Το Σαββατόβραδο της 20ης Οκτωβρίου εκείνοι που ήταν «εγγλέζοι» στο ραντεβού τους, ήταν οι Τεξανοί. Το ντουέτο των Manuel Lozano και Sky Lesco πάτησε τη σκηνή του Death Disco κυριολεκτικά όταν οι δείκτες του ρολογιού έδειξαν 22.00’. Το κοινό υποδέχτηκε από την αρχή ζεστά την ηλεκτρονική με σαφείς τάσεις darkwave και dark ambient μουσική τους, βοηθώντας τη μπάντα να χαλαρώνει και να αποδίδει διαρκώς καλύτερα. Ο Lozano, που γράφει αποκλειστικά τα τραγούδια των Tearful Moon έπαιξε keyboards και ταυτόχρονα ασχολήθηκε με το programming, ενώ η Lesco τραγούδησε δικούς της στίχους, τους οποίους συνόδευσε με διακριτικές, αλλά όχι τόσο αναμενόμενες για το μουσικό είδος που εκφράζει, χορευτικές κινήσεις.
Το ντουέτο από το Houston ξεκίνησε όμορφα με πιο φωτεινά τοπία, που παρέπεμπαν στους πρώιμους Depeche Mode, για να στραφεί λίγο αργότερα σε επηρεασμένα από την industrial μονοπάτια. Δεν έμεινε όμως εκεί για πολύ, αλλά πέρασε σε μια πιο αργά εκτελεσμένη εκδοχή του μυθικού Target for Life των Νεοϋορκέζων Our Daughter’s Wedding (να ‘τοι πάλι!), που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γράψει ο Gary Numan τη χρυσή εποχή των Tubeway Army. Η φωνή της Sky, αργόσυρτη και βραχνή, φλέρταρε με εκείνη της πρώτης «ιέρειας» των συναφών ειδών, της Siouxsie Sioux, όντας απόλυτα εναρμονισμένη με τη goth diva ενδυματολογική της εμφάνιση.
Ύστερα από κάποιες darkwave περιπλανήσεις, οι Tearful Moon μας τραγούδησαν “I pray for your revelation” στο πολύ καλό Anxiety, επέστρεψαν στους Depeche Mode με ένα φόρο τιμής στα See You και Photographic και συνέχισαν με δυνατά μπιτ που αναβίωσαν το μεγαλείο του new wave, για να κλείσουν το σετ τους με το Set Me Free, που, αν και dark, μας περιγράφει τον τρόπο να διώξουμε το Κακό από τη ζωή μας.
Είπαμε πως οι Τεξανοί ήταν συνεπέστατοι στο ραντεβού τους, αλλά μη νομίστε ότι οι Άγγλοι άργησαν πολύ να ανεβούν στη σκηνή από την προγραμματισμένη ώρα έναρξης του σετ τους, αφού στις 23.07’ το κουιντέτο από το Inkberrow ξεκινούσε με ένα τεράστιο κιθαριστικό σόλο του Justin Jones στο Slow Pulse Boy, που εξελίχθηκε σε μουσικό καταιγισμό. Για την ερμηνεία του αδελφού του, του Simon Huw Jones, δε χρειάζεται να πω κάτι το ιδιαίτερο. Απλά ότι είναι η ίδια εκφραστικά ποιητική, που γνωρίσαμε από το 1979, ως χαρακτηριστική του ήχου της μπάντας. Το κοινό έδειξε αμέσως πόσο εκτιμά τη μουσική τους και ο Simon ευχαρίστησε με ένα απλό νεύμα. Το Dialogue μας σύστησε τον πολυοργανίστα Colin Ozanne στα πνευστά, ο οποίος όποτε άφηνε τα keyboards και την κιθάρα έπιανε το κλαρινέτο ή το σαξόφωνο. Αυτό όμως που αποτέλεσε την αρχή για την ιδιαίτερη μουσική βραδιά που ζήσαμε ήταν το Your Guess, που, μαντέψτε, ήταν jazz, όπως και, λιγότερο ή περισσότερο, ήταν εκτελεσμένη η πλειοψηφία των τραγουδιών που ακούσαμε. Στη σύνθεση αυτή, λοιπόν, η rhythm section ήταν εκπληκτική παίζοντας σε πρώτο πλάνο και «σπάζοντας» τη δεδομένη φόρμα με ένα ψυχεδελικό jazzy τρόπο που θύμιζε τους πρώιμους Pink Floyd.
Σπεύδω να πω ότι όλα τα μέλη της μπάντας ήταν σε πολύ καλή φόρμα. Τόσο τα παραπάνω αδέλφια, που αποτελούν πλέον τα μόνα ιδρυτικά μέλη της, όσο και ο Ozanne και ο εξαιρετικός μπασίστας Grant Gordon. Κατά τη γνώμη μου όμως, το πρόσωπο της βραδιάς ήταν ο ντράμερ Paul Hill, όχι μόνο επειδή ζούσε τη μουσική με τις γκριμάτσες που διαρκώς έκανε, αλλά κυρίως επειδή έπαιζε πολύ μεστά, πάντα με το δύσκολο, πιο σύνθετο και υπερχειλισμένο από συναισθήματα τρόπο. Καταλάβατε; Προφανώς, όχι. Τέτοιες παραστάσεις δεν περιγράφονται εύκολα με λόγια και όταν αυτό γίνεται, υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθούν γραφικές. Οπότε, ας το επναλάβω με απλά λόγια: χτες το βράδυ ο Hill δίδαξε.
Το κοφτό Hawksmoor and the Savage έδωσε τη σειρά του στο The Untangled Man, όπου ο μπασίστας έπαιξε keyboards και ο κιμπορντίστας σαξόφωνο, ανεβάζοντας πολύ την ένταση και φτιάχνονγτας το καλύτερο τραγούδι της βραδιάς. Ο ενθουσιασμός του κοινού «έλυσε» τη γλώσσα του Simon, ο οποίος μας είπε πως χαίρονται μόνο και μόνο στην ιδέα ότι θα παίξουν στην Ελλάδα. Να σας πώ κάτι; Τον πίστεψα. Κι αν προσωρινά έμεινα αδιάφορος με το (μάλλον αγαπημένο του) Candace, αποζημιώθηκα αμέσως με την post punk σύντομη καταιγίδα του Wallpaper Dying (τι 80s τίτλος κι αυτός...) με τις δύο κιθάρες που έφερναν στο νου τους The Chameleons.
Το Rive Droite και Winter Song με τη jazzy rhythm section τους κατέδειξαν τη συγγένεια με τους Tindersticks, όχι βέβαια για πολύ, αφού σύντομα στο δεύτερο έγινε χαμός έντασης και jamming, διεκδικώντας εξίσου τον άτυπο τίτλο του καλύτερου τραγουδιού της βραδιάς. Η ίδια συγγένεια προέκυψε περισσότερο αβίαστα στο The Sleepers, που ακούστηκε εξομολογητικό, αρχοντικό και αυτοκαταστροφικά τέλειο καθώς αποσυνέθετε περίτεχνα τη jazz φόρμα του, με τον κάθιδρο και εκστασιασμένο Hill να παίζει φυσαρμόνικα και, στο τέλος, να πέφτει «αποκαμωμένος» πάνω στο τύμπανο.
Το πολύ καλό post punk Prince Rupert έτυχε θερμότατης υποδοχής από το κοινό υποδοχή κοινού, δίνοντας τη σειρά του στο The Skeins of Love, που εισήγαγε το «νέο είδος» της jazz punk. Η εναλλαγή των επιρροών συνεχίστηκε με το cool folky Whisky Bride. Επειδή όμως οι πιο πολλοί είχαν έρθει για να απολαύσουν δυνατότερες στιγμές, έπαιξαν κολλητά τα Gone… Like the Swallows και Missing, που έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους για τον κάθε ορκισμένο post punk φίλο τους. Στις 12,25’ οι And Also the Trees εγκατέλειψαν τη σκηνή καταχειροκροτούμενοι, για να ξαναβγούν τέσσερα λεπτά αργότερα, παίζοντας ακόμα πιο δυνατά το Virus Meadow, που μας έδωσε την ευκαιρία να τους αποχαιρετήσουμε οριστικά (μέχρι την επόμενη φορά), παρά την προσμονή μας να ξαναβγούν, που κράτησε αρκετά λεπτά μετά τη δεύτερη αποχώρησή τους.
Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης
Φωτογραφίες: Billie Κρεμμυδιώτου