Print this page
Τρίτη, 16 Οκτωβρίου 2018 05:36

Live Review: Trisomie 21 / Qual / Waiting For Words / Data Fragments @ Temple, 12/10/18

Written by 

«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη» απόλαυσε το ταξίδι όσο μπορείς. Έτσι και στην περίπτωσή μας, όπου η προπαρασκευαστική διαδικασία της αναμενόμενης μουσικής απόλαυσης είχε αρχίσει νωρίτερα, μόνο και μόνο με τη σκέψη ότι δε θα βλέπαμε άλλον ένα σίγουρα βαρετό μέχρι αυτοχειρίας ποδοσφαιρικό αγώνα της Εθνικής, που παιζόταν την ίδια ώρα. Ο κόσμος γέμισε το πάντα ευχάριστα δροσερό Temple δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για τους μουσικούς, που, ομολογουμένως, ήταν αποφασισμένοι να απολαύσουν κι αυτοί τη βραδιά.  

 

Τα φώτα χαμήλωσαν στις 21.24’, όταν το τρίο των Γάλλων Waiting for Words βγήκε στη σκηνή. Τα προηχογραφημένα beat ξεκίνησαν δυναμικά, ο ZeN χόρευε και τραγουδούσε μαγεμένος από την όλη φάση, με τον σοβαρό Peter Rainman δίπλα του στο programming και τα δεύτερα φωνητικά, αλλά και την SoeV στα keyboards. Η αίθουσα γέμισε με τους ηλεκτρονικούς ήχους τους, που φλερτάρουν με τη synth pop και την pop, ρίχνοντας όμως κάποιες λοξές ματιές στο new wave, το οποίο έμελλε να έχει την τιμητική του λίγο αργότερα (αυτό κι αν λέγεται προοικονομία). Η κάπως αυξημένη ηλικία των μελών της μπάντας, την οποία έχουμε κυρίως συνηθίσει να βλέπουμε σε rock σχήματα, φανέρωνε ότι είχαν ζήσει από κοντά τις μέρες δόξας της μουσικής που παίζουν. Τα δε τραγούδια που επέλεξαν έδειχναν την αγάπη τους για τους Erasure, τους Depeche Mode και τους OMD.

Ο ZeN προσπαθούσε διαρκώς να ξεσηκώσει το κοινό, νιώθοντας το «βάρος» της μπάντας που ανοίγει τη βραδιά, χορεύοντας και τραγουδώντας στίχους που είχε - για καλό και για κακό - επιμελώς «κρύψει» στο μπροστινό μέρος της σκηνής, ώστε να μπορεί να τους διαβάζει. Η καλύτερη στιγμή τους ήταν το Great New World, που συνοδεύτηκε από προβολή του αντίστοιχου βίντεο κλιπ, κάτι που επίσης έγινε στο Cause Do Believe, όπου η βουκολική αίσθηση των εικόνων μέσα στα χωράφια έδινε στο τραγούδι μια απίστευτη cult διάσταση. Καλής στιγμή ήταν επίσης το (Have We) Lost it All, όπως και η διασκευή του Curse Curse των James, που ακουγόταν πιο Pet Shop Boys και από το πρωτότυπο. Στις 21.56’ εμφανώς καταχαρούμενοι οι Waiting for Words άφησαν τη σκηνή και βγήκαν στο χώρο μαζί με τους απίστευτα πολλούς φίλους τους που ήταν στα καμαρίνια, χαιρετώντας από κοντά το κοινό. Τότε δεν το ξέραμε, αλλά σε δεκαέξι λεπτά θα βλέπαμε και θα ακούγαμε την καλύτερη (κατά τη γνώμη μου) μπάντα της βραδιάς.

Το τρίο των Αθηναίων Data Fragments, που έχει γιορτάσει μόνο μία φορά γενέθλια, δεν ξεσήκωσε τον κόσμο επειδή ήταν το μόνο «δικό μας», αλλά λόγω της μουσικής του. Όταν, μάλιστα, αποκτήσει την τέλεια δυνατή συνοχή και εμπειρία ζωντανών εμφανίσεων, τότε θα δούμε ακόμα καλύτερα πράγματα από όσα είδαμε. Ο Πάνος Δεδεψίδης με την κιθάρα και τα φωνητικά του, ο Πάνος Δημόπουλος με τα synths του και, κυρίως, ο Στάθης Λεοντιάδης με το '80s κοπής μπάσο του, έδειξαν χωρίς αναστολές την αγάπη τους για το new wave και το post punk. Γνωρίζουν καλά τους ήχους της εποχής που αγαπούν να αναφέρονται και ακόμα καλύτερα τις διαδρομές των The Cure, The Sound, Joy Division και Sad Lovers and Giants. Υπάρχουν όμως δύο ακόμα αναφορές στον ήχο τους που έγιναν περισσότερο εμφανείς στο live και με ικανοποίησαν ιδιαίτερα: αυτή στους κορυφαίους Metro Decay (υπήρξαν και Κειμήλια και Σκιές που την επιβεβαίωσαν) και εκείνη στους Our DaughterWedding.

 

Ο κόσμος ήταν πολύ εκδηλωτικός σε όλα τα τραγούδια τους και ιδίως στο εξαιρετικό Falsifies the Facts και τα πολύ καλά Nothing There και Data Fragments. Η πανέμορφα πολύχρωμη καταχνιά της δεκαετίας του ’80 πλημμύρισε την αίθουσα, υποβοηθούμενη από τα κουμπωμένα πάνω κουμπιά των πουκαμίσων τους και την ατμόσφαιρα του 17 Seconds να «μυρίζει» για τα καλά. Το πάντα μεστό μπάσο του Λεοντιάδη γινόταν ακόμα καλύτερο όταν έβγαινε από τα υποστηρικτικά δεδομένα και αναλάμβανε πρωτεύοντα ρόλο, παραμένοντας πιστό στα πρότυπα της εποχής, αν και μία φορά νομίζω πως το άκουσα να στρέφεται με λαγνεία στο μνημειώδες The Chain των Fleetwood Mac.

Ο πήχης είχε ανεβεί ψηλά, ο κόσμος ήθελε κι άλλο, αλλά οι Data Fragments μας αποχαιρέτησαν με διάφορα εφέ στις 22.48’. Αγαπητοί κύριοι του Ejekt, μήπως θα ήταν καλό να τους ακούγαμε και στις 17 Ιουλίου;

 

Στις 23.02’ ο William Maybelline, αφού είχε διευθετήσει το χώρο και τα μηχανήματά του και είχε τοποθετήσει το λάβαρό του, πάτησε για πρώτη φορά ένα κουμπάκι και ξεχύθηκαν τα πεντακάθαρα beat του σε πιο αυξημένη από τα μέχρι τότε δεδομένα της βραδιάς ένταση. Το project με την ονομασία Qual, που είναι προσωπική  υπόθεση του μπασίστα και τραγουδιστή των Lebanon Hanover, έγινε επίσης δεκτό με θέρμη από πολύ σημαντικό μέρος του κοινού, που έδειξε για πρώτη φορά πόσο αποφασισμένο είχε έρθει να χορέψει. Η όλη εικόνα του Maybelline με τη μαύρη ολόσωμη φόρμα, που παρέπεμπε σε βίντεο κλιπ των Camouflage, όπως και τα μαύρα γάντια και το ρομποτικό ύφος, λειτούργησαν θετικά στο τελικό αποτέλεσμα, που αποζημίωσε τους φαν της ηλεκτρονικής μουσικής. Κι αν τα τοπία για τα οποία τραγουδούσε ήταν δυστοπικά, δε φάνηκε να νοιάζεται κανείς ιδιαίτερα. Ο Maybelline έδειξε μια άλλη πτυχή του εαυτού του, εκείνη του showman, πηγαινοερχόταν διαρκώς, χόρευε με τύπου dislocation dance φιγούρες, χτυπούσε ή πετούσε στο δάπεδο της σκηνής μία σωλήνα και μία αλυσίδα και άλλα πολλά.

 

Μέχρι τις 23.41’ που έμεινε στη σκηνή, δεν έχασε τίποτα από την αρχική του ενέργεια, παντρεύοντας τις ηλεκτρονικές καταβολές του με σαφή EBM, gothic και industrial στοιχεία, διάφορα εφέ, παραμορφωτές φωνής, κραυγές και μια αίσθηση «χορευτικού τρόμου». Μια και είπα «παντρεύοντας», δεν πρέπει να παραλείψω να πω ότι αφιέρωσε το νέο του τραγούδι που μας προλόγησε στη σύζυγό του, το κενό της οποίας κάλυψε μετά το σετ του με αρκετές συζητήσεις με πολλούς παρευρισκόμενους στο κοινό, καθώς προσπαθούσε να παρακολουθήσει τους headliners της βραδιάς. Ανέχτηκε επίμονα bro hugs (αχ, William, κι εμένα με εκνευρίζει αφάνταστα αυτή η γελοία δηθενιά) και δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις κάθε εκστασιασμένης φίλης του. We’re talkin’ about Greece, William. Τι νόμισες; Ότι θα έπινες και το ποτό σου, καθώς θα έβλεπες συναυλία; Ή μήπως ότι δε θα κάπνιζε κανείς, όπως ευγενικά παρακαλούσε η επιγραφή στην είσοδο; Δεν πειράζει, όμως. Σημασία έχει πως κι εσύ, αλλά και όλοι, περάσαμε καλά.

 

Κι ενώ περιμέναμε τους Trisomie 21 μέχρι τις 00.10’, το τι άκουσαν τα αυτάκια μου, δε γράφεται. Αν περιοριστώ στο «Τώρα παίζουν οι Τρεις Ζωμοί. Έτσι;», σας έχω καλυμμένους; Το φιλόξενο Temple γνώριζε μέρες δόξας, σε ελαφρά αντίθεση με τους αγαπημένους μου Γάλλους, οι οποίοι προφανώς έχουν γνωρίσει καλύτερες μέρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικά όλοι έμειναν ικανοποιημένοι, όπως όμως και ότι το σετ τους θα μπορούσε να ήταν καλύτερα εκτελεσμένο. Αν δεν είχαμε μεγάλες προσδοκίες και απαιτήσεις, ίσως δεν προσέχαμε το ότι η φωνή του Philippe Lomprez ήταν ελαφρώς κατώτερη του παρελθόντος (έχουν περάσει και κάμποσα χρόνια, για να λέμε την αλήθεια). Αυτό όμως που «αποσυντόνισε» ελαφρά τη μπάντα ήταν το μπλέξιμο που έγινε στα προηχογραφημένα, με αποτέλεσμα να μείνει ένα τραγούδι τους στη μέση. Με όπλο όμως το χειροκρότημα του κόσμου, το πρόβλημα λύθηκε πολύ σύντομα και η μπάντα βρήκε το κέφι της.    

 

Το ξεκίνημα του Where Men Sit ήταν ήπιο, αλλά το Waiting for έσπευσε να βάλει από νωρίς τα πράγματα στη θέση τους. Όταν δε έγιναν δύο οι κιθάρες, επιβεβαιώθηκε το κοινό σε όλους «μυστικό» ότι το συγκρότημα είναι κυρίως δημοφιλές σε πιο ροκάδικα ακροατήρια. Κλασικό παράδειγμα ήταν το Sharing Sensation, ενώ με τα Soft Brushing Speed και Midnight of my Life γυρίσαμε πάλι σε ατμοσφαιρικότερα τοπία. Ο Philippe είχε φτιάξει κι αυτός αναλόγιο με φωτισμένους τους στίχους, αν και σπάνια λοξοκοίταζε προς αυτό. Λέτε να είναι μόδα στη Γαλλία; Μετά από διάφορες εναλλαγές στα όργανα, ήρθε το Breaking Down να μας ξεσηκώσει, για να δώσει τη θέση του στην πιο industrial ατμόσφαιρα των Ilse Noie και Betrayed. Ο Herve Lomprez, μέσα στην πολυπραγμοσύνη του, βρήκε χρόνο να κατεβεί με το μπάσο του στο κοινό και να σολάρει από εκεί, κερδίζοντας έξτρα χειροκρότημα και «σβήνοντας» έτσι το προηγούμενο λάθος που είχε χρεωθεί. Το κοινό ενθουσιάστηκε με το ορχηστρικό και καταξιωμένο La Fete Triste, αλλά καλωσόρισε περισσότερο τα χορευτικά No Search for Us και Tender Now, με τα οποία έκλεισε το σετ ακριβώς στη 01.30.

Στην υποψία και μόνο του τέλους, άρχισαν οι πρώτες κραυγές για το κορυφαίο τραγούδι τους, το The Last Song. Η απογοήτευση κράτησε για τα δύο πρώτα ενκόρ, τα One last Play και Joh’burg. Τελικά, το όντως τελευταίο τραγούδι ήταν Το Τελευταίο Τραγούδι, εκτελεσμένο με extended εισαγωγή και περισσή ενέργεια, που δε νομίζω να χάλαγε κανέναν αν το έπαιζαν ακόμα δυο-τρεις φορές. Κι έτσι, ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης

Φωτογραφίες: Shanti Θωμαϊδη

Τάκης Κρεμμυδιώτης

Latest from Τάκης Κρεμμυδιώτης

Related items