Η παρουσίαση του νέου EP τους ήταν η αφορμή για μια από τις αραιές αλλά πάντοτε απολαυστικές εμφανίσεις των Bokomolech, στη διάρκεια της οποίας μας υπενθύμισαν για ακόμα μια φορά πως αποτελούν μια από τις κατεξοχήν live μπάντες της χώρας.
Τους Bokomolech δεν τους συναντάμε πλέον συχνά είτε δισκογραφικά είτε συναυλιακά, οπότε κάθε νέα τους δουλειά ή επερχόμενη εμφάνιση δεν περνάει σίγουρα απαρατήρητη. Πριν λίγες μέρες λοιπόν επέστρεψαν με μια νέα κυκλοφορία (μετά από 7 χρόνια), το Bright New Darkness (πραγματικά ευρηματικός τίτλος), ένα ημίωρο EP με έξι συνθέσεις, και ήταν λογικό να ακολουθήσει η ζωντανή παρουσίαση του, η οποία έλαβε χώρα στο μικρό αλλά φιλόξενο Death Disco.
Το γεγονός πως οι συναυλίες των Bokomolech είναι σποραδικές και σε κάθε περίπτωση μετρημένες δημιουργεί κάθε φορά μια σχετική προσμονή. Στην προκειμένη περίπτωση η προηγούμενη εμφάνιση τους είχε πραγματοποιηθεί την άνοιξη στο πλαίσιο του φεστιβάλ του περιοδικού Lung (όπου η Λίλα Κατερινάκη είχε παίξει με σπασμένο πόδι!), οπότε η παρούσα συγκυρία της live πρεμιέρας του νέου υλικού ήταν αρκετή για να συσπειρώσει αρκετούς ώστε να γεμίσει ο χώρος. Το παρεΐστικο και φιλικό κλίμα (χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι ήταν «χύμα» η φάση) έκανε την όλη ατμόσφαιρα ακόμα πιο ευχάριστη.
Πριν περάσουν στο προκείμενο, δηλαδή την απόδοση του νέου υλικού, η μπάντα έκανε μια μικρή βόλτα στο παρελθόν της, δίνοντας έμφαση κυρίως στα Exit (Trance) και Mass Vulture. Όσο για το ολοκαίνουριο Bright New Darkness, το γκρουπ επέλεξε τα κομμάτια να ακουστούν όλα μαζί και μάλιστα με τη σειρά του δίσκου. Μιλάμε άλλωστε για EP (φόρμα που νομίζω τους ταιριάζει) όποτε δεν έμοιαζε υπερβολικό να βρεθούν όλες οι νέες συνθέσεις μαζί. Αρχής γενομένης με το υπέροχο All Doors Are Guarded, οι αρετές του νέου πονήματος τους άρχισαν να ξεδιπλώνονται στην live αναπαραγωγή του. Αναμφίβολα η νέα εκδοχή του Crazy Waters (ως In Crazy Waters, πλέον) ήταν μια από τις πλέον χαρακτηριστικές στιγμές της συναυλίες και μια από αυτές που ανέμεναν πολλοί.
Καθώς κυλούσε το live δεν γινόταν να μην αναλογιστείς πως οι Bokomolech ακόμα και τώρα είναι ικανοί να βάλουν κάτω οποιαδήποτε φρέσκια μπάντα σε ενέργεια και γκάζια. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ζορίσουν τους ενισχυτές ανά διαστήματα, υπενθυμίζοντας μας πως έτσι παιζόταν κάποτε το alternative rock. Μην λησμονούμε εξάλλου πως η αφετηρία τους βρίσκεται στη δεκαετία του ’90 οπότε οι κιθάρες ήταν ακόμα επικίνδυνες, λόγω κυρίως ρευμάτων όπως το grunge και το post hardcore, πριν έλθουν τα 00s και γίνουν υπερβολικά λείες, χάνοντας τις αιχμές τους για να μην ενοχλούν τα αυτιά των καινούριων ακροατών. Και βέβαια έχουν την τύχη να διαθέτουν ως μπροστάρης έναν χαρισματικό performer, τον Δημήτρη Ιωάννου, ο οποίος παραμένει αεικίνητος πάνω στη σκηνή, καμία σχέση με το σύνηθες στήσιμο «κρατάω τη βάση του μικροφώνου – κοιτάω βλοσυρά το υπερπέραν – προσπαθώ να δείχνω απρόσιτος».
Είναι εντυπωσιακό ότι κατάφεραν να διατηρήσουν την ένταση αμείωτη χωρίς διάλλειμα επί δυο ώρες (το γεγονός ότι παίζουν πολύ πιθανότατα να είναι και ο λόγος που δεν υπήρξε opening act). Και μην θεωρήσετε πως δεν υπήρξε η απαιτούμενη κορύφωση. Τα Airports are Transient και 23 (το οποίο παρεμπιπτόντως είχε ζητηθεί επιμόνως από την αρχή) προσέφεραν την κατάλληλη κλιμάκωση. Βέβαια κανείς δεν ήταν πρόθυμος να φύγει χωρίς ένα υποτυπώδες -έστω- encore (μιας και το σχήμα δεν μπορούσε να κάνει το τυπικό πήγαινε-έλα από τη σκηνή στα παρασκήνια λόγω της πυκνότητας του κόσμου). Τελικά αποφάσισαν να παίξουν λίγο ακόμα αλλά χωρίς να έχουν προετοιμάσει encore λογικά προέκυψε το ερώτημα «τι να παίξουμε;». Πολλές παραγγελίες και προτιμήσεις ακούστηκαν (καλύτερος όλων αυτός που φώναξε «παίξτε ό,τι ξέρετε»), με το Meeting Point και το κλασικό Sin River να επικρατούν και να κερδίζουν, έστω και εκ των υστέρων, τη θέση τους στο set.
Μοιάζει σχεδόν απίστευτο ότι οι Bokomolech ξεκίνησαν πριν από περίπου τρεις δεκαετίες (κάποιοι από τους παρευρισκόμενους δεν είχαν καν γεννηθεί τότε). Κι όμως ακόμα και σήμερα δείχνουν φρεσκάδα και ακούγονται επίκαιροι πολύ περισσότερο από τους πολλούς διαδόχους τους. Δεν είναι και μικρό πράγμα. Είναι επίσης σημαντικό ότι ακόμα βρίσκουν κίνητρα για να παίζουν μουσική και όσο το κάνουν θα υπάρχουν πάντα κάποιοι να ακολουθούν.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής