Η όγδοη μέρα του φετινού Release Athens Festival φιλοξένησε δυο από τα ιστορικότερα γκρουπ του σκληρού ήχου των ‘90s, τους Alice In Chains και Fu Manchu, τα οποία μας θύμισαν το σπουδαίο τους παρελθόν αλλά ταυτόχρονα έκαναν την σύνδεση με το παρόν, αποδεικνύοντας ότι παραμένουν ακόμα δυνατοί παίχτες.
Μπορεί η συγκεκριμένη μέρα του Release Athens να είχε ως κορύφωση τους Alice In Chains, η έναρξη όμως περιελάμβανε πολύ από Nirvana! Αυτό μιας και οι Monovine, οι οποίοι ανέβηκαν στη σκηνή στις 5:30, δεν έχουν κρύψει ποτέ την αγάπη τους για τον Cobain και την παρέα του. Την μπάντα που ξεκίνησε από την Πάτρα την πρωτογνωρίσαμε με το εξαιρετικό της ντεμπούτο Cliché (Inner Ear, 2011) και τις εκρηκτικές εμφανίσεις της που ακολούθησαν. Μετά από μια περίοδο ανακατατάξεων το σχήμα επιχειρεί μια επανεκκίνηση που συνοδεύτηκε από την επαναφορά του αρχικού line up (Στράτος, Ξενοφώντας, Σωτήρης) και την κυκλοφορία του περσινού D.Y.E. Στο μισάωρο που τους αναλογούσε στη σκηνή μας πρόσφεραν γερές δόσεις αυθεντικού grunge (με πανκ νοοτροπία φυσικά), με αντιπροσωπευτικές συνθέσεις τους όπως τα Odd, Void και Away. Οι Monovine παραμένουν ένα από τα πιο συνεπή εγχώρια συγκροτήματα στο συγκεκριμένο ήχο και η παρουσία τους την συγκεκριμένη μέρα του φεστιβάλ έμοιαζε απολύτως ταιριαστή.
Είναι εκπληκτικό πως ενώ έχουν περάσει ήδη δυο χρόνια από την κυκλοφορία του ανέλπιστα εξαιρετικού Harmony of Spheres, το άστρο του συγκεκριμένου δίσκου συνεχίζει να καθοδηγεί τα βήματα των Puta Volcano. Η εμφάνιση τους στο Release Athens αποτέλεσε επομένως μια ακόμη ισχυρή επισφράγιση της διαρκώς ανοδικής τους πορείας όσο και ενός πετυχημένου σερί συναυλιών εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Μπορεί ο ήλιος να ήταν ακόμα στα φόρτε του καψαλίζοντας κατά βούληση σάρκες και σβέρκους, το αθηναϊκό κουαρτέτο, ωστόσο, όχι μόνο δεν «μάσησε» αλλά έβγαλε για 30 συνεχόμενα λεπτά ισχυρά αποθέματα ενέργειας κερδίζοντας άξια το χειροκρότημα όσων τολμηρών είχαν μαζευτεί μπροστά από την σκηνή. Ο ήχος ευτυχώς αρκετά ευκρινής από την αρχή μέχρι το τέλος αναδεικνύοντας την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο heavy rock και το grunge Seattle-ικής προελεύσεως που ανέβλυζε μέσα από την κιθάρα και το μπάσο και δίνοντας συγχρόνως την ευκαιρία στην Luna Stoner να κλέψει τις εντυπώσεις επωμιζόμενη με πάθος και προσήλωση τον ρόλο της rock ‘n’ roll ιέρειας τόσο στα Bird και Jovian Winds όσο και στο υπέροχο κλείσιμο με τα Infinity και The Sun.
Γύρω στις 19.30 το σκηνικό έμοιαζε κάτι παραπάνω από ιδανικό για να υποδεχτεί τους Fu Manchu. Σταθερά υψηλές θερμοκρασίες, ημιπαγωμένες μπύρες να ρέουν πλέον άφθονες και το κοινό σταθερά να μεγαλώνει την παρουσία στο χώρο του festival. Αν προσθέσετε και το γεγονός ότι χρειάστηκαν να μεσολαβήσουν 17 ολόκληρα χρόνια από εκείνη την επεισοδιακή συναυλία στο Ρόδον για να ξαναδούμε το ιστορικό καλιφορνέζικο συγκρότημα και πάλι, όταν στο μεσοδιάστημα είχε παρελάσει από τα μέρη μας κάθε stoner σχήμα όλων των ανθυποκατηγοριών, τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της ανυπομονησίας. Το μπάσιμο λοιπόν με τα Eatin’ Dust και Evil Eye αποτέλεσε ουσιαστικά μια μικρογραφία όλων εκείνων των πραγμάτων που συνθέτουν μια γεμάτη συναυλιακή εμπειρία: ιδρωτικές γκρούβες που έκαναν κορμιά και ηχεία να λικνίζονται ξεδιάντροπα στους ρυθμούς τους, μια μπάντα συνεχώς cool και άνετη, βασιζόμενη πλήρως στην εμπειρία αλλά και την τεράστια κλάση της και φυσικά ένας ήχος αψεγάδιαστος όσο και πεντακάθαρος που βοηθούσε το αυτί σου να πιάνει μέχρι και το παραμικρό riff.
Το κυριότερο βέβαια ήταν πως και τα τέσσερα μέλη των Fu Manchu έμοιαζαν να βρίσκονται σε δαιμονιώδη φόρμα. Από τους Scott Reeder και Brad Davis, οι οποίοι ήταν η επιτομή της στιβαρότητας και της σταθερότητας στο rhythm section, τον Bob Balch που άλλοτε έμοιαζε να σερφάρει πάνω στα wah-wah πεταλίδια του και άλλοτε εξαπέλυε αλήτικους riffοκυκλώνες που ακροβατούσαν ανάμεσα στο stoner και το punk, μέχρι και τον τιτάνιο Scott Hill που πίσω από το cult ‘90s ντύσιμο του και τις ευχαριστήριες ατάκες του προς το κοινό, έδειξε γιατί παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος του συγκροτήματος. Κάπως έτσι και όσο περνούσε η ώρα οι Fu Manchu όχι μόνο δεν άφηναν το πόδι από το γκάζι αλλά απεναντίας φρόντιζαν να ανεβάζουν συνεχώς στροφές σαν μια Ford Mustang Mach που μαρσάρει με 5η στους δρόμους της Arizona. Εκτός από τα ηλεκτρισμένα Redline και Push Button Magic που ήταν δεδομένα οι εκπλήξεις του set, ο απόλυτος πανικός σημειώθηκε με τα Hell onWheels συν την τριπαριστή διασκευή στο Godzilla των Blue Oyster Cult που έμοιαζε με μακροβούτι στην κηροζίνη κάνοντας την διαδρομή California-Πλατεία Νερού ένα τσιγάρο δρόμο. Κι όλα αυτά ώσπου η οργιώδης τριπλέτα των Laserbl’ast!, King of the Road και Saturn III να μας δώσει μια κλωτσιά στον πισινό τόσο γερή ώστε να μας στείλει χωρίς μπουκάλες οξυγόνου στον διαγαλαξιακό Αγύριστο, κλείνοντας με πάταγο και μικροεστίες mosh pits μια εμφάνιση αντάξια του ονόματος, της ιστορίας και της δυναμικής των Καλιφορνέζων πρωτομάστορων του stoner rock. Το πώς και γιατί εν τέλει οι Fu Manchu κατάφεραν να μην παίξουν αμέσως πριν από τους Alice In Chains παραμένει εκτός από μυστήριο και απορίας άξιο.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το έργο των 1000MODS ήταν εξαρχής δύσκολο. Αφενός μεν διότι είχαν να υπερκεράσουν το σοκ και το δέος που προκάλεσε η εμφάνιση-οδοστρωτήρας των Fu Manchu, αφετέρου δε επειδή κλήθηκαν να βάλουν για λίγο στην άκρη την μεγάλη προσμονή εν όψει της ελεύσεως των Alice In Chains. Παρόλα αυτά, τα συναυλιακά χιλιόμετρα που έχουν γράψει εδώ και χρόνια πλέον στα φεστιβάλ και τις σκηνές του εξωτερικού τους επέτρεψαν να διαχειριστούν με σχετική άνεση την όλη κατάσταση προσθέτοντας στο ενεργητικό τους μια ακόμη γεμάτη αλλά και συγχρόνως άκρως επαγγελματική εμφάνιση. Βασικό στήριγμα του 70λεπτου set τους αποτέλεσε το επιτυχημένο Repeated exposure to…, με τα Above 179, The Son, Electric Carve και Ona Stone να αποδίδονται με την απαιτούμενη ακρίβεια, ένταση και ενθουσιασμό εκ μέρους του συγκροτήματος, συνεπικουρούμενα και από ένα κολάζ σκηνών και προσώπων της καθημερινότητας που έπαιζε μονίμως στο videowall.
Μέσα σε όλα αυτά, το πιο χτυπητό ψεγάδι που θα μπορούσα να εντοπίσω σχετιζόταν κυρίως με το γεγονός ο ήχος έκανε ορισμένες φορές τα τερτίπια του κατεβάζοντας το fuzz και τις κιθάρες σε πιο μπουκωμένα επίπεδα από το κανονικό. Φυσικά, μολονότι υπήρχε μια μεγάλη μερίδα κόσμου που ολοφάνερα κρατούσε δυνάμεις και κουράγια για τους Alice In Chains καθ’ όλη την διάρκεια του set των 1000mods, δεν έλειψαν και στιγμές όπου το θερμόμετρο του ενθουσιασμού χτύπησε κυριολεκτικά κόκκινο με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τα πολυαγαπημένα Road to Burn και Vidage, τα οποία λειτούργησαν ως αφορμή για να ανάψουν καπνογόνα και να καλλιεργηθούν οι προβλεπόμενες sing along καταστάσεις υπό τα σινιάλα του σχήματος. Ένα ντελίριο που επαναλήφθηκε εν μέσω fuzz αναθυμιάσεων με τα Into the Spell και Super Van Vacation να γράφουν τον επίλογο παραδίδοντας με στόμφο την σκυτάλη στους rock δασκάλους από το Seattle.
Η αλήθεια είναι πως οι Alice In Chains ανήκαν στα ονόματα που θεωρούσαμε πως δεν θα δούμε ποτέ στην Ελλάδα. Κάποιοι από εμάς (μη λέμε ονόματα) τους είχαμε τοποθετήσει στις πρώτες θέσεις των συναυλιακών απωθημένων μας αλλά πέρα από προσευχές και διαφόρων ειδών πιέσεις προς γνωστούς μας promoter η μόνη πιθανότητα να τους δούμε ζωντανά ήταν αυτή του ταξιδιού στο εξωτερικό. Η ανακοίνωση της έλευσης τους στο πλαίσιο του φετινού Release πραγματικά προκάλεσε ενθουσιασμό, ιδιαίτερα σε όσους μεγαλώσαμε στα ’90s με τις μουσικές τους.
Ο πρόλογος που προηγήθηκε στόχο είχε να δείξει την ιστορική διάσταση της εμφάνισης του γκρουπ από το Σιάτλ και όντως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως γράφτηκε ιστορία όταν λίγο μετά τις 11 ανέβηκαν στη σκηνή οι τέσσερις μαυροντυμένοι μουσικοί. Οι πρώτες νότες του Bleed the Freak μας έκαναν να αισθανθούμε για λίγο πως βρεθήκαμε ακαριαία στο παράδεισο. Πριν πάρουμε ανάσα ήρθαν ορμητικές οι κιθάρες του Check My Brain, από το reunion album Black Gives Way to Blue (2009), εκεί όμως ήταν που συνειδητοποιήσαμε για πρώτη φορά ότι ο ήχος που έφτανε στα αυτιά μας δεν ήταν στο επίπεδο που θέλαμε (θα επανέλθουμε σε αυτό όμως στη συνέχεια).
Στην εντυπωσιακή έναρξη ήρθε να προστεθεί ο ενθουσιασμός του τραγουδιστή William DuVall ο οποίος μας καλωσόρισε αναφωνώντας (στα Ελληνικά) «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!» (τόσα χρόνια σε συναυλίες κάτι αντίστοιχο δεν μπορώ να θυμηθώ…). Στο πλάι του ο τιτάνας Jerry Cantrell φορούσε ένα ελληνολατρικής έμπνευσης μαύρο t-shirt που έγραφε “Oedipus – The Original Mother Fucker” (νομίζω είναι από τα μπλουζάκια που κάνουν θραύση στο Μοναστηράκι…).
Το setlist που είχε ετοιμάσει το γκρουπ για την πρώτη του συναυλία στη χώρα μας ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακό, με τα πρώτα κομμάτια, ιδίως μέχρι το Your Decision, να είναι όμως κάπως αδικημένα λόγω ήχου. Το συγκεκριμένο κομμάτι μάλιστα, που τόσο θέλαμε να ακούσουμε κάποιοι εξ ημών, ήταν το πλέον άτυχο της βραδιάς μιας και πριν την εισαγωγή παρουσιάστηκαν κάποια τεχνικά προβλήματα που οδήγησαν σε αντικατάσταση μπάσου και κιθάρας. Πάντως γενικότερα η εικόνα που είχαμε στο σημείο που βρισκόμασταν (σε άλλα σημεία μάθαμε κατόπιν πως ήταν διαφορετικά) ήταν πως ο ήχος που έφτανε σε εμάς δεν ήταν σε άριστο επίπεδο, παρότι οι τέσσερις προηγούμενες μπάντες είχαν άψογο ήχο (για παράδειγμα οι Fu Manchu που εμφανίστηκαν τρίτοι στη σειρά είχαν πραγματικά κρυστάλλινο ήχο). Ειδικοί δεν είμαστε επί του θέματος για να προχωρήσουμε σε τεχνικές λεπτομέρειες ωστόσο είναι γεγονός πως στη μίξη τα φωνητικά και οι κιθάρες έμοιαζαν χαμηλότερα από το μπάσο και τα τύμπανα που ακουγόντουσαν εντυπωσιακά καθαρά.
Εδώ για να μην παρεξηγηθούμε, πρέπει να διευκρινίσουμε πως ως προς το κομμάτι τις απόδοσης του γκρουπ δεν υπάρχουν ενστάσεις. Ίσα ίσα που φαινόταν να βρίσκεται σε άριστη κατάσταση ως σύνολο και το γεγονός πως η συγκεκριμένη εμφάνιση ήταν η τελευταία της Ευρωπαϊκής περιοδείας τους έκανε να είναι όλοι λίγο περισσότερο ευδιάθετοι. Όσο για τη μουσική τους, τι να πεις για αριστουργηματικές συνθέσεις σαν τα Them Bones, Down In A Hole, No Excuses, We Die Young, Nutshell και Man In The Box. Ειδικά στο τελευταίο ο Cantrell πλησίασε στην άκρη της σκηνής και εξαπέλυσε το κολοσσιαίο riff του ενώ η μακριά ξανθιά του κώμη ανέμιζε, σε μια πολύ εντυπωσιακή στιγμή (σε αυτό το σημείο η πώρωση έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα). Όσο για τα κομμάτια της δεύτερης εποχής (άνευ Layne δηλαδή) μόνο σαν φτωχοί συγγενείς δεν έμοιαζαν, για παράδειγμα τα Rainer Fog και Hollow φάνταζαν ιδανικά για να κάνουν τη σύνδεση με το παρόν τη μπάντας.
Η εμφάνιση των Alice In Chains ήταν αναμφισβήτητα χορταστική, πλησιάζοντας τις δυο ώρες (υπερβαίνοντας το τυπικό φεστιβαλικό 90λεπτο) και ολοκληρώθηκε με ένα encore τεσσάρων κομματιών που οδήγησε στο θριαμβευτικό φινάλε με τα διαχρονικά Would? και Rooster. Κάπου εκεί ο DuVall μας αποχαιρέτησε φωνάζοντας (ξανά στα Ελληνικά) «Φίλοι μου, σας αγαπώ!» (λίγο ακόμα να έμενε στη χώρα μας και θα μιλούσε τη γλώσσα μας άπταιστα…), ενώ οι υπόλοιποι τρεις ξεφορτώνονταν ότι είχαν πάνω τους από πένες και μπαγκέτες (όπως είπαμε παραπάνω, αμέσως μετά επέστρεφαν σπίτι τους οπότε δεν χρειαζόταν να τα κουβαλήσουν ως το Σιάτλ), ενώ από το πλάι τους παρακολουθούσε ένα ομοίωμα που μας θύμιζε τον μεγάλο απόντα.
Οδεύοντας προς την έξοδο ο φωτογράφος του Soundgaze (και γνωστός ταλιμπάν φαν του γκρουπ) Μιχάλης Κουρής διαλαλούσε με στεντόρεια φωνή πως πρέπει να ξαναδούμε live τους Alice in Chains στη χώρας μας. Νομίζω αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να σβηστεί η όποια αίσθηση του ανολοκλήρωτου πόθου έμεινε σε κάποιους στο τέλος (λόγω του ήχου).
Κλείνοντας, μιας και το Release πλησιάζει στην ολοκλήρωση του (απομένει μόνο η μεταλλική μέρα με Disturbed και Anthrax στις 30 Ιουνίου), οφείλουμε να γράψουμε λίγα λόγια για το φεστιβάλ συνολικά. Κακά τα ψέματα, η φεστιβαλική εμπειρία στην Ελλάδα έχει συνδεθεί πρωτίστως με την ταλαιπωρία (θυμηθείτε πόσες φορές μετά από κάποιο φεστιβάλ πρώτο θέμα συζήτησης ήταν η ταλαιπωρία που το συνόδευε και μετά ερχόταν η απόδοση των ονομάτων που συμμετείχαν). Κάποια στιγμή αυτό πρέπει να αλλάξει και νομίζω πως το Release στα λίγα χρόνια που πραγματοποιείται, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Η φετινή εκδοχή του άγγιξε το άριστα στο κομμάτι της διοργάνωσης και για να βρούμε αρνητικά θα έπρεπε να καταφύγουμε σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, υπήρξε ταχύτητα και υπευθυνότητα (για παράδειγμα, όταν λιποθύμησε μια κοπέλα στη διάρκεια του live των Fu Manchu ήταν χαρακτηριστική η άμεση επέμβαση των ανθρώπων της ασφάλειας που την μετέφεραν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στο χώρο που βρίσκονταν οι διασώστες). Τα θετικά σχόλια που ακούστηκαν σε κουβέντες και «πηγαδάκια» σχετικά με τη διοργάνωση είναι σίγουρα ένα παράσημο στο οποίο πρέπει να επενδύσουν οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ. Το σημαντικότερο πάντως είναι πως φέτος οι συζητήσεις για τις εμφανίσεις των γκρουπ (καλές ή κακές, άλλο ζήτημα αυτό) πρωταγωνίστησαν αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τις όποιες τυχόν δυσλειτουργίες μπορεί να εμφανίστηκαν στις πολλές μέρες που διήρκεσε το φεστιβάλ.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος / Παναγιώτης Δέλτας
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής, εκτός από Monovine (Χρήστος Λεμονής) και Alice In Chains (Release Athens Festival - Αφροδίτη Ζαγγανά, Χρόνης Περράκης)