Σάββατο, 05 Ιανουαρίου 2019 12:09

Live Review: Sólstafir/ Nochnoy Dozor @ Fuzz Club, 16/12/18

Written by 

Κάποιες συναυλίες θαρρείς πως πρέπει να γίνουν, περισσότερο για να έχουν την ευκαιρία ξαναγίνουν. Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε η διοργανώτρια εταιρία της συναυλίας των Ισλανδών Solstafir στο Κύτταρο πριν σχεδόν 4 χρόνια. Μιλάμε για μία μπάντα στο μεταίχμιο του metal, με εξωτικά ισλανδόφωνα και μάλλον ιδιόρρυθμα φωνητικά, που βρήκε σταδιακά το κοινό που θα ενδιαφερθεί για εκείνη και στην Ελλάδα με τα δύο τελευταία άλμπουμ της. Η εμφάνισή τους στο Κύτταρο συζητιέται ακόμη και σήμερα από τους τότε παρόντες, οπότε ήταν θέμα χρόνου να επανέλθουν. Το κλείσιμο ενός σαφώς μεγαλύτερου χώρου (Fuzz Club) για τη φιλοξενία του live και του κοινού που θα το παρακολουθούσε περίκλειε το σχετικό ρίσκο, αλλά απεδείχθη στην πράξη πως οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα αδικούσε την μπάντα και την εμπειρία που τελικά μας προσέφερε.

 

Τη συναυλία άνοιξαν οι Nochnoy Dozor, εγχώριο προϊόν με διεθνείς προδιαγραφείς, την πορεία των οποίων έχουμε τη χαρά να παρακολουθούμε εκ της γενέσεώς τους σχεδόν. Αυτές τις μέρες φαίνονται να βρίσκονται σχεδόν παντού, καθώς κυκλοφόρησαν το εξαιρετικό πρώτο τους ΕΡ, παρουσιάζοντάς το επίσημα στο Temple πριν λίγες μέρες, ενώ ήταν ήδη από καιρο κανονισμένο να παίξουν ως support στους Solstafir. Με κάθε συναυλιακό τους πάτημα οι Nochnoy Dozor δείχνουν να περνούν αλματωδώς τα στάδια της ωρίμανσης και σταδιακά φαίνονται να περνούν υποβοηθητικά και το οπτικό στοιχείο στις συναυλίες τους, στον πραγματικά εντυπωσιακό φωτισμό, στην σύμπνοια στις ενδυματολογικές επιλογές των frontwomen τους και στις κινήσεις τους. Τίποτα δεν θα σήμαιναν αυτά, βέβαια, αν η ουσία της μουσικής τους άλλαζε κάπως, που δύσκολα θα προλάβαινε έτσι κι αλλιώς μέσα σε λίγες μέρες. Χωρίς εκπλήξεις στο setlist σε σχέση με την παρουσίαση, έπαιξαν σχεδόν όλο το EP τους καθώς και δύο κομμάτια (Mr. Liar, Lifeless σύμφωνα με το κλασικό “σκονάκι”) που περιμένουν τη σειρά τους για κάποια επόμενη κυκλοφορία. Εκτελεστικά προφανώς δεν υστέρησαν, ζεσταμένοι ήδη από το πρόσφατο live τους, και αν δεν τους είχα παρακολουθήσει λίγες μέρες πριν, δεν θα πρόσεχα καν πως ο ήχος τους επιδεχόταν μία κάποια βελτίωση. Το χιτάκι Black Hand έστρεψε προς την σκηνή τα βλέμματα και των πιο αδιάφορων μέσα από το κοινό και αυτό και μόνο θα αρκούσε ως φράση να περικλείσει το νόημα αυτής της παραγράφου.

 

Μουσικές και ήχοι που κάποια περίοδο θεωρούνταν niche, σήμερα μπορεί να θεωρούνται ακούσματα που μπορεί να έχει ο καθένας στο μουσικό “οπλοστάσιό” του. Για τους Solstafir αυτό ίσχυε περισσότερο στην αρχή, μέχρι να ξεπεραστεί η εντύπωση που όσο νά’ναι κάνει το (όποιο) εμπόδιο της τοπικής τους γλώσσας σε ένα είδος όπου η αγγλική κυριαρχεί κατά κράτος, τουλάχιστον στα καθ’ ημάς, κυρίως όμως μέχρι να αφομοιωθεί η ιδιότυπη φωνή του τραγουδιστή Aðalbjörn Tryggvason. Όσο το ακροατήριο του σκληρού ήχου μεγάλωνε σε πλήθος και διαφοροποιούταν προς τις πιο μοντέρνες εκφράσεις του, οι Solstafir μπορούσαν πλέον ακόμη και για live να έρθουν στη χώρα μας και μάλιστα δις. Για να μην επαναλαμβανόμαστε περισσότερο σε σχέση με τον πρόλογο του κειμένου, ας έρθουμε στο σήμερα και στο Fuzz Live Music Club, όπου το κοινό τίμησε ως έπρεπε τους Ισλανδούς με ικανοποιητική προσέλευση (για τα δεδομένα του μεγάλου χώρου) και διάθεση που δεν έφτασε ποτέ στα ουράνια, αλλά ήταν τουλάχιστον θετική.

 

Με κομμάτια που κατά μεγάλο ποσοστό ξεπερνούσαν τη διάρκεια του οκταλέπτου, το setlist των 11 τραγουδιών σχεδόν έφτασε το δίωρο, που πέρασε χωρίς να υποχωρήσει το ενδιαφέρον μας σε κανένα σημείο. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη στόχευση να προωθήσουν το τελευταίο τους άλμπουμ, Berdreyminn, οπότε ξεκινησαν μάλλον ανέλπιστα (για όσους ακόμη επιθυμούν να διατηρούν το στοιχείο της έκπληξης στις συναυλίες και δεν ξεψαχνίζουν το διαδίκτυο για παλαιότερα setlist, να μην τα ξαναλέμε) με δύο κομμάτια από το Köld του 2009: η χαρακτηριστική ατμόσφαιρα των Solstafir παρουσιάστηκε ιδανικά στα σχεδόν 20 λεπτά που διήρκησαν τα 78 Days in the Desert & Köld, με επίσης χαρακτηριστικό οπίσθιο φωτισμό ώστε να διακρίνονται κυρίως οι σιλουέτες των μουσικών. Τηλεμεταφορά στις πρόσφατες σελίδες της ιστορίας τους με τα δύο εναρκτήρια κομμάτια του Berdreyminn (Silfur-Refur, Ιsafold), όπου το κοινό αντέδρασε σαν να τα αναγνώριζε περισσότερο (καμία εντύπωση εδώ), και το ομώνυμο του Ótta, όπου ο lead κιθαρίστας Sæþór Maríus Sæþórsson έπιασε το μπάντζο.

 

Από πλευράς Tryggvason απολαύσαμε έναν frontman που επιδίωκε την επικοινωνία με το κοινό και διέθετε τις ατάκες (έστω και αυτές τις λογικά “έτοιμες”) για να πάρει με το μέρος του. Μέχρι και προς αυτό απευθύνθηκε για να πάρει την ελληνική μετάφραση του. Παραξενεύτηκε όμως (κι εμείς μαζί του, για να είμαστε ειλικρινείς) όταν, στην ερώτησή του ποιοι από το κοινό βρίσκονταν και στο Κύτταρο προ τετραετίας, η απάντηση από το κοινό ήταν μάλλον χλιαρή, κάτι που σημαίνει πως ναι μεν το word of mouth από την προηγούμενη συναυλία και η ποιοτική προώθηση της τωρινής, λειτούργησαν φέρνοντας φρέσκους θεατές, αλλά οι τότε παριστάμενοι δεν βρέθηκαν αυτή τη φορά στο Fuzz. Ας αφήσουμε όμως τα συμπεράσματα περί ψυχολογίας της μάζας στους ειδικότερους.

Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα