Κείμενο που ξεκινάει στο μυαλό του γράφοντα ως live review δύναται να καταλήξει σε ερωτικό γράμμα προς την μπάντα, προς την τύχη, προς τη ζωή την ίδια. Διότι στην τελική οι Tindersticks, όπως και κάθε συγκρότημα που υμνεί τον έρωτα μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια του, τη ζωή υμνούν κατ’ επέκταση μέσα από αυτά. Γιατί να μην το κάνει ένα ταπεινό κειμενάκι σαν αυτό που διαβάζετε τώρα, ειδικά όταν ο γράφων βρίσκεται ακόμη, κάποιες μέρες μετά το live, υπό την επήρεια της εμπειρίας που του χάρισαν τα άξια τέκνα του Nottinghamshire;
Θαρρώ πως αρχικά πρέπει να ειπωθούν δυο λόγια για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ως συναυλιακό χώρο από την οπτική ενός ανθρώπου που έχει “ψηθεί” κυρίως σε rock συναυλιακούς χώρους-ορθάδικα. Αν και ομολογουμένως οι συνθήκες στα κλασικά rock venues έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, η φιλοξενία και η οργάνωση της Στέγης ξεπέρασε κάθε φαντασία μας. Παντού υπήρχε ένας άνθρωπος με εξαιρετικά καλούς τρόπους και (ακόμη σημαντικότερο) θετική έως ευχάριστη διάθεση να δώσει χρηστικές οδηγίες, ο χώρος υποδοχής φυσικά είναι τεράστιος και πεντακάθαρος, στην είσοδο μας προσφέρονταν δωρεάν ποτά (!) ενώ, σε καταφανή καταστρατήγηση των τυπικών που ως τώρα γνωρίζαμε για τους συναυλιακούς χώρους καθαυτούς, επιτρεπόταν να πάρουμε μαζί μας στο χώρο τα εν λόγω ποτά (με τη χρήση φυσικά της απαραίτητης αλλά όχι προφανούς χαρτοσακούλας για την απόρριψή τους μετά τη χρήση (πολιτισμός, αγαπητοί αναγνώστες!), αλλά και να βγάλουμε φωτογραφίες με μη επαγγελματικό εξοπλισμό, κάτι που σε συνδυασμό με την απαραίτητη σύμπραξη διάφορων ευτυχών συγκυριών, ιδίως την εξαιρετική μας θέση, βοήθησε στο να έχετε στη διάθεσή σας ολοζώντανο φωτογραφικό υλικό στο κείμενο που διαβάζετε.
Σε αυτό το σημείο οι αναγνώστες μας περιμένουν την καταμέτρηση των κομματιών του setlist ανά άλμπουμ. Θεωρητικά θα περίμενε κανείς οι Tindersticks να στηριχτούν περισσότερο στο αρκετά καλό τελευταίο τους άλμπουμ, όπως γράφει και ο σύντροφος Χριστόπουλος ωραιότατα στο σχετικό κείμενό του, και έτσι βέβαια έγινε μιας και κατέλαβε το μισό σχεδόν set, όμως ουσιαστικά χρησιμοποίησαν την κυκλοφορία του ως αφορμή για να αναπτύξουν σε αντίστοιχο κλίμα τραγούδια της πρόσφατης παραγωγής, αλλά και κάπως παλαιότερων εποχών. Το μαγευτικό Something Rain του 2012 τιμήθηκε δεόντως με 4 επιλογές. Δεν είναι δύσκολο (και εξ ιδίων) να υποθέσουμε πως όσοι ακολουθούν παλαιόθεν την μπάντα θα επιθυμούσαν μέσα στη μιάμιση ώρα της συναυλίας να χωρέσουν τα ιστορικά πρώτα άλμπουμ (αισθητή η έλλειψή τους, εκτός βέβαια από τα 2 κομμάτια του δεύτερου δίσκου που αναγνώστηκαν εκ νέου στο Across Six Leap Years), τα soundtracks των ταινιών της Claire Denis και οι πιο “βαμμένοι” ίσως κάποια από τα προσωπικά του Staples. Εκ των πραγμάτων αυτό ήταν αδύνατο, όμως όσοι εκτιμούν την ύστερη περίοδο των Tindersticks δύσκολα θα έφυγαν απογοητευμένοι από τη Στέγη. Στα απόλυτα highlights, η υπέροχη και άκρως καλοδεχούμενη εκτέλεση του Medicine από το Something Rain, το Hey Lucinda αν και χωρίς την ηχογραφημένη (προφανώς) φωνή της Lhasa de Sela, το Boobar Come To Me και το She’s Gone με την εθιστική μπασογραμμή. Η διασκευή στο Johnny Guitar της Peggy Lee, από την άλλη, θα μπορούσε να λείπει για να μπει στη θέση της μία αυθεντική σύνθεση, αν και για τους οπαδούς τέτοιες εκπληξούλες (για όσους δεν έκαναν σκονάκι το setlist από το internet δηλαδή) πάντα ευπρόσδεκτες είναι. Στο ονειρικό δίδυμο The Waiting Room/Planting Holes ούτε οι ανάσες των θεατών δεν ακούγονταν. Το χαμηλότονο organ του David Boulter και η σχεδόν ασθμαίνουσα φωνή του Staples να παρακαλάει “don’t make me suffer” αιωρούνταν σαν καπνοί από μισοσβησμένες φλόγες κεριών μέσα στο χώρο, σε ένα 7λεπτο που μπορούσες να απολαύσεις υπερβατικά με τα μάτια σφαλιστά. Και τα πιο “γρήγορα” όμως, όπως τα Show Me Everything, This Fire Of Autumn, Were We Once Lovers ήταν απαραίτητα για την ισορροπία της βραδιάς - ειδικά το This Fire… πρέπει να είναι το νέο hit μεταξύ των fans. Εννοείται πως το My Oblivion, έστω και χωρίς έγχορδα, έκλεισε τη βραδιά με ιδανικό τρόπο, όντας το μοναδικό σημείο όπου το κοινό (εξ ακοής) έδειξε έναν έμπρακτο ενθουσιασμό στο ξεκίνημα και κατά τη διάρκειά του. Δείγμα πως δεν ήμουν ο μόνος που έχει περάσει νύχτες ολόκληρες με μοναδική συνοδεία την απόλυτα ταιριαστή στην περίσταση μουσική των Tindersticks, με το συγκεκριμένο κομμάτι να καταλαμβάνει περίοπτη θέση και απανωτές επαναλήψεις στο μοναχικό playlist.
Προσπαθώντας να χωρέσω όσα περισσότερα γίνεται μέσα στο κείμενο που διαβάζετε, παραλίγο να ξεχάσω το σημαντικότερο: όσο κι αν πολλές φορές η ψυχρότητα της “μουσικής βιομηχανίας” προστάζει τον προγραμματισμό μιας σειράς συναυλιών, με συνεπαγωγή το συναίσθημα των μελών της μπάντας να διαφέρει από εμφάνιση σε εμφάνιση, από χώρα σε χώρα, οι Tindersticks έπραξαν στην Αθήνα τα δέοντα και αυτά που τους προστάζει η ψυχούλα τους. Η απόδοσή τους άψογη, η συνεργασία μεταξύ τους αγαστή, το συναίσθημά τους, όπως γράψαμε πιο πάνω σε πλήρη αρμονία (για τη φωνή του Staples και το λουλούδι στο πέτο του χρειάζεται να μιλήσω παραπάνω;). Μουσική που, φύσει εσωτερική, δεν αποζητά τις αθρόες συγκεντρώσεις αλλά έχει την ικανότητα να μεταδίδεται ως τον θέση τελευταίο θεατή. Η πρόσληψη της από τον προαναφερθέντα θεατή/ακροατή ανεξαρτήτως θέσης (και δεν αναφέρομαι φυσικά τόσο στους “έτοιμους” οπαδούς που γνωρίζουν πώς να απορροφούν και να προσλαμβάνουν κάθε άρπισμα της κιθάρας, κάθε πάτημα των πλήκτρων του πιάνου και κάθε υπόκωφη ανάσα του Staples) δεν αφορά την μπάντα. Η μόνη τους τροφή, ο βασικός λόγος που οι μουσικοί ανά τον κόσμο επιζητούν να εκτελούν τα κομμάτια τους μπροστά σε κοινό: η επικοινωνία και η αποδοχή, με έμπρακτη έκφραση αυτών το χειροκρότημα, όπως αυτό που ενθουσιωδώς χαρίστηκε στους Tindersticks στο τέλος κάθε τραγουδιού και στην καταληκτική υπόκλιση.
Κείμενο: Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής & Χρύσα Ανδριανοπούλου