Δυο από τα πλέον εμβληματικά γκρουπ της εγχώριας σκηνής, οι Last Drive και οι Nightstalker, μοιράστηκαν το stage της Τεχνόπολης, σε μια βραδιά που δεν θύμιζε καθόλου συγκέντρωση βετεράνων αλλά, αντίθετα, έπιανε το σφυγμό του σήμερα και κοίταζε αισιόδοξα το μέλλον.
Η βραδιά ξεκίνησε από νωρίς, με τους Black Hat Bones να κάνουν την εμφάνιση τους όταν το ρολόι έδειχνε 8:30. Το κουαρτέτο με τη σπαρτιάτικη καταγωγή έχει «γράψει» πολλά χιλιόμετρα στις εγχώριες σκηνές και είναι μια αξιόπιστη λύση για ανάλογες περιστάσεις. Ουσιαστικά ο ρόλος του ήταν να βάλει σιγά σιγά στο «κλίμα» τον κόσμο, που εκείνη τη στιγμή προσερχόταν στην Τεχνόπολη, πριν αναλάβουν τα ηνία οι δυο headliners. Το καλωσόρισμα έγινε με μελωδικό τρόπο μιας και διάλεξαν το I Am The Sun από το περσινό Born in a Thunder. Η καλύτερη στιγμή όμως του 25λεπτου live τους ανήκε στο Howl In Me (από το φετινό EP τους The Ghost Bites Back), το καταιγιστικό πέρασμα περίπου στη μέση του οποίου έκανε πολλά κεφάλια να κουνηθούν στο ρυθμό του. Με την ένταση στο μάξιμουμ εξάλλου επέλεξαν να κλείσουν το set τους, παίζοντας το High Gain Devil Rockers από το φερώνυμο ντεμπούτο τους. Η αλήθεια είναι ότι τους Black Hat Bones τους έχουμε παρακολουθήσει ζωντανά πάρα πολλές φορές, συνεπώς δεν είχαμε να περιμένουμε κάποια έκπληξη. Το γεγονός ότι είχαν λίγο χρόνο στη διάθεση τους δεν λειτούργησε εναντίον τους, ίσα ίσα τους «ανάγκασε» να επιλέξουν μερικές από τις καλύτερες συνθέσεις τους, τις οποίες απέδωσαν όπως πάντα με αστείρευτη ενέργεια.
Το να έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις ζωντανά δυο από τα πιο αγαπημένα σου συγκροτήματα σε μια κοινή συναυλία (με ιδιαίτερα προσιτό εισιτήριο μάλιστα) είναι σίγουρα μια πολύ ευχάριστη συγκυρία. Όταν μάλιστα αυτός ο συνδυασμός αφορά (και κινητοποιεί) πολύ κόσμο τότε διαμορφώνονται συνθήκες ιδανικές για μια βραδιά αξιομνημόνευτη και καθόλου τυπική. Μπορεί οι μουσικές των Last Drive και των Nightstalker να έχουν ως αφετηρία το rock 'n' roll αλλά ουσιαστικά δεν τέμνονται πουθενά. Αυτό όμως δεν τους καθιστά αυτομάτως ένα αταίριαστο δίδυμο. Νομίζω για τους περισσότερους από εμάς τα δυο συγκεκριμένα γκρουπ πάντα έμοιαζαν συγγενικά. Αυτό μας είπαν και οι ίδιοι οι Nightstalker όταν τους συναντήσαμε στο studio τους. Αυτό τόνισε από μικροφώνου και ο Αλέξης Καλοφωλιάς λέγοντας «τόσα χρόνια αισθανόμαστε σαν αδέρφια». Σε αυτή τη λογική, το ποιος θα εμφανιζόταν πρώτος, μάλλον ήταν ήσσονος σημασίας. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μπουζούκια για να γίνεται καβγάς για το πρώτο όνομα άλλωστε… Οπότε το γεγονός ότι οι Last Drive, αν και παλαιότεροι, βγήκαν πρώτοι, μόνο ως λεπτομέρεια πρέπει να καταγραφεί (στην πράξη άλλωστε περισσότερο έπαιξαν από τους Nightstalker, οπότε δεν έχει νόημα να γίνεται περισσότερη κουβέντα).
Περί τις 9:20 οι Last Drive ανέβηκαν στην όμορφη σκηνή της Τεχνόπολης και ξεκίνησαν με την περίφημη διασκευή τους στο Outlaw του Alan Vega (από ένα tribute album στους Suicide του 1994), το οποίο ερμήνευσαν με περισσή μανία (ενόσω εμείς προασπαθούσαμε να βεβαιωθούμε πως στα τύμπανα είναι όντως ο Χρήστος Μιχαλάτος, καθώς δυσκολευτήκαμε να τον αναγνωρίσουμε με το νέο του look…). Προτού πάρουμε ανάσα, ακολούθησε το ανατριχιαστικό riff του A Glass of Broken Dreams, το οποίο αγαπήσαμε από την πρώτη κιόλας ακρόαση του reunion album Heavy Liquid (2009) και θεωρείται ήδη κλασικό και σπάνια απουσιάζει από το setlist τους.
Οι Last Drive κυκλοφόρησαν την περασμένη άνοιξη το νέο τους ομώνυμο άλμπουμ (το οποίο αποθέωσε αναλυτικά ο Παναγιώτης Γαβρίλης) και ήταν μια καλή ευκαιρία να (ξαν)ακούσουμε το νέο τους υλικό. Από τα οκτώ κομμάτια του δίσκου παίχτηκαν τα πέντε, πιο συγκεκριμένα τα Snakecharmer, Angel, The Wave, το φλοϋδικό ορχηστρικό White Knuckles και φυσικά το Always the Sun. Όλα θαυμάσιες συνθέσεις, που στη ζωντανή απόδοση ακούγονται ακόμα πιο εντυπωσιακές, αξίζει όμως μια ιδιαίτερη αναφορά στο τελευταίο. Ακόμα θυμάμαι το σοκ της πρώτης live εκτέλεσης του στο Gagarin πριν μερικά χρόνια, από τα πρώτα δευτερόλεπτα ήμουν βέβαιος ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι αγαπήθηκε πάρα πολύ πριν καν να ηχογραφηθεί, ενώ παρότι έχουν μεσολαβήσει μόνο λίγοι μήνες από την κυκλοφορία του στο The Last Drive, μπορούμε να μιλάμε για ένα από τα διαμάντια της δισκογραφίας τους συνολικά.
Περίπου στα μέσα του set ο Αλέξης Καλοφωλιάς μας πληροφόρησε ότι θα έπαιζαν μετά από πολύ καιρό ένα blues κομμάτι, προσθέτοντας «το blues πάντα είναι επίκαιρο». Ο λόγος για την εκδοχή τους στο Alabama Blues του J.B. Lenoir, με την οποία έκλεινε το Heavy Liquid. Η εκτέλεση ήταν πραγματικά καθηλωτική και δεν θα μπορούσαμε παρά να την τοποθετήσουμε στις καλύτερες στιγμές ολόκληρης της βραδιάς. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τη διασκευή τους στο 54/40 or Fight των Dead Moon, με την οποία τιμήθηκε η μνήμη του Fred Cole που απεβίωσε πέρσι. Κι ενώ όσο περνούσε ο χρόνος ο ήχος βελτιωνόταν, οι Drive πραγματοποιούσαν βουτιές στο σπουδαίο παρελθόν τους, πρώτα με το αγαπημένο Have Mercy, που ποτέ δεν θα βαρεθούμε, και κατόπιν με την τετράδα I Love Cindy, Baby It’s Real, The Bad Roads και Gone Gone Gone, back to back, τη στιγμή που από κάτω είχε «ανάψει» το γλέντι για τα καλά. Κάπως έτσι ολοκλήρωσαν την εμφάνιση τους, που λόγω της περίστασης είχε μικρότερη διάρκεια από ο,τι συνήθως, όλοι όμως ξέραμε ότι θα υπήρχε και συνέχεια αργότερα.
Λίγο πριν τις 11 η σκυτάλη πέρασε από τους Drive στους Nightstalker, οι οποίοι ξεκίνησαν, όπως συνηθίζουν, με το Go Get Some, κομμάτι ιδανικό μιας και ανεβάζει σταδιακά την ένταση. Βγαίνοντας τελευταίοι μάλλον στάθηκαν τυχεροί στο κομμάτι του ήχου, μιας και από τις πρώτες νότες ήταν πεντακάθαρος και έτσι διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους. Ο άψογος ήχος σε συνδυασμό με το γεγονός πως η παρούσα σύνθεση τους παίζει μαζί τα τελευταία 10 περίπου χρόνια (μόνο υπερβολή δεν θα ήταν να ειπωθεί πως είναι η καλύτερη που είχαν στην πορεία τους), με επακόλουθο το «δέσιμο» μεταξύ των μουσικών να είναι εντυπωσιακό, είχαν ως αποτέλεσμα το live τους να είναι αναμενόμενα μεστό και καλοδουλεμένο και σε σημεία απλώς καταπληκτικό!
Έχοντας απέναντι τους τη γεμάτη πλατεία της Τεχνόπολης επέλεξαν να ερμηνεύσουν κάποια από τα γνωστότερα και αγαπημένα κομμάτια τους όπως τα Superfreak, Dead Rock Commandos, Baby, God Is Dead, Line και φυσικά το Just A Burn (που επέχει θέση άτυπου ύμνου για όλη τη σκηνή). Ακούγοντας το τελευταίο προσπαθούσα να θυμηθώ αν έχω ξανακούσει ποτέ τόσο καθαρό και κρυστάλλινο τον ήχο της κιθάρας του Τόλη. Για τόσο καλό ήχο μιλάμε! Γενικότερα οι συναυλίες τους έχουν ανέβει κατακόρυφα από πλευράς ποιότητας τα τελευταία χρόνια. Έχουν περάσει πια ανεπιστρεπτί οι εποχές που παίζαν περισσότερο «χύμα» σε μέρη όπως το An (όσοι ήμασταν και τότε εκεί, στα «πέτρινα χρόνια», θα έχουμε πάντα μια θέση στην καρδιά μας για εκείνες τις δύσκολες και συνάμα ωραίες εποχές).
Η πιο πρόσφατη κυκλοφορία του γκρουπ είναι το As Above, So Below του 2016, το οποίο εκπροσωπήθηκε από κομμάτια όπως τα Zombie Hour και Forever Stoned (ως «κοινωνικό stoner» το προλόγισε ο Argy…) τα οποία δημιούργησαν το δικό τους σαματά… Χαμός όμως δεν προκαλείται μόνο στις δυνατές συνθέσεις τους αλλά και στις πιο μελωδικές στιγμές τους. Εδώ νομίζω όλοι όσοι διαβάζουν τον κείμενο αντιλαμβάνονται ότι θα αναφέρουμε το Children of the Sun (αν το Just A Burn είναι άτυπος ύμνος της heavy rock σκηνής, το συγκεκριμένο είναι ύμνος και τυπικά…) αλλά και στο πιο πρόσφατο The Dog That No-One Wanted (χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ενθουσιασμένος θεατής που ρωτούσε επίμονα να μάθει τον τίτλο του κομματιού).
Για το τέλος οι Nightstalker κράτησαν τον δυναμίτη Trigger Happy (θα έπρεπε να τους επιβάλλεται δια νόμου να το παίζουν σε κάθε συναυλία τους…), το οποίο όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδειχτεί εγγύηση για την κορύφωση του live και μόνο τυχαίο δεν είναι που ο κόσμος εξακολουθεί να το ζητάει με θέρμη κάθε φορά. Όπως είναι γνωστό, οι Nightstalker συνηθίζουν να παίζουν λίγο παραπάνω από 1 ώρα, οπότε δεν χρειάστηκε να περικόψουν δραστικά, λόγω της περίστασης, το set τους, το οποίο ακούστηκε σχεδόν ολόκληρο και ήταν τόσο χορταστικό και απολαυστικό που δεν θα είχαμε πρόβλημα αν η βραδιά τελείωνε εδώ.
Αφού αποχώρησαν θριαμβευτικά οι Nightstalker, ετοιμαστήκαμε για αυτό που όλοι περιμέναμε (άλλοι σίγουροι, άλλοι προσδοκώντας) να συμβεί, να επιστρέψουν δηλαδή στη σκηνή τα δυο συγκροτήματα και να παίζουν μαζί. Όπερ και εγένετο. Αφού προετοιμάστηκε η σκηνή για να χωρέσουν όλοι, Last Drive και Nightstalker βρέθηκαν ξανά μπροστά στον κόσμο που τους αποθέωνε για ένα κοινό encore. Για αρχή διάλεξαν το καταιγιστικό Spit από το πρώτο EP των Nightstalker, το Side FX του 1994 στην παραγωγή του οποίου είχε συμβάλει φυσικά ο Αλέξης Καλοφωλιάς. Ακολούθησαν δυο κομμάτια των Last Drive, τα Holy War και Killhead Therapy, όσοι ήταν παρόντες το 2013 στα επετειακά live για τα 30 χρόνια των Drive στο Gagarin ίσως θυμούνται πως είχαν ερμηνεύσει και τότε τα συγκεκριμένα τραγούδια μαζί, τα οποία άλλωστε είναι από τα πιο heavy της δισκογραφίας τους. Για το οριστικό φινάλε επιλέχτηκε –ορθά- το θαυμάσιο This Is U από το Use, το ντεμπούτο των Nightstalker. Κομμάτι από τα πλέον αγαπημένα των hardcore fans της μπάντας και νομίζω το καλύτερο κλείσιμο για μια υπέροχη βραδιά.
Μπορεί να τους έχουμε δει αμέτρητες φορές (έχουν ξεπεράσει το διψήφιο αριθμό από χρόνια) αμφότερους αλλά ποτέ δεν θα βαρεθούμε να τους παρακολουθούμε ζωντανά. Ακόμα καλύτερα αν είναι και μαζί! Όπως είπαμε και παραπάνω, οι Last Drive και Nightstalker μπορεί μουσικά να μην συγκλίνουν, όμως ως μπάντες έμοιαζαν ανέκαθεν κοντινές (η τριάδα συμπληρώνεται αν προσθέσουμε και τους Deus ex Machina) και αυτό είδαμε και πάνω στη σκηνή, έπαιζαν σαν ένα γκρουπ. Μπορεί να ήταν δύσκολο να συντονιστούν οκτώ μουσικοί, να βρουν το δικό τους χώρο και τα πατήματα τους, όμως μόνο να αγκομαχούν δεν έδειχναν. Άλλωστε έχουν βρει από χρόνια το δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Στο κάτω κάτω για rock & roll μιλάμε και τα δυο σχήματα το υπηρετούν πιστά εδώ και δεκαετίες. Αντί επιλόγου, λοιπόν, θα χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Γιώργου Καρανικόλα από την πρόσφατη συνέντευξη των Last Drive στο site μας: «Ο κόσμος θα ήταν σίγουρα βαρετός και τις ζωές μας απλά δε μπορούμε να τις φανταστούμε χωρίς το rock ‘n’ roll. Πολλοί λένε ότι η μουσική δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, το rock ‘n’ roll όμως τον άλλαξε.»
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Χρήστος Λεμονής