Print this page
Κυριακή, 10 Σεπτεμβρίου 2017 21:00

Live Review & Interview: Slowdive / Afformance @ Fuzz Live Music Club, 9/9/2017

Written by 

Είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός, όταν πρόκειται να δεις μια από τις μπάντες που σημάδεψε τα εφηβικά σου χρόνια. Την χρονική περίοδο που τα πρώτα EPs των Slowdive έκαναν δειλά την εμφάνισή τους στα ράφια των δισκάδικων της Αθήνας, δεν υπήρχε ούτε internet, ούτε youtube για να μπορείς να έχεις μια εικόνα, παρά μόνο τα ερασιτεχνικά fanzines της εποχής. Απλώς εμπιστευόσουν τους επαΐοντες. Και όσοι από εμάς είχαμε την τύχη να διαβούμε το κατώφλι του θρυλικού Pilgrim στη Διδότου εκεί στις αρχές των 90s, μάθαμε τους Slowdive και αγοράσαμε το ομώνυμο πρώτο τους πόνημα Slowdive, το Morningrise και το Holding Our Breath, τα EPs που προηγήθηκαν του ντεμπούτου άλμπουμ τους και περιηγηθήκαμε στα ονειρικά τοπία που φιλοτέχνησαν.

Οι Slowdive κατάφεραν να παντρέψουν δύο κόσμους, σε αντίθεση με άλλες μπάντες του shoegaze. Δεν απευθύνθηκαν μόνο στο τυπικό indie κοινό, αλλά η ομοιότητά τους με μπάντες όπως οι Cocteau Twins τους έκανε αγαπητούς και σε ένα πιο «σκοτεινό» ακροατήριο. Απλώς για το δεύτερο, δεν είχαν το απαιτούμενο image για να γίνουν dark darlings (και ευτυχώς).

Τα χρόνια πέρασαν και μετά από μια πορεία με 5 EPs και 3 άλμπουμ οι Slowdive, όπως και πολλές άλλες μπάντες, αποσύρθηκαν από το προσκήνιο, παρασυρμένες από το ορμητικό κύμα της Britpop. Όμως δεν ξεχάστηκαν από μια μερίδα του εναλλακτικού κοινού που έβλεπε την ποιότητα της βρετανικής κιθαριστικής σκηνής να υποχωρεί όσο περνούσαν τα χρόνια. Και η επιστροφή τους (μαζί με αυτήν των My Bloody Valentine, των Ride, των Curve) χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό.

Η επιστροφή στα live των Slowdive έγινε το 2014. Ευτυχώς δεν περιορίστηκε σε μια αναπαραγωγή του ένδοξου παρελθόντος σε διάφορες συναυλιακές σκηνές, αλλά συνοδεύτηκε και από την κυκλοφορία ενός έξοχου άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάιο. Στην Αθήνα πολλοί (δυστυχώς όχι εγώ…) είχαν την ευκαιρία να τους δουν στο περσινό Release Athens Festival. Όμως είναι αλήθεια ότι τέτοιες μπάντες αναζητάς να τις ακούσεις σε έναν πιο περιορισμένο και ατμοσφαιρικό, κλειστό χώρο, όπου θα μπορέσουν να ξεδιπλώσουν καλύτερα το ιδιαίτερο ταλέντο τους. Και πράγματι, η επιλογή του Fuzz ήταν ιδανική για το κουιντέτο από το Reading, ωστόσο λίγοι περίμεναν την αθρόα προσέλευση για μια μπάντα μέχρι πρότινος ελάχιστα γνωστή, που δεν έχει σχεδόν ποτέ προβληθεί από τα ελληνικά ΜΜΕ, ακόμη και από τα εναλλακτικά. Δυστυχώς, όπως θα εξηγήσουμε αργότερα, η μαζική προσέλευση οφείλεται περισσότερο σε ένα mouth to mouth hype, παρά σε ένα γνήσιο ενδιαφέρον των μαζών για τους Slowdive.

Τη βραδιά ξεκίνησαν οι υποσχόμενοι Έλληνες Afformance, για τους οποίους έχουν γίνει πολλάκις αναφορές στο παρόν περιοδικό, μιας και πρόκειται για ένα εκ των παλαιότερων εγχώριων post-rock σχημάτων. Οι instrumental συνθέσεις τους κινούνται μεν κατά βάση στο χώρο του post rock, όμως (ιδιαίτερα στο εκπληκτικό opening κομμάτι τους) μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει στοιχεία dream pop και shoegaze. Η μπάντα κυκλοφορεί στις 20 Οκτωβρίου δύο (!) άλμπουμ, μέσα από τα οποία απέδωσε δύο κομμάτια χαρακτηριστικά του ύφους τους, ίσως με κάπως περισσότερα layers ατμόσφαιρας. Η μπάντα έπεισε πως κατέχει μια σοβαρή παρουσία στα εγχώρια εναλλακτικά δρώμενα, ωστόσο έχει αρκετά περιθώρια βελτίωσης σε ότι αφορά την ηχητική ποικιλία και την ευελιξία στις συνθέσεις (που βέβαια αποτελεί νόσο γενικά του post rock). Σε γενικές γραμμές όμως αποτέλεσαν ένα εξαιρετικό support-πρόγευση για αυτό που ακολούθησε.

Και πράγματι, μπορεί στις τυπικές ροκ συναυλίες να περιμένει κανείς μια εντυπωσιακή είσοδο των stars στη σκηνή, όμως οι Slowdive παραμένουν πιστοί στα ιδεώδη του shoegaze που ήταν χαρακτηρισμένη ως “The Scene That Celebrates Itself’, καθώς οι πρωταγωνιστές των συγκροτημάτων ούτε είχαν μανία προβολής, ούτε ενδιαφέρονταν για τον ευρύτερο μουσικό ανταγωνισμό. Λειτουργούσαν σε έναν δικό τους κόσμο…

…και σε αυτό τον κόσμο μας εισήγαγαν το βράδυ του Σαββάτου στο Fuzz. 5 απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας ανέβηκαν χωρίς τυμπανοκρουσίες στη σκηνή, όμως από τις πρώτες νότες που πρόσφεραν στο ακροατήριο έγινε φανερό ότι η ονειρική, σαγηνευτική μουσική τους δεν είναι προϊόν στουντιακής επεξεργασίας, αλλά μια ζωντανή μυσταγωγία υπέροχων και αφοσιωμένων μουσικών που ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν.

Γενικά, είναι λίγο φτωχό να περιγράψει κανείς την εμπειρία της σχεδόν αψεγάδιαστης (μετρήσαμε κάποια μικρά λαθάκια στη rhythm section) μπάντας. Νομίζω ότι στα μάτια των παλαιότερων που γέμισαν τις πρώτες σειρές του Fuzz διέκρινε κανείς τη νοσταλγία για ένα μουσικό παρελθόν αγνότητας και απαράμιλλης ομορφιάς, για μια εποχή που παρήγαγε καλλιτέχνες που μιλούσαν στις εφηβικές ευαισθησίες, χωρίς να απευθύνονται στα πιο ταπεινά τους ένστικτα. Η κιθαριστική ελεγεία και οι καταπραϋντικές φωνές των Rachel Gowsell και Neil Halstead ήταν μια συνταγή παρηγοριάς για τον ταραγμένο και βίαιο περίγυρο, μια γνήσια εναλλακτική απέναντι στη μουσική κενότητα του σήμερα.

Αποτελεί τίτλο τιμής για τους Slowdive που τα περισσότερα ίσως χειροκροτήματα τα αποκόμισαν για τα Star Roving και Sugar for the Pill, τα singles από το καινούριο τους άλμπουμ, διότι αποδεικνύεται πως δεν είναι μόνο ένα σχήμα που περιοδεύει βασισμένο στις δάφνες του παρελθόντος, αλλά είναι ζωντανό και επίκαιρο σήμερα, 22 ολόκληρα χρόνια από τότε που εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Συγκίνηση για τους παλιότερους fans η μαγική εκτέλεση του Catch the Breeze (δυστυχώς του μοναδικού κομματικού από το πρώτο άλμπουμ) και του συγκλονιστικού Avalyn από το πρώτο τους EP (που θα το προτιμούσα στο encore). Δύσκολα μπορεί γενικά να διαλέξει κάποιος highlights ανάμεσα στο καταπληκτικό σετ των 16 κομματιών που έπαιξαν, όμως ρίγη συγκίνησης προκάλεσε η διασκευή στο συγκλονιστικό Golden Hair του Syd Barrett, το υπέροχο Alison, το Souvlaki Space Station και το επικό When the Sun Hits.

Ίσως η μοναδική μουσική αδυναμία της συναυλίας ήταν η επιλογή των κομματιών του encore. Το Blue Skied an’ Clear, δεν ξέρω αν αποτελεί ιδανικό δείγμα της μουσικής τους, ειδικά για εξόδιο κομμάτι, ενώ τα δύο κομμάτια από το Souvlaki (Dagger και 40 Days) θα μπορούσαν να μπουν στο κυρίως set και να αντικατασταθούν από πιο εμβληματικά κομμάτια της δισκογραφίας τους. Όμως ακόμη και το σχετικά αδύναμο encore δεν ήταν ικανό για να αλλάξει την άποψή μας για τη συναυλία. Μια επική, μυσταγωγική βραδιά που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη όσων προσήλθαν για να ακούσουν…

ΥΓ Μίλησα για μουσική αδυναμία (και για όσους προσήλθαν για να ακούσουν), γιατί η μόνη ουσιαστική παραφωνία της συναυλίας ήταν το κοινό της. Ναι μεν είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς τους obscure outsiders Slowdive να συγκεντρώνουν 1000 και πλέον άτομα στο Fuzz, είναι θλιβερό όμως να διαπιστώνεις πόσο μεγάλο ήταν το τμήμα του κοινού που πήγε να τους δει χωρίς να έχει ιδέα για το τι είναι το συγκρότημα, χωρίς να τους ενδιαφέρει τι θα παίξουν, απλώς και μόνο επειδή υπήρξε ένα mouth to mouth hype. Εύκολα παρατηρούσε κανείς στη μάζα των ημιμαθών, γλοιωδών hipsters (που άνετα θα μπορούσαν να είναι την ίδια στιγμή στο Ρέμο, ή σε ένα αστικό beach party με “lounge” ήχους) την αδιαφορία, την απορία, την κούραση… Η ικανοποίηση που έπαιρνε κανείς από αυτή την ομάδα του κοινού, είναι πως οι εκπροσωποί της ήταν φανερό ότι υπέφεραν, όντας αναγκασμένοι να ακούνε μια μουσική που υπερέβαινε κατά πολύ το μουσικό τους IQ και δεν ανταποκρινόταν στην ανάγκη τους για το φτηνό, το πλαστικό, το εύκολο…

Ας ελπίσουμε την επόμενη φορά το φιλόξενο Fuzz, που για μια ακόμη φορά αρίστευσε στη διοργάνωση, να εγκαταστήσει σε τέτοιου είδους συναυλίες music police στην είσοδο, για να αποφεύγουμε αισθητικά σοκ όπως αυτά που βιώσαμε απόψε…

 

Mini interview με την Rachel Goswell

Λίγο μετά τη λήξη της συναυλίας, η γλυκύτατη Rachel Goswell, παρά την κούρασή της, με την ευγενή συνδρομή του Θωμά Μαχαίρα δέχτηκε να πει δυο λόγια στο συντάκτη του soundgaze.gr Γιώργο Χριστόπουλο.

Ε: Πώς αισθάνεστε που 25 και πλέον χρόνια από την εμφάνισή σας υπάρχει ακόμη τόσος κόσμος για να σας δει;

Α: Είναι πολύ όμορφο και για εμάς να βλέπουμε ένα τόσο θερμό κοινό στις συναυλίες μας. Είμαστε χαρούμενοι που επιστρέψαμε και πολύ ευτυχείς που υπάρχει ακροατήριο για να μοιραζόμαστε τη μουσική μας.

Ε: Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρξατε για εμένα και για πολλούς άλλους έμπνευση για να στραφούμε μακριά από τα κλασικά indie μονοπάτια και να αναζητήσουμε άλλους ήχους. Πολλοί bedsitters παραδόθηκαν στη μαγεία της μουσικής σας με τη συνοδεία μπόλικου αλκοόλ.

A: Ας ελπίσουμε να μην συνεχίζουν τις βλαβερές συνήθειες μέχρι σήμερα, γιατί αυτό θα ήταν μάλλον καταστροφικό (γέλια). Πάντως εμείς δεν θεωρούμε ότι κάναμε κάτι ιδιαίτερο ως μουσική σκηνή, απλώς παίζαμε τη μουσική που μας αρέσει.

H Rachel Gowsell συνομιλεί με τον συντάκτη του Soundgaze.gr Γιώργο Χριστόπουλο λίγο μετά τη συναυλία των Slowdive στο Fuzz Live Music Club.

Ε: Ο ήχος σας είναι πολυδιάστατος και ενώ μπορεί να καταγραφεί σε ένα στούντιο ηχογράφησης, είναι δύσκολο να αποδοθεί live. Όμως εσείς το καταφέρνετε περίφημα. Πώς το πετυχαίνετε αυτό;

Α: Ρωτήστε τον καταπληκτικό μας sound engineer, εμείς δεν κάνουμε τίποτα (γέλια)

Ε: Η μουσική σας είναι μια ανοιχτή πρόσκληση στον κόσμο, όπως άλλωστε ήταν η βρετανική σκηνή εν γένει τις προηγούμενες δεκαετίες. Πώς αισθάνεστε τώρα σε ένα περιβάλλον Brexit που εμφανίζει τη Βρετανία μικρή και απομονωμένη;

Α: Σίγουρα η μουσική μας είναι απολίτικη. Ως μπάντα είμαστε απολίτικοι, όμως ως άτομα δεν είμαστε. Μας θλίβει ιδιαίτερα το Brexit. Αποτελεί την επιλογή αφελών ανθρώπων, είναι μια καταστροφή για τη χώρα. Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι Βρετανοί είναι αντίθετοι στο Brexit και ιδιαίτερα ανήσυχοι για την πορεία της χώρας. Κάναμε ό, τι ήταν δυνατόν για να εκλεγεί ο Jeremy Corbyn, αλλά… (γέλια)

Ε: Επιστρέψατε με ένα θαυμάσιο καινούριο άλμπουμ φέτος μετά από 22 χρόνια. Θα συνεχίσετε να κυκλοφορείτε καινούριο υλικό;

Α: Σίγουρα είναι στα σχέδιά μας να φτιάξουμε ένα καινούριο άλμπουμ. Ήδη δουλεύουμε κάποια πράγματα, όμως είναι δύσκολο να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά από τη στιγμή που οι υποχρεώσεις μας για την tour προώθησης του δίσκου μας είναι τόσο πυκνές. Φανταστείτε ότι συχνά παίζουμε 3 και 4 φορές την εβδομάδα. Όμως σύντομα θα ξανακούσετε νέα πράγματα από εμάς…

Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Γιώργος Χριστόπουλος

 

Ο Γιώργος Χριστόπουλος γεννήθηκε πριν από πολλά πολλά χρόνια μια χιονισμένη Κυριακή του Νοέμβρη (ανήμερα της ...Οκτωβριανής Επανάστασης που με το νέο ημερολόγιο έγινε στις 7 Νοεμβρίου) στην πόλη Mönchengladbach, κοντά στα γερμανοολλανδικά σύνορα. Ωστόσο πάντα αναγνώριζε ως ...πατρίδα μια ακόμη βορειότερη ευρωπαϊκή πόλη, το μουντό, βροχερό και αραχνιασμένο Manchester, όπου πέρασε (με αχώριστη σύντροφό του τη ...Boddingtons)  κομμάτι της ανέμελης νιότης του πατώντας τα άγια χώματα που είχαν διαβεί οι Smiths, οι Joy Division και οι New Order, οι Stone Roses και οι Happy Mondays, οι Inspirals και οι Charlatans κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ....

Όταν δεν εργάζεται αόκνως για να σώσει τους συναδέλφους του ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς από τα νύχια των εργοδοτών τους (αλήτης εργατοπατέρας γαρ...), θα τον βρείτε βουλιαγμένο σε ένα καναπέ να μελετά κοινωνιολογικές θεωρίες, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παίζει ατέλειωτες ώρες Football Μanager στο pc. Συνήθως με μια παγωμένη pils ανά χείρας...

Latest from Γιώργος Χριστόπουλος

Related items