Η ελληνική pop ανέρχεται τα τελευταία λίγα χρόνια με σταθερά μικρά βήματα. Προσοχή! Δεν αναφερόμαστε εδώ στις Μέλισσες και στους Ονιράμα, αλλά στην αγγλόφωνη - κατά βάση - pop η οποία, όπως φαίνεται, χωρίς πολλές κιθάρες και με περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία τα καταφέρνει καλύτερα. Από την κοινώς αναγνωρίσιμη πλέον Σtella ως τους πιο πρόσφατους (αλλά όχι και νεόκοπους) Ta Toy Boy, χτίζεται σιγά σιγά μία σκηνή που ευνοεί μελωδίες που προέρχονται από τα ‘80s - ξέρετε, τη δεκαετία που, ανεξαρτήτως μουσικού ύφους με γκάμα από την pop ως το metal, μία πιασάρικη μελωδική γραμμή είχε περισσότερη σημασία - και αίγλη, ας μου επιτραπεί - από οποιαδήποτε περίτεχνη ενορχήστρωση. Οι Menta και οι Marva Von Theo βρέθηκαν μαζί στο six d.o.g.s. συνάπτοντας συμφωνία με το pop κοινό της πόλης - με τους πρώτους μάλιστα να παρουσιάζουν πρώτη φορά το φετινό τους άλμπουμ, Polyend.
Για τους Marva Von Theo έχει γράψει εξαιρετικά ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γιώργος Χριστόπουλος, και σε συναυλιακό και σε δισκογραφικό επίπεδο. Η δική μου εικόνα από το live τους στο six d.o.g.s. είναι μιας ιδιαίτερα προσεγμένης μπάντας σε μουσικό επίπεδο (που κατά κύριο λόγο μας ενδιαφέρει, άλλωστε) αλλά και σε αισθητικό επίπεδο (που πάντα μετράει, όσο κι αν δεν το θέλουμε πολλές φορές). Το ντουέτο των Marva Von Theo ακολουθεί και στην όψη του κατά πόδας τη μουσική που παίζουν, με κύρια εκφράστρια φυσικά την τραγουδίσρια/frontwoman Μάρβα Βούλγαρη. Η Μάρβα διαθέτει μία εξαίρετη φωνή κατάλληλη όσο δεν φαντάζεστε για το συγκεκριμένο ύφος. Νομίζω πως περισσότερο από τις φωνές που προηγήθηκαν χρονικά, μου έφερε στο νου τη Geike Arnaert όταν βρισκόταν πίσω από το μικρόφωνο Hooverphonic, αλλά ακόμη περισσότερο τη Dioni των Astyplaz. Στο θεόρατο keyboard setup του Τέο Φοινίδη, η Μάρβα είχε να αντιπαραβάλλει, πέρα από τη φωνή της, το keytar που εμφανίστηκε σε κάποια κομμάτια. Μιλάμε κυρίως για ένα ντουέτο που ήξερε πολύ καλά πού και πώς να “πατήσει” στην σκηνή και αυτό μπορεί να τους χρησιμεύσει ως βάση για τα επόμενα βήματά τους, καθώς όπως φαίνεται διαθέτουν την απαιτούμενη συνθετική φλέβα, με χορευτική διάθεση αλλά και έντονο ερωτισμό. Το ντεμπούτο τους, A Dream Within A Dream, ήταν διαθέσιμο στο live και τσιμπήθηκε πάραυτα.
Το κυρίως πιάτο της συναυλίας δεν άργησε να εμφανιστεί στην σκηνή. Οι Μέντα είναι μία από τις λιγοστές μπάντες - γενικώς, πόσο μάλλον στην Ελλάδα - που μετά από αρκετά χρόνια πορείας και 5 (!) δίσκους με έναν συγκεκριμένο ήχο άλλαξαν εντελώς συνθετική βάση και τρόπους, διατηρώντας μάλιστα το όνομά τους. Το τόλμημα ήταν μεγάλο, αλλά - αν θέλετε την προσωπική μου γνώμη - τους βγήκε σε καλό, καθώς οι δίσκοι που κυκλοφορούν από τότε που έγιναν instrumental και ηλεκτρονικοί είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Δεν θα ασχοληθώ καθόλου με το αν το αποτέλεσμα αρέσει ή όχι στο κοινό, όμως θεωρώ πολύ σημαντικό για την ευζωία μιας μπάντας να αναζητά τον εαυτό της και να ακολουθεί αυτό που φαίνεται πιο οργανικό για αυτήν. Και μόνο για αυτό τους αξίζουν συγχαρητήρια - είναι λιγότερο εύκολο από όσο μπορεί να φαίνεται.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε το συγκρότημα πριν λίγο καιρό, δήλωσαν πως τους είναι δύσκολο να αντιληφθούν πώς θα μπορούν να παίξουν υλικό τους με τον παλιό ήχο. Πράγματι, στο six d.o.g.s δεν ακούμπησαν καν τα παλαιότερα κομμάτια τους. Ξεκίνησαν όμως κυρίως με κομμάτια μέσα από το Telepherique και το ενδιάμεσο ΕΡ που κυκλοφόρησαν, μέχρι να περάσουν στην παρουσίαση του Polyend, που ήταν άλλωστε και ο στόχος της συναυλίας. Το οποίο Polyend ακούστηκε ολόκληρο, αν και όχι με τη σειρά του δίσκου ώστε να σχηματιστεί αυτούσια η φράση “So You Went Down To The Poly End” από τους τίτλους των κομματιών. Οπτικό χαρακτηριστικό της παρουσίασης της δουλειάς τους ήταν τα μόνιμα κόκκινα φώτα (πάνω από τα 23 των Χειμερινών Κολυμβητών…) που “έλουζαν” τους μουσικούς και η επιλογή των βιντεοπροβολών ως background στο μουσικό κομμάτι, η οποία ήταν κάπως… ιδιαίτερη, καθώς τα νοήματα (ή τα μη νοήματα) δεν γίνονταν πάντα κατανοητά. Μουσικά πάντως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ο ήχος τους είναι κατασταλαγμένος και αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και ενδεχομένως ενδελεχούς μελέτης πάνω στις διδαχές του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του Jean-Michel Jarre, του Giorgio Moroder και λοιπών πρωτοπόρων που μεγαλούργησαν μεταξύ των δεκαετιών του ‘70 και ‘80. Η “ροκιά” πάντως δεν είναι δυνατόν να φύγει από τον κύριο συνθέτη του υλικού, Κώστα Βλάχα, τουλάχιστον όπως φαινόταν να ζούσε το κάθε κομμάτι στην σκηνή… Και γιατί όχι, άλλωστε; Οι κιθάρες και τα μπάσα, αν και φυσικά πιο παραγκωνισμένα, συνυπάρχουν ακόμη με τα πλήκτρα. Αυτό δεν είναι όμως το θέμα μας, ποιος δηλαδή θα κυριαρχήσει. Η μουσική μας ενδιαφέρει περισσότερο και σε αυτό οι Μέντα βγαίνουν πλέον νικητές.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής