Πάντοτε είναι συναρπαστική η επίσημη πρώτη ενός νέου σχήματος, ακόμη και αν τα μέλη του δεν είναι καθόλου νέα στο χώρο, αλλά ούτε και το υλικό που αποδίδουν βρίσκει για πρώτη φορά δίοδο στο ελεύθερο πεδίο μιας συναυλίας. Ως επίσημη πρεμιέρα θα πρέπει να λογίζεται λοιπόν η πρώτη εμφάνιση του μουσικού σχήματος με το ιδιότυπο όνομα Τα Ριζά - με το άρθρο να μοιάζει αναπόσπαστο κομμάτι της ονοματοδοσίας, όπως συμβαίνει στις αγγλόφωνες χώρες. Το αναλυτικό κείμενο της παρουσίασης του δίσκου από μας θα το διαβάσετε σε άλλο σημείο του site, αλλά εδώ θα αναφερθούμε σε καθεαυτή τη συναυλία.
Το χειροκρότημα ήταν θερμότατο όταν οι τρεις μουσικοί (Θεμιστοκλής Καρποδίνης: φωνή - Κωστής Ζουλιάτης: πιάνο - Πέτρος Λαμπρίδης: μπασο) ανέβηκαν στη χαμηλή σκηνή της αίθουσας Άρης Γαρουφαλής του Ωδείου Αθηνών, δείγμα της όμορφης οικογενειακής ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί. Εύλογο και επόμενο άλλωστε στις πρώτες παρουσιάσεις να παρίστανται πολλοί φίλοι και οικείοι του εκάστοτε σχήματος. Στον συγκεκριμένο φιλόξενο και ευάερο χώρο δεν έχει τύχει να ξαναβρεθούμε, όμως μας εντυπωσίασε η ποιότητα του ήχου - τι Ωδείο θα ήταν άλλωστε χωρίς να ικανοποιείται πλήρως το βασικό συστατικό της τέχνης του; Οι μουσικοί δεν υποβοηθούνταν από μικροφωνικές εγκαταστάσεις και δεν χρησιμοποιούσαν ενισχυτικούς ή παραμορφωτικούς μεσάζοντες - ένα ακουστικό live δηλαδή, με τα σώματα των οργάνων (στα οποία όργανα φυσικά περιλαμβάνουμε και τη φωνή) να παίζουν τον κύριο ρόλο.
Με στήσιμο τζαζ μπάντας ξεκίνησαν με την Μπρατσέρα, ίσως το πιο πολυακουσμένο από τα κομμάτια που διασκευάζονται στο άλμπουμ (χάρη στη δημοφιλή διασκευή του Γιάννη Πάριου, για να μην ξεχνιόμαστε). Η συνέχεια ανήκε στο περιεχόμενο του δίσκου, το οποίο αποδόθηκε καθ' ολοκληρία όπως αναμενόταν, αλλά όχι με τη σειρά ούτε συνεχόμενο. Τα υπόλοιπα τραγούδια προέρχονταν και αυτά από την ευρύτερη νησιωτική παράδοση, αν προσθέσουμε σε αυτή και την εντελώς διαφοροποιημένη Κρήτη, αλλά και από τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η ομοιομορφία στα μαύρα της τριάδας των Ριζών - ενίοτε και τετράδας όταν στα κρουστά συνέβαλε ο Κώστας Χρυσόγελος, γνωστότερος στους παλαιότερους ως Digital Alkemist, πέρα από την προφανή επίφαση της σύμπνοιας των μουσικών ως ταγμένων στους ρόλους τους ως διακριτά μέλη ενός όλου, αφαίρεσε (ή έστω περιόρισε) από το οπτικο πεδίο των θεατών μη χρήσιμες λεπτομέρειες, ώστε να δοθεί προσοχή και έμφαση κυρίως στη μουσική και στις εκφράσεις των μουσικών.
Ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης, αν και θέσει τραγουδιστής, δεν είχε αναλάβει το επικοινωνιακό κομμάτι του σχήματος. Αυτός ο ρόλος αντιστοιχίστηκε στον Ζουλιάτη μιας και εγγενώς “το έχει” στον λόγο, αν και το τρακ του ήταν ολοφάνερο αυτή τη φορά, δείγμα του ειδικού βάρους που φαινόταν να έχει για εκείνον η συγκεκριμένη παρουσίαση και κατ’ επέκταση το όλο project. Ως φωνή όμως και ως παρουσία κυριαρχούσε στο χώρο, με στητή κορμοστασιά στην οποία αναγνώριζες νεανικές ευθυτενείς (“λεβέντικες”, τις λέγαμε κάποτε) φωτογραφίες του χωρικού παππού σου και χέρια που κρατούσαν το μεγαλύτερο βάρος της συναισθηματικής έκφρασης. Οι λιτές ενορχηστρώσεις των κομματιών στηρίζονταν στο πιάνο και ακολουθούσαν κατά πόδας το πνεύμα των δισκογραφημένων εκδοχών τους με γεμάτο ήχο ακόμη και στα ήρεμα σημεία, σαν ένα μουσικό χάδι στα ταλαιπωρημένα από τους θορύβους της πόλης αυτιά μας. Υπήρχαν και στιγμές όπου οι εντάσεις ανέβαιναν και οι μουσικοί χτυπούσαν κυριολεκτικά τα όργανά τους (όπως π.χ. στo Κάστρο της Αστροπαλιάς) με συγκλονιστικά αποτελέσματα, μια μοντέρνα jazz, θα λέγαμε, οπτική πάνω στον μελωδικό θόρυβο. Σε κάθε περίπτωση οι ισορροπίες μεταξύ των οργάνων κρατούνταν ανέπαφες προς όφελος της μουσικότητας του αποτελέσματος - και αν αυτό σας ακούγεται στείρα γενικότητα, φανταστείτε να μην τηρούνταν σε ένα περιβάλλον όπου δεν μεσολαβούν ηχεία, ενισχυτές και κάποιος τεχνικός να ρυθμίζει την έντασή τους.
Τα ειλικρινή συγχαρητήρια γνωστών και αγνώστων στα μέλη της μπάντας μετά το τέλος της συναυλίας έγιναν ενδείξεις της επιτυχίας της συναυλίας να χτυπήσει κέντρο στο συναίσθημα, χωρίς να χρειαστεί απαραίτητα να ξυπνήσει τη νοσταλγία. Για μιάμιση περίπου ώρα, μεταφερθήκαμε νοερά πιο κοντά σε θάλασσες και σε βουνά, ατενίζοντας το άπειρο και αφήνοντας να μας φυσήξει το δροσερό αεράκι των νησιών. Ο γράφων, από την άλλη, βρήκε τη συναυλία τόσο απολαυστική και τόσο κοντά σε αυτό που άκουγε στο άλμπουμ, που μετάνιωσε (λίγο) που δεν πετάχτηκε το καλοκαίρι από τη γειτονική Νάξο στην Πάρο για να δει την πρώτη τους συναυλία....
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής