα που τον συνόδευσε στη σκηνή του Academy ήταν - με λίγα λόγια - η ιδανική tribute band της “καλής” περιόδου των Accept. Οι περισσότερες εκτελέσεις και οι ήχοι προέρχονταν “καρφωτές” από το άλμπουμ και, εδώ που τα λέμε, ο στόχος της περιοδείας αυτής θα χανόταν αν δίδονταν πολλές ελευθερίες! Μιλάμε φυσικά για την πολυεθνική backing band που αποτελεί τους U.D.O., το “κανονικό” προσωπικό σχήμα του Dirkschneider - δεν υπήρχε λόγος άλλωστε να δημιουργήσει νέα εκ του μηδενός: δύο κιθάρες, ένα μπάσο και ντραμς (τα οποία, για την ιστορία, ταλαιπωρούσε ο γιος του Udo, Sven) άριστα τοποθετημένα στο χώρο, με την απαραίτητη “πόζα” αλλά και την εκτελεστική ουσία που περιέχεται στα κομμάτια των Accept.
Είχε πολύ πλάκα να βλέπεις από μία μεριά ανθρώπουςστην πλειονότητά τους βρίσκονται στα -άντα αλλά και στα πρώτα -ήντα, με γκριζαρισμένα μαλλιά και τη φθορά του χρόνου εμφανή, να βγάζουν γούστα στο live. Στην αρένα επικρατούσε μία καθαρά οπαδική κατάσταση, αλλά όχι άνευ λόγου και αιτίας. Στο συγκεκριμένο venue προσωπικά δεν έχω ακούσει ποιοτικότερο και πιο “όπως πρέπει” ήχο, κάτι που, με βάση το νεαρό της ηλικίας του χώρου, δείχνει μεταξύ άλλων πως υπάρχουν κι άλλα περιθώρια βελτίωσης. Οι εκτελέσεις, όπως γράψαμε, ήταν άψογες και ακριβώς στο κλίμα των αυθεντικών κομματιών. Οι μουσικοί αλλά και ο Udo έβγαζαν το κέφι τους επάνω στη σκηνή. Οι φωτιστικές διατάξεις και τα μηχανήματα παραγωγής καπνού προορίζονταν για αυτήν την περιοδεία, οπότε ήταν προσεγμένα και σκηνοθετημένα για το βελτιστο αποτέλεσμα. Αλλά ναι, οπωσδήποτε βασικό είναι πως τα κομμάτια που παίχτηκαν βρίσκονται στην συντριπτική τους πλειονότητα μέσα στο διαχρονικό υμνολόγιο του heavy metal (βοήθειά μας). Αν μπω στη διαδικασία να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένα κομμάτια με γνώμονα τις αντιδράσεις του κοινού, θα πρέπει να καταλήξω στα υπερκλασικά London Leatherboys, Midnight Mover, Breaker, Head Over Heels, Neon Nights (πιο προσωπικό αυτό, τα έγραψα και στην εισαγωγή), Princess Of The Dawn, Son Of A Bitch, Screaming For A Love-Bite, TV War, Losers And Winners και εννοείται ολόκληρο το encore: από το Metal Heart (εισαγωγή στην ορχηστρική μουσική για κάθε εκκολαπτόμενο μεταλλάκι - από το Σλάβικο Εμβατήριο του Pyotr Ilyich Tchaikovsky ως το Für Elise του Ludwig van Beethoven - και καλύτερη στιγμή για sing-along 1000 περίπου ατόμων), το ρυθμικό I’m A Rebel (που προοριζόταν για τους AC/DC), ο ακρογωνιαίος λίθος του speed metal Fast As A Shark, το εμβληματικό Balls To The Wall (και ξανά sing-along) και το κλείσιμο του live με το rock ‘n’ roll του Burning, έτσι για να τελειώσει διασκεδαστικά η βραδιά.
Πραγματικά, παρά τις εύλογες εικασίες περί του αντιθέτου, νιώσαμε πως αυτή η περιοδεία δεν υλοποιήθηκε ως αρπαχτή (αν και σύμφωνα με κάποιες μάλλον αιρετικές φωνές, όλες οι συναυλίες είναι “αρπαχτές” για τους μουσικούς...). Αντίθετα, φτιάχτηκε με μεράκι και κατεβλήθη σημαντική προσπάθεια ώστε, πρώτον, να καταστρωθεί ένα αρκούντως εντυπωσιακό και οργανωμένο show (στο μέτρο φυσικα που επέτρεπε το budget και δικαιολογώντας το σχετικά υψηλό για την εποχή εισιτήριο) και δεύτερον - και σαφώς σημαντικότερο - ο Udo (και φυσικά όλη η υπόλοιπη μπαντα) να βρεθούν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για να παίξουν όσα περισσότερα κλασικά κομμάτια γίνεται και να ευχαριστήσουν τους οπαδούς των Accept ανά τον κόσμο. Το βλέμμα του 6χρονου πιτσιρικά που καθόταν στις πρώτες σειρές και επάνω στους ώμους του πατέρα του, βλέποντας ανεμπόδιστα να αναπαράγεται μπροστά του ένα μέρος της μεταλλικής ιστορίας, αποτέλεσε την καλύτερη ένδειξη ότι ζήσαμε μία - ανέλπιστα, θα το επαναλάβω - μεγάλη βραδιά.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)