Ιστορικής σημασίας έμελλε να είναι η πρώτη συναυλία των Candlemass στην Αθήνα με τον Johan Lanqvist ως βασικό τραγουδιστή. Όχι μονάχα διότι εκείνος επέστρεψε στην μπάντα για πρώτη φορά μάλιστα ως full time member 33 χρόνια μετά το Epicus Doomicus Metallicus, αλλά και διότι ήταν η πρώτη συναυλία του Leif Edling, μπασίστα και δημιουργού της, στην Ελλάδα μετά από απουσία αρκετών ετών. Μάλιστα ο Edling θα μπορούσε να έχει έρθει πριν από κάποια χρόνια και με τους Avatarium, τους οποίους επίσης δημιούργησε, αλλά και πάλι το πρόβλημα υγείας που είχε δεν τον άφηνε να περιοδεύσει.
Ξεκίνημα με τους Slayerking του Ευθύμη Καραδήμα, γνωστότερου βεβαίως για τους Nightfall πριν από κάποια χρόνια. Το νέο του σχήμα έχει πλέον κυκλοφορήσει και δεύτερο δίσκο (Tetragrammaton) εξαιρετικού επιπέδου και η συναυλία στο Fuzz Club ήταν η πρώτη μετά από την κυκλοφορία του και λογικά αυτή που θα είχε το μεγαλύτερο κοινό, καθώς ήδη στον χώρο βρίσκονταν περίπου 1.000 άτομα, οπότε ήταν καλύτερη η ευκαιρία για να παρουσιαστεί ο δίσκος. Έτσι φρόντισαν να την κάνουν ιδιαίτερη, διότι πέρα από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς και τα κουστούμια και βαψίματα των μελών της μπάντας, το ζωντανό θέαμα των Slayerking διανθίστηκε καίρια από την παρουσία τεσσάρων σκοτεινών χορευτριών, οι οποίες βγήκαν όλες μαζί αρχικά στο Black Mother Of The Lord Of Light και κατόπιν εναλλάσσονταν ανά ζεύγη ή και σε σόλο performances. Θα μιλούσαμε έτσι κι αλλιώς για μία εξαιρετική εμφάνιση, καθώς τα μέλη των Slayerking δεν είναι καθόλου νέοι στην μεταλλική πιάτσα και γέμισαν τη σκηνή του Fuzz με εμπειρία, εξαίρετο ήχο επιπέδου headliner αλλά και περισσή όρεξη να αποδώσουν το υλικό τους και από τους δύο δίσκους τους. Όταν όμως έχεις και καλά κομμάτια να παρουσιάσεις και ένα οπτικό θέαμα πιο ιδιαίτερο από απλά μία μπάντα να παίζει στη σκηνή, τότε ανεβάζεις και εσύ το live σου 1-2 επίπεδα πάνω από αυτό που θα μπορούσε να είναι. Τα κομμάτια του Sanatana Dharma, τριών ετών πλέον, έχουν ωριμάσει εξαιρετικά και κάποια από αυτά ίσως μπορούν να θεωρηθούν πλέον ακόμη και κλασικά. Το σίγουρο είναι ότι η εμφάνιση των Slayerking το Σάββατο που μας πέρασε θα πρέπει να αποτελέσει οδηγό και σημείο αναφοράς για τα metal live εγχώριων συγκροτημάτων στην Ελλάδα.
Δεν σας κρύβω ότι έχοντας χάσει την εμφάνιση του Johan Lanqvist με τους Candlemass το 2012 ως guest στον ίδιο χώρο περίμενα προσωπικά αυτή τη συναυλία με πολύ μεγάλη ανυπομονησία. Και φυσικά δυο συναυλίες χωρίς τον ηγέτη Edling ήταν πολλές... Είχαμε ακούσει φυσικά το νέο δίσκο Door To Doom, αλλά περιμέναμε διακαώς και πώς θα αποδοθούν τα κομμάτια του και πώς ο νέος/παλιός τραγουδιστής θα τα πάει στα υπόλοιπα. Θα μπορούσε άραγε να φτάσει στα δυσθεώρητα επίπεδα του Messiah Marcolin αλλά και του εαυτού του στο Epicus… ; Απεδείχθη λοιπόν ότι οι συγκρίσεις δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο νόημα εκείνη τη βραδιά. Πιθανότατα όποιος περίμενε τον τραγουδιστή να ακουστεί ίδιος με τον προ 33ετίας ηχογραφημένο εαυτό του, θα πρέπει να βρέθηκε προ μεγάλης εκπλήξεως. Διότι η τωρινή εκδοχή του μοιάζει περισσότερο με μία πύρινη εκδοχή του Ronnie James Dio στη χροιά αλλά και στις κινήσεις.
Το Marche Funebre ήταν ως συνήθως η πλέον κατάλληλη εισαγωγή για τους Σουηδούς που εντελώς αναμενόμενα γνώρισαν την αποθέωση, με κεντρικό άξονα αν θέλετε τον Edling που ως γενειοφόρος και με τίμιο trve μπλουζάκι Manilla Road μέσα απο το τζάκετ του εμφανίστηκε μπροστά μας μετά από αρκετά χρόνια και σε πολύ καλή κατάσταση. Το ροκ αναζωογονεί, μας αρέσει να λέμε, και η σκηνή ακόμη περισσότερο. Ξεκίνημα με το Well of Souls όπου δεν έμεινε ψυχή που να μην έβγαζε εσωτερική ένταση όσο τραγουδούσε. Εξαιρετικά τα πήγαινε ο Lanqvist και στα κομμάτια του Messiah, προφανώς αποδίδοντας τα με ελαφρώς διαφορετικό στυλ από το αμίμητα οπερατικό της αυθεντικής ηχογράφησης. Dark Reflections και Mirror Mirror ήταν επίσης κλασικές επιλογές που προκάλεσαν μαζικό sing along - και εδώ που τα λέμε, ποιο τραγούδι εκείνης της περιόδου δεν θα είχε αυτό το αποτέλεσμα; Παραδόξως, μόνο ένα κομμάτι από το τελευταίο άλμπουμ ακούσαμε στη συναυλία και ομολογώ ότι προσωπικά θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να άκουγα κάποια κομμάτια που, κακά τα ψέματα, δύσκολα θα ξανακούγαμε σε live διότι, καλώς ή κακώς, πάντα προτιμούνται τα παλιά κομμάτια κατά την κατάρτιση των setlist. Στην προκειμένη, στο Astorolus ακούσαμε και το guest solo του τιτάνα Tony Iommi, φυσικά αυτή τη φορά με την κιθάρα του Lars Johansson.
Με Bewitched και Dark Are The Veils Of Death για τη συνέχεια, το κοινό συμμετείχε επίσης δυναμικά, αφού πρόσθετα στην εξαιρετική απόδοση των Candlemass, ο δυνατός ήχος ήταν ιδιαίτερα ποιοτικός ώστε να ακούγονται όλα τα όργανα στη σωστή αναλογία. Μιλώντας για το κοινό η αποθέωση που λάμβανε η μπάντα και ειδικά τα δύο παλαιότερα μέλη της (Leif Eding & Mats Bjorkmann) άγγιζε νέες κορυφές σε κάθε διάλειμμα μεταξύ των τραγουδιών. Πάντως οι στιγμές που όλοι περίμεναν ήταν όταν ο Lanqvist θα ερμήνευε κομμάτια από το άλμπουμ από τον οποίο τον γνωρίσαμε, ίσως το πλέον κλασικό άλμπουμ του doom metal και αυτό που τελικά ονοματοδότησε τον ήχο. Έξυπνα το πρώτο κομμάτι ήταν μεταβατικό: το Under The Oak έχει ερμηνευτεί σε δίσκο και από τον Messiah και από τον Lanqvist, αλλά η πρώτη εκτέλεση βρίσκεται φυσικά στο Epicus... Σε ένα setlist με τόσα κλασικά κομμάτια είναι πάντα δύσκολο να ξεχωρίσεις το καλύτερο και το ωραιότερα εκτελεσμένο, αλλά σε αυτή τη συναυλία με βραχεία κεφαλή θα ξεχωρίζαμε το Sorcerer's Pledge, όπου σε στιγμές - γιατί έχουν περάσει και τα ουκ ολίγα 33 χρόνια από τότε - νιώσαμε πως ακούγαμε τη στούντιο εκτέλεση. Ναι, η τωρινή φωνή του Lanqvist διαφέρει σαφώς σε όγκο και ορμή από εκείνη του ‘86 και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όμως ήταν παραπάνω από αξιοπρεπής, σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ να τραγουδάει σε υψηλό επίπεδο. Δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι το κοινό τραγουδούσε κάθε στίχο και ότι το κλασικό sing along στο τέλος χρησιμοποιήθηκε πολλάκις έκτοτε μέσα στη συναυλία για να καλέσει πίσω την μπάντα και να την αποθεώσει.
Το encore περιλάμβανε μονάχα κομμάτια από το Epicus… οπότε μιλάμε αναγκαστικά για, εχμ, έπη. Το Demon’s Gate βρίσκεται στην προσωπική κορυφή του γράφοντος αναφορικά με τους Candlemass, οπότε θα του επιτρέψετε να μην σχολιάσει περαιτέρω την υπέροχη εκτέλεση του, όπως και του μνημειώδους Crystal Ball που πήρε τη σκυτάλη. Το κλείσιμο δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά με το πλέον κλασικό τραγούδι όλων, το Solitude. Ο Mappe Bjorkmann βρέθηκε μπροστά μπροστά στη σκηνή για να εκτέλεσει το αρχικό riff συνοδεία ρυθμικών χειροκροτημάτων από το κοινό και ο Lanqvist απέδωσε την αρχή του κομματιού, παραδόξως θυμίζοντας περισσότερο τις εκτελέσεις των επόμενων τραγουδιστών από εκείνον. Με αυτόν τον ύμνο στη θλίψη και τη μοναξιά έκλεισε η συναυλία, αλλά όχι πριν αποθεωθεί οριστικά η μπάντα. Ο Edling ζήτησε από σκηνής συγγνώμη από το κοινό που δεν υπήρχε υποψία merchandise και μας προέτρεψε να στείλουμε email σε μία συγκεκριμένη διεύθυνση ως εκδήλωση ενδιαφέροντος για ένα μπλουζάκι το οποίο όπως είπε θα φτιαχτεί μόνο για την Ελληνική ημερομηνία και θα πωλείται σε ειδική τιμή. Οπωσδήποτε μία τίμια χειρονομία από μία τίμια μπάντα. Και κάπως έτσι οι δεσμοί των Candlemass και των οπαδών τους συσφίγγονται ακόμη περισσότερο, μία σχέση που κρατάει πολλά χρόνια δισκογραφικά και συναυλιακά...
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής