Μπήκα πολλές φορές στον πειρασμό να μη διαβάσω καθόλου τι είχα γράψει την προηγούμενη φορά - μόλις πριν από περίπου 14 μήνες - που οι θρυλικοί και πολύ αγαπημένοι Candlemass επισκέφθηκαν τη χώρα μας, ξανά σε εξωφεστιβαλική εμφάνιση, ξανά με τον Mats Leven στα φωνητικά και ξανά χωρίς τον Leif Edling, μπασίστα αλλά κυρίως ιδρυτή και βασικό συνθέτη των Σουηδών. Αυτοδεσμεύτηκα να μην το κάνω μέχρι να τελειώσω αυτό το κείμενο, για να μπορώ να κάνω αμερόληπτα τη σύγκριση. Κύρια ώθησή μου σε αυτήν την απόφαση ήταν η προσυναυλιακή ανορεξία μου να δω την “Candlemass tribute band” και “πάλι έρχονται χωρίς τον αρχηγό, άρα δεν είναι τόσο Candlemass πλέον”. Δεν αναφέρομαι καν στον Messiah Marcolin η έλλειψη του οποίου μνημονεύεται από τους οπαδούς ακόμη συχνότερα, αλλά έχω αποδεχτεί πως δεν βρίσκεται στην μπάντα εδώ και πολλά χρόνια (επίσης, δεν σας νοιάζει αλλά ο αγαπημένος μου τραγουδιστής των Σουηδών παραμένει ο Johan Längqvist που τραγούδησε στο epicus ntempoutous τους). Η αφορμή αυτής της επίσκεψης των Candlemass στην Ελλάδα ήταν η παρουσίαση, από την αρχή ως το τέλος, ενός εκ των κλασικότερων δίσκων τους, του Nightfall, που κυκλοφόρησε το σωτήριο έτος 1987 με εξώφυλλο έναν εκπληκτικό πίνακα του Thomas Cole. Η σύνθεση που εμφανίστηκε μπροστά μας αποτελούταν από τα ⅗ των μελών που συνέδραμαν στον τιμώμενο δίσκο και οι απουσίες ήταν οι πλέον ηχηρές (ο Edling είχε γράψει όλο το άλμπουμ και ο Marcolin σημάδεψε ανεξίτηλα τις συνθέσεις με τη φωνή του και, κακά τα ψέματα, σε εκείνον οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της ιστορικότητας του δίσκου). Πάντως, για να λέμε και τα καλά, το ότι η επετειακή περιοδεία αυτή εξαντλείται μόλις μετά από 6 ημερομηνίες και μέσα σε αυτές η Ελλάδα κατέχει θέση, δείχνει το επίπεδο της σχέσης των Ελλήνων οπαδών και της μπάντας….
… κάτι που δεν φάνηκε όμως λίγο πριν οι Sorrows Path πατήσουν το πόδι τους στην σκηνή του Piraeus 117 Academy. Η προσέλευση του κοινού ήταν τόσο απογοητευτική σε εκείνο το χρονικό σημείο, που κάπου εδώ θα πρέπει να ψέξουμε την κακή συνήθεια που τείνει να γίνει “λατρεία”: στην προσέλευση του κοινού κατά βάση λίγο πριν βγει το μεγάλο όνομα, αγνοώντας έτσι τα support. Είπαμε, αλλά όχι κι έτσι… Και ειδικά σε μία μπάντα που τιμάει εδώ και πολλά χρόνια τον heavy/doom ήχο. Τους θυμάμαι το 2006, όταν επανενώθηκαν μετά από μακρά απουσία και το γιόρτασαν ανοίγοντας για τους Solitude Aeturnus σε εκείνα τα αξέχαστα live στο Αν Club. Τώρα η σκηνή είναι σαφώς μεγαλύτερη και υπό συνθήκες μπορεί να καταπιεί τις μπάντες που είναι συνηθισμένες σε μικρότερα venues. Οι Sorrows Path, βέβαια, δεν εμφάνισαν τέτοια θέματα παρά μόνο στην αρχή, όπου φάνηκε ένα σχετικό τρακ που ευτυχώς εξανεμίστηκε μετά τα τρία-τέσσερα πρώτα κομμάτια. Τότε ο τραγουδιστής Άγγελος Ιωαννίδης άρχισε να αλλάζει θέση και να παίζει με την έκφραση και τα χέρια του με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αλλά πάντα σε doom πλαίσιο. Μην φαντάζεστε δηλαδή την επικοινωνιακή δεινότητα ενός Dickinson ή ακόμη και ενός Lowe (πριν χάσει την μπάλα, εννοείται). Στα αξιοσημείωτα της εμφάνισής τους, ο πολύ καλός ήχος (που αξίζει σε όλες τις μπάντες και κρίμα είναι τα support να αντιμετωπίζονται ως παρακατιανά στο ηχητικό κομμάτι) και οι αρτιότατες εκτελέσεις των κομματιών τους, όπως περιμένουμε από μία μπάντα με χρόνια στην πλάτη της. Σαν δαιμονισμένος όμως έπαιζε κυρίως ο drummer, κάτι που εξηγήθηκε στο τέλος καθώς ανακοινώθηκε η αποχώρησή του (μετά από 13 χρόνια στο συγκρότημα) λόγω μόνιμης μετακόμισης στην Κύπρο. Τα κομμάτια του Doom Philosophy (2oυ και πιο πρόσφατου δίσκου των Sorrows Path προς το παρόν) μάλλον ξεχώρισαν ελαφρώς από τα υπόλοιπα. Μπάντα με ήχο επηρεασμένο αναπόφευκτα από τους μεγάλους του είδους, αλλά και με δικές της πινελιές να χρωματίζουν τον καμβά του, σίγουρα θα κέρδισαν φίλους εκείνο το βράδυ.
Όσο έπαιζαν οι Sorrows Path, το Academy γέμιζε - σε doom ρυθμούς εννοείται - και τελικώς έφτασε σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο πληρότητας - το βέλτιστο, θα έλεγα, για την παρακολούθηση μιας συναυλίας όπου αναμένετο ο κάθε ένας από τους παρόντες να συμβάλλει με τραγούδι και “άφθονο” headbanging στο συναυλιακό δρώμενο. Χωρίς καθυστέρηση, η τωρινή μορφή των Candlemass πήρε τη θέση της στην σκηνή και, που λέτε, ήρθε η ώρα να ξαναμετρήσουμε τα κουκιά της εισαγωγικής παραγράφου. Ή να την ξεχάσουμε παντελώς, όπως δηλαδή μας εξανάγκασε η μπάντα. Λες και δεν τον ξέρουμε τον Mats Leven. Πρόκειται για έναν τραγουδιστή που εδώ και χρόνια έχει κερδίσει με το κοφτερό σπαθί του μία θέση ανάμεσα στους καλύτερους τραγουδιστές του κλασικού metal ήχου. Συνεργάτης του Edling από παλιά (ανατρέξτε στο απίθανο άλμπουμ που κυκλοφόρησε μαζί του ως Abstrakt Algebra ή/και στη συμμετοχή τους στους Krux), session μουσικός κατά βάση με δισκογραφικά ένσημα σε μεγάλους του ύφους και συναυλιακή εμπειρία μαζί με τους καλύτερους. Με άλλα λόγια, guest singer: Mats Levem = profit (συγχωρέστε μου το νεολογισμό). Δεν χρειάστηκε πολλά: οι πρώτες νότες που έβγαλε από το στόμα του κατέδειξαν το μέγεθος του ανδρός. Μας είχε το θέαμα συνεπάρει - τι σφρίγος, τι ένταση, τι ρυθμός! Οι 20άρηδες στο κοινό ήταν σαφώς λιγότεροι από τους 40άρηδες (με ελαφρά τάση προς τους αμετανόητους αλλά πάντα παρόντες 50άρηδες) αλλά συνέδραμαν κι εκείνοι υπολογίσιμες ποσότητες ενέργειας, κυρίως από τις πρώτες σειρές που παραληρούσαν, διότι ο Leven τους “είχε” και στο επικοινωνιακό κομμάτι. Και βέβαια, με τι κομμάτια ξεκίνησαν - κομματάρες, που λέμε κι εμείς οι θιασώτες των ήχων της Χαλυβουργικής. Well Of Souls, Codex Gigas, At The Gallows End, The Samarithan… όλο το Nightfall, για να μην μακρυγορώ, σε φοβερές εκτελέσεις με αντιστοίχου επιπέδου ήχο. Μην ξεχνάμε πως οι κιθαρίστες Mats Bjorkmann & Lars Johansson, μαζί με τον drummer Jan Lindh, αποτελούσαν βασικά μέλη των Candlemass και το μακρινό 1987, οπότε γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα πώς θα πρέπει να ακούγεται σωστά ο δίσκος σε ένα live περιβάλλον. Αλλά ο Mats Leven συγκλόνισε, ακόμη και όσους αβάσιμα περίμεναν πανωλεθρία (εξού και δύσκολα διάβαζες κάποιο αρνητικό σχόλιο στο internet - δεν θα είχε κανένα έρεισμα!). Επαγγελματίας αλλά και fan, ταρακούνησε το Academy με τη δυναμική του ερμηνεία και την ενέργεια που έφερε επί σκηνής, ενώ φρόντιζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως και το χέρι του να δίνει στις πρώτες σειρές. Στο Bewitched προσπάθησε μάλιστα να περπατήσει λίγο σαν Messiah (δείτε παρεμπιπτόντως το απίστευτο video clip του κομματιού, σε σκηνοθεσία του τότε πρωτόβγαλτου και μετέπειτα Μίδα των videoclip Jonas Akerlund) και στο ρεφρέν έδωσε μικρόφωνο στο κοινό, την καλύτερη χορωδία που θα μπορούσε να έχει τη δεδομένη στιγμή.
Κάποια στιγμή, βέβαια, το Nightfall έλαβε τέλος, δεν διαρκεί άλλωστε πολύ πάνω από 45 λεπτά. Τότε έλαβε χώρα το διάλειμμα (encore με την τυπική έννοια του όρου δε θα το λέγαμε) για να επανέλθουν δριμύτεροι οι Candlemass. Το “δριμύτεροι” δεν αποτελεί εδώ σχήμα λόγου: το Mirror Mirror σήκωσε στο πόδι όλο το Academy με τη δύναμη και τον όγκο του! Κάπου εκεί ο Leven μας ανακοίνωσε πως ίσως για πρώτη φορά (στην πρόσφατη ιστορία τους, προφανώς) θα έπαιζαν σετ με κομμάτια μέχρι το 1989 - την πιο δημοφιλή περίοδό τους, δηλαδή. Χαράς ευαγγέλια για τους παλαιομεταλλάδες - αν και η πορεία των πρόσφατων χρόνων μετά το reunion με Messiah το 2002 τυχαίνει ιδιαίτερης αναγνώρισης τουλάχιστον από το δικό μας κοινό. Κακά όμως τα ψέματα: τραγούδια όπως το Dark Reflections, το A Cry From The Crypt, το Crystal Ball (προσωπικό λατρεμένο) και φυσικά το Solitude είναι κλασικότερα των κλασικών στον σκληρό ήχο των ‘80s. Κανένα πρόβλημα φυσικά για τον Leven να αποδώσει και τα κομμάτια του Epicus Doomicus Metallicus, αν και θα ανατριχιάζαμε και μόνο το κοινό να τραγουδούσε. Μετά από περίπου 90 λεπτά, η τελετή έλαβε τέλος, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις επί της ουσίας και το κοινό να παραληρεί στα πηγαδάκια που στήθηκαν αμέσως μετά στο χώρο. Την επόμενη φορά, πάντως, καλό θα ήταν να βλέπαμε και τον αρχηγό μαζί με τους υπόλοιπους Candlemass (ευτυχώς η υγεία του βελτιώνεται, όπως μαθαίνουμε). Σημειωτέον πως μία ικανή και μετρήσιμη ποσότητα κόσμου μετέβη στο Κύτταρο για συνέχεια της νοσταλγικής μεταλλοθεραπείας με τους επίσης αειθαλείς και λίαν προσφάτως ακμάζοντες Skyclad, σε ένα ρεσιτάλ άψογης συνεννόησης μεταξύ των διοργανώτριων εταιριών (Didi Music και Eat Metal), στις οποίες αξίζουν συγχαρητήρια που δεν ανάγκασαν όσους ήθελαν να παραστούν και στα δύο live (τα οποία είχαν ταυτόσημο κοινό) να κάνουν επιλογή.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής