Ο επικεφαλής του ανεπανάληπτου για τα δεδομένα της ηλεκτρικής μουσικής συγκροτήματος, που πήρε το όνομά του από τη γεννήτρια του δόκτορα Robert Jemison Van der Graaf, στάθμευσε για άλλη μια φορά προσωρινά στην αγαπημένη του Αθήνα, για να μας χαρίσει δυο νύχτες γεμάτες πάθος και μουσική ή, αν προτιμάτε, πάθος για μουσική. Οι πολυάριθμοι φίλοι του που βρέθηκαν στο Gagarin 205 το βράδυ της Παρασκευής 8 Μαρτίου, ήξεραν στην πλειοψηφία τους τι επρόκειτο να παρακολουθήσουν και γι’ αυτό ήταν συνεπείς στο ραντεβού τους. Ανάμεσά τους διέκρινα τους παραδοσιακούς πιστούς ακόλουθους, που εδώ και κάποια χρόνια ξεχωρίζουν λόγω κάπως... προχωρημένης ηλικίας, αλλά και αρκετούς νεότερους, που αναζητούσαν μια ξεχωριστή παρουσία, μέσα σε μια «παράταιρη» εποχή, που κινδυνεύει να ψηφιοποιήσει ακόμα και τα πιο αναλογικά συναισθήματα. Μια τέτοια ιδιαίτερη παρουσία, άλλωστε, ήταν εκ προοιμίου δεδομένη από ένα (μουσικό) φιλόσοφο - καλλιτέχνη, ο οποίος από τα είκοσι μόλις χρόνια του έχει αναγάγει σε έργο ζωής τη μουσική εξομολόγηση των μύχιων της ψυχής του.
Η αίθουσα γέμισε από τις πρώτες νότες με το μυστήριο της φωνής και της μουσικής του εβδομηντάχρονου αειθαλή εφήβου «φιλέλληνα» από το Μάντσεστερ, που κλιμάκωνε σταδιακά τη φορτισμένη ατμόσφαιρα. Ναι, ο Peter Hammill δεν «ωρύεται» όπως παλιά. Βγάζει όμως αυτούσιο το συναίσθημα, μέσα από τις (ακόμα πιο) εκκωφαντικές παύσεις του. Ποιο συναίσθημα; Μα, φυσικά, το δικό σου. Που τυχαίνει να είναι και δικό του. Ή, τουλάχιστον, έτσι σε κάνει να νομίζεις, σε σημείο που θα ορκιζόσουν γι’ αυτό. Να πω και το κλισέ; Αυτό είναι το μεγαλείο της μουσικής, που έχεις κατά καιρούς ακούσει να λένε ότι υπάρχει. Σε τέτοιες συναυλίες, όμως, νιώθεις ότι όντως υπάρχει. Και δεν είπα τυχαία «υπάρχει». Παρακαλώ, αναλύστε ετυμολογικά τη λέξη και σκεφτείτε τι μπορεί να βρίσκεται πάνω από αυτό. Έχω την εντύπωση, ύστερα από κάμποσες συνεντεύξεις μαζί του, πολλές ζωντανές του εμφανίσεις που έχω παρευρεθεί (συμμετάσχει, είναι ορθότερο να πω), καθώς και άπειρες ακροάσεις των δίσκων του, πως γι’ αυτό ακριβώς μας τραγουδά. Μπορεί κι αυτός, όπως ίσως κι εμείς, να μην ξέρει τι ακριβώς είναι, να το ψάχνει όπως πολλοί, αλλά βιώνει το ταξίδι του αυτό, που χωρίς τη δική μας συμμετοχή σίγουρα θα ήταν πολύ πιο άκαρπο.
Η αντίδραση του κοινού ήταν, ως συνήθως θερμή. Μόνο που, όσοι «μπουν» στη μουσική του, δε μπορούν να επευφημήσουν και πολύ. Σε τέτοιους καλλιτέχνες δεν έχει καμία σημασία η επιδοκιμασία με τους παραδοσιακούς τρόπους, αλλά η επικοινωνία με το κοινό, που νιώθεται καλύτερα με τις σιωπές. Όταν ο Hammill μιλάει τραγουδώντας, δεν είναι καθόλου εύκολο να μην έχει την προσοχή σου. Κι εσύ του τη δίνεις αβίαστα, πιστεύοντας πως αυτά που λέει αποτελούν (και) δικές σου σκέψεις, πως είναι δρόμοι που έχεις διαβεί και ξαναδιαβαίνεις μονάχος, αλλά, στην πορεία βρίσκεις κάποιο συνοδοιπόρο.
Ο Peter Hammill βγήκε στη σκηνή στις 22.16’ ντυμένος στα λευκά. Στην πορεία χρειάστηκε κάμποσες φορές να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, να εξοικειωθεί με την απίστευτη κάπνα από τους τύπους που δε σέβονται ένα μουσικό ο οποίος δεν είναι αυτονόητο ότι πρέπει να λειτουργήσει μέσα σε αποπνικτική ατμόσφαιρα, αλλά και να κράξει και ένα τύπο που τον φωτογράφιζε με φλας (κορυφαίος έως μυθικός ο τυπάς) σε απόσταση αναπνοής. Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτός που έκραξε, αλλά και κάποιος άλλος από τους πολλούς αγανακτισμένους με μια τύπισσα, που ήθελε φωναχτά να λύσει τα προβλήματά της με το φίλο της, την ώρα που κάποιος «αγενής» είχε την απαίτηση να τραγουδήσει πάνω από τη φωνή της. Αφήνοντας πίσω όλες αυτές τις δυσάρεστες μουσικές ιστορίες Ελληνικής πραγματικότητας, θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας πως η συναυλία του αυτή ήταν πολύ πιο καλή από την προηγούμενη στο Κύτταρο. Παρά τα χρόνια που μεσολάβησαν, ο Hammill ήταν πιο «ζωντανός», ενώ η φωνή του ήταν ακόμα σε καλύτερη κατάσταση. Είπαμε: κι αν το σώμα γερνάει, η ψυχή μένει άφθαρτη.
Ο Hammill έπαιξε δεκαεπτά συνολικά τραγούδια σε μιάμισυ ώρα. Τα πιο πολλά από αυτά, τα έντεκα, με το πιάνο, ενώ τα λοιπά με την κιθάρα του. Η εποχή των Van der Graaf Generator εκπροσωπήθηκε μόνο με το εισαγωγικό κομμάτι, το My Room (Waiting for Wonderland) από το άλμπουμ Still Life. Δεύτερο στη σειρά ήρθε ένα τραγούδι που άκουγα σε επανάληψη για πάρα πολλή ώρα το περασμένο βράδυ της συναυλίας, το λατρεμένο μου Too Many of My Yesterdays από το δίσκο And Close As This. Σε τέτοιες στιγμές τα σχόλια περιττεύουν. Την τιμητική τους είχαν τα άλμπουμ PH7, από όπου ακούστηκαν τα Mirror Images και Time for a Change, το υπεραγαπημένο του Patience, που εκπροσωπήθηκε από τα Labour of Love και Traintime, όπως και, για ευνόητους λόγους, το καινούργιο From the Trees, από όπου προέρχονταν τα Anagnorisis και Torpor. Θεωρώ τελείως ανούσιο το να παρεμβάλλω χαρακτηρισμούς για τις εντυπώσεις που προκάλεσαν τα τραγούδια του ή για το κατά πόσο ήταν «ηλεκτρισμένη» η ατμόσφαιρα από την ερμηνεία ενός ανθρώπου, ο οποίος (ακόμα) ζει πραγματικά τους στίχους που ερμηνεύει, ακόμα κι αν αυτοί γυρίζουν πίσω στη δεκαετία του ’70. Ακούσαμε επίσης το The Unconscious Life από το Enter K και το Losing Faith in Words από το A Black Box. Στις καλύτερες στιγμές εντάσσεται και το Stranger Still του Sitting Targets, με την, κατά τη γνώμη μου, κορυφαία να έρχεται μάλλον αναπάντεχα από το Four Pails του Skin.
Με την κιθάρα του ο Hammill έπαιξε το Amnesiac από το X My Heart, το κορυφαίο If I Could από το The Future Now, το Stumbled από το Thin Air και το και το εξαιρετικό Modern από το The Silent Corner and the Empty Stage. Ως encore έπαιξε το Vision από το Fool’s Mate και αφού χαιρέτησε το αναμενόμενα θερμό κοινό, ανανέωσε το ραντεβού του για απόψε. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι εδώ και κάμποσο καιρό δεν έχει προαποφασίσει τα τραγούδια που θα παίξει, νομίζω πως βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι απόψε θα ακούσουμε κάποιες άλλες από τις πάμπολλες στιγμές της καριέρας του. Συνεπώς, θεωρώ τον εαυτό μου απίστευτα τυχερό που έχω ένα γραμμένο από τον ίδιο ένα setlist από τότε που «αυτοσχεδίαζε» μόνο στα (πολλά τραγούδια που έπαιζε ως) encore.
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής