Η προσέλευση του κοινού ας πούμε πως δεν ήταν τόσο αθρόα την επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας, όμως σιγά σιγά το Ίλιον Plus γέμισε όσο χρειαζόταν για ένα τέτοιο live - δηλαδή όχι ασφυκτικά, αλλά όχι και με κενά, εκτός από το εμπρόσθιο μέρος της σκηνής, το οποίο δεν τίμησαν οι όρθιοι θεατές. Σε εκείνο το σημείο κάποιοι προτίμησαν να καθίσουν στο πάτωμα του χώρου, άλλωστε η μουσική που περιμέναμε να ακούσουμε από το δίδυμο των αποψινών οικοδεσποτών μας ευνοούσε τη χαλάρωση των αισθήσεων.
Συνήθως η Melentini παίζει στην μπάντα του Theodore ή/και παρέχει το support άκουσμα πριν την εμφάνισή του, αλλά απόψε οι ρόλοι εμφανίστηκαν αντεστραμμένοι. Ο Theodore, θέλοντας προφανώς να προσαρμοστεί στις ηχητικές απαιτήσεις της Melentini, προτίμησε ένα περισσότερο ακουστικό σετ με λιγότερα όργανα και πιο αφαιρετικές (ή μάλλον, λιγότερο προσθετικές) ενορχηστρώσεις από ότι συνήθως. Ήταν η πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και τους δύο ζωντανά, οπότε ας μείνω σε κάθε περίπτωση χωριστά. Έχοντας αδράξει την ευκαιρία πριν αρκετούς μήνες να παρακολουθήσω από το προσωπικό του κανάλι στο youtube ολόκληρο το live του Theodore στο αίθριο του Μεγάρου Μουσικής, αλλά και αποσπάσματα από το live στο Fuzz Live Music Club, η θέαση αλλά κυρίως η ακρόαση μιας πιο αισθαντικής εκδοχής των κομματιών του, αποδείχτηκε πιο λειτουργική και με μεγαλυτερο συναισθηματικό βάρος, κάτι που φυσικά ταίριαζε περισσότερο με το κλίμα του headline act. Ξεκινώντας με ένα βασικό σχημα πληκτρα-κιθαρα, στο οποίο προστίθενταν μουσικοί ως το τέλος της εμφανισης του, ο Theodore απέδωσε κομμάτια και από τους δυο δίσκους του. Οσο γινόταν αυτό, συνεχώς τον παραλλήλιζα στο μυαλό μου με τη Μόνικα, η οποία αντίστοιχα δείχνει πιο ουσιαστική και εντελώς μέσα στα νερά της όταν προσεγγίζει τη μουσική της στα βασικά της στοιχεία, απογυμνωμενη απο περίτεχνες και γκράντε ενορχηστρώσεις. Το κοινό φυσικά απολάμβανε προσφέροντας με τη σειρά του την προσοχή και την ησυχία του.
Η φωνή της Μελεντίνης Τόλια δεν είναι της κλασικής καλλίφωνου. Με τις ιδιαιτερότητες που φέρει ως προς την εκφορά και την ερμηνεία, δεν είναι απίθανο να διχάζει τους ακροατές της. Μπορώ δηλαδή (κατά αντιστοιχία ξανά προς τη Μόνικα - θα φτερνίζεται η κοπέλα!) να φανταστώ στρατιές πολέμιων που θα εξανιστανται όταν με το καλό γίνει αναγνωρίσιμο όνομα με πολυάριθμους οπαδούς, υπερτονίζοντας κάποια χαρακτηριστικά που πιθανώς θεωρούν αδόκιμα ή μακριά από την αισθητική τους. Αντί όμως, σαφώς επηρεασμένοι από έτερες περιπτώσεις του παρελθόντος, να προβλέπουμε το μέλλον, ας παραμείνουμε στο παρόν: η Melentini έχει τη δυνατότητα να σε παρασύρει σε ένα γλυκά μελαγχολικό ταξίδι με όχημα αυτήν την πολύ ιδιαίτερη φωνή και φυσικά τα οδηγούμενα από το πιάνο τραγούδια της. Και καλύτερη εισαγωγή σε αυτό το ταξίδι δεν θα μπορούσε να υπάρχει από το Almond Tree.
Η ατμόσφαιρα των κομματιών απαιτούσε την προσοχή του κοινού, ίσως και κάποιες θέσεις καθημένων. Ως εκ τούτου, η θέση οκλαδόν προτιμήθηκε από μία μερίδα θεατών και, δοκιμάζοντάς την και προσωπικά, αποδείχτηκε η πλέον κατάλληλη για τη μέγιστη απόλαυση του live. Οι αισθήσεις καταλαγιάζουν και παραδίδονται στη μαγευτική δύναμη της μουσικής - αν αναγνωρίσατε κάποια “μουσικογραφικά” κλισέ εδώ, δε σημαίνει πως δεν ίσχυσαν κιόλας.
Το σετ της στηρίχτηκε, φυσικά και αναμενόμενα, στο μοναδικό της album ως τώρα (Explosions Around, The Desert Inside) το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 από τη Restless Wind του Συμεών Νικολαΐδης. Ο Νικολαΐδης ήταν παρών στο live και παρακολουθούσε προσεκτικά, καθιστός στην πρώτη σειρά, τηρώντας μια εύλογη απόσταση από τη σκηνή. Η αναφορά γίνεται βεβαίως επιπρόσθετα, λόγω της συμμετοχής της Melentini στον επερχόμενο νέο δίσκο του Simon Bloom, καλλιτεχνικού alter ego του Νικολαΐδη. Οι εκτελέσεις των κομματιών, με κάποιες εξαιρέσεις όπως το Sweetheart που εμπλουτίστηκε ενορχηστρωτικά με ρυθμικά ντραμς & μπάσο, ήταν πιστές στις πρωτότυπες, ενώ δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την πολυπραγμοσύνη της Melentini, καθώς προτίμησε να ασχοληθεί κατά κύριο λόγο με το keyboard της και να αφήσει τους υπόλοιπους μουσικούς να συμπληρώσουν το παζλ των συνθέσεών της. Ακούστηκαν επίσης κομμάτια από projects στα οποία συμμετείχε η Melentini, όπως οι Sequence Theory Project (Angel’s Lullaby, Toyland, Saddest Beauty) τους οποίους ουσιαστικά απάρτιζε μαζί με τον μπασίστα Κώστα Αντωνίου που έπαιζε μαζί της στο live αυτό, και οι Blue Square (Nightkiss), αλλά και μία υπέροχη διασκευή στο Only Love Can Break Your Heart του Neil Young, που στα αυτιά μου τουλάχιστον ακούστηκε - και λόγω της θηλυκής παρουσίας πίσω απο το μικρόφωνο - περισσότερο ως μία ατμοσφαιρική εκδοχή της διασκευής των Saint Etienne.
Παρά τον οργανικό πλουραλισμό, το στήσιμο των εκτελέσεων ήταν αυστηρά ουσίας. Κανένα βαρυφόρτωμα, καμία περιττή νότα ή εφφέ δεν ερρίφθησαν για να διαταράξουν το κλίμα των συνθέσεων. Τα δύο σχήματα της βραδιάς μοιράζονταν μουσικούς, ακόμη και τον Ιταλο κιθαρίστα Alessandro Giovanetto που συμμετείχε ως guest στη Melentini για πιο περιορισμενο χρονο. Όμως, αν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιον από τους Running Blue Orchestra, όπως καλείται συλλογικά το σχήμα αυτό, ο κιθαρίστας Βασίλης Ντοκάκης (επίσης session στον Theodore, αλλά και ηγέτης στους εγχώριους post rockers No Clear Mind) αναδύθηκε από το live ως το άλλο ταλέντο της βραδιάς. Η Melentini του άφησε χώρο μέσα στο setlist της να παρουσίασει δύο (αν μέτρησα σωστά) δικά του κομμάτια. Όποιος έχει επαφή με την κατά βάση εσωτερική μουσική των No Clear Mind, και ιδίως το When You’re Not Here που έχει και στίχους, μπορεί να υποθέσει και τον ήχο των κομματιών που ερμήνευσε ο Ντοκάκης: υπέροχες “ηρεμιστικές” μελωδίες σε μίνιμαλ υπόβαθρο με απαλά φωνητικά, άψογο συμπλήρωμα στην ατμόσφαιρα της Melentini.
Παραδόξως, το κλείσιμο που μας επιφυλασσόταν προερχόταν από το φετινό ΕΡ της Λεωφόρος Εφιαλτών, μία εξίσου μελαγχολική αλλά πιο beat-άτη δουλειά, ένα κομμάτι της οποίας αποτελεί μελοποίηση ποιημάτων του πατέρα της Νικόλαου, μιας βιβλικής φιγούρας που παρακολουθούσε συγκινημένη από τη γωνία. Ο τίτλος του καταληκτικού κομματιού (Απαισιοδοξία) δεν αφορούσε το συγκεκριμένο live, ούτε την ίδια τη Melentini ως μουσικό. Μονάχα αισιόδοξα χρειάζεται κανείς να αντιμετωπίσει την περίπτωσή της - ίσως όμως όχι εντός του πλαισίου της Ελλάδας. Χρειάζεται να αναφερθεί πως η κοπέλα δεν έχει ως “κέντρο επιχειρήσεων” τη χώρα μας;