Οι Pelican έχουν ακόμα σφυγμό και νεύρο και διατηρούν ακέραια την αίγλη και τη δυναμική που απέκτησαν τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Αυτό τουλάχιστον έδειξαν στη σκηνή του Fuzz, στην επιστροφή τους στη χώρα μας μετά από μακρόχρονη απουσία.
Ήταν το μακρινό 2007 όταν οι Pelican πρωτοεμφανίστηκαν στο An σε ένα εκπληκτικό double bill με τους High on Fire. Έκτοτε άλλαξαν πολλά, σχεδόν τα πάντα (σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς ήταν η χώρα το 2007 και πως το 2019…). Στο μεταξύ ο post ήχος υποχώρησε (για να μην πούμε «καταβαραθρώθηκε»), ενώ και η ίδια η μπάντα είναι πια εντελώς διαφορετική. Η βασική διαφοροποίηση έγκειται στην αποχώρηση του αρχικού μέλους Laurent Schroeder-Lebec το 2012 και την αντικατάσταση του από τον Dallas Thomas, η οποία έπαιξε κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της πορείας τους αλλά και της συγκεκριμένης συναυλίας, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Κι ενώ οι High on Fire φρόντισαν στο ενδιάμεσο να διατηρήσουν ζεστή τη συναυλιακή επαφή τους με το εγχώριο κοινό, οι Pelican άρχισαν να μοιάζουν με άπιαστο όνειρο για όσους δεν ήταν τότε στο An ή επιθυμούσαν να τους ξαναδούν live. Αυτά μέχρι φέτος, όποτε και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας για την προώθηση του καλού νέου δίσκου τους Nighttime Stories, ο δρόμος τους έβγαλε ξανά στην Ελλάδα για μια εμφάνιση μάλιστα σε ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο.
Παραπάνω αναφέραμε πως η αλλαγή κιθαρίστα καθόρισε όχι μόνα τα μετέπειτα βήματα της μπάντας αλλά και την ροή της παρούσας συναυλίας. Με ποιον τρόπο; Η μπάντα επέλεξε να παίξει αποκλειστικά υλικό από τις δυο κυκλοφορίες στις οποίες συμμετέχει ο Dallas Thomas και (σχεδόν) τίποτα από όλες τις προηγούμενες. Πραγματικά ήταν ωραίο που είχαμε τη δυνατότητα να ακούσουμε σχεδόν όλα τα κομμάτια του Nighttime Stories, αφού πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά, σαφώς ανώτερη από την αμέσως προηγούμενη, το Forever Becoming. Το τελευταίο όμως μάλλον δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες των fans και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα στη θέση των συνθέσεων που παίχτηκαν από αυτό, να ακουγόταν κάτι από την πρώτη εποχή του σχήματος.
Δουλειά μας είναι ωστόσο να μιλήσουμε όχι για αυτά που δεν παίχτηκαν αλλά για αυτά που ακούστηκαν. Κι αλήθεια είναι πως το γκρουπ μπήκε εντυπωσιακά με το σαρωτικό Midnight and Mescaline, ένα από τα κορυφαία κομμάτια που έχουν σκαρώσει τα τελευταία πολλά χρόνια. Γεγονός είναι επίσης πως χρειαστήκαμε λίγο χρόνο για να προσαρμοστούμε στη δυναμική του ήχου, μιας και νωρίτερα δεν προηγήθηκε κάποιο opening act. Ίσως ακόμα να μην είχαμε ζεσταθεί δεόντως αλλά στο Abyssal Plain, που ακολούθησε, τα blast beats δεν ακούστηκαν τόσο κατακλυσμιαία όσο αναμέναμε. Πιθανώς να είναι ιδέα μας, αλλά έτσι κι αλλιώς μικρή σημασία είχε. Η χαρά που βλέπαμε στη σκηνή ένα από τα πλέον αγαπημένα συγκροτήματα μας υπερκάλυπτε τις όποιες τεχνικές αδυναμίες.
Τι κι αν η προσέλευση του κοινού δεν ήταν αντίστοιχη της αξίας της μπάντας, το γκρουπ τα έδωσε όλα, και ανεξάντλητη ενέργεια έβγαλε και δυο encore έκανε και ένα απρογραμμάτιστο φινάλε μας χάρισε, με τον ντράμερ να επιστρέφει άρον άρον κι ενώ είχε μαζέψει τα πράγματα του για να συμμετάσχει στο τελετουργικό κλείσιμο των ενισχυτών. Με αυτό τον τρόπο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η τετράδα κατέβηκε από τη σκηνή κι αφού είχαν συμπληρωθεί περίπου 80 λεπτά από την έναρξη του live.
Εν κατακλείδι, με λίγο πιο φροντισμένο ήχο και μεγαλύτερη πυκνότητα προσέλευσης θα μιλάγαμε για ένα live ανεπανάληπτο, αλλά ακόμα κι έτσι το ευχαριστηθήκαμε και με το παραπάνω. Το επόμενο ραντεβού ελπίζουμε να μην είναι τόσο αργοπορημένο.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής