Live Review: Wim Mertens @ Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, 7/7/2021
Written by Μιχάλης ΚουρήςΓια όποιον παρακολουθεί τακτικά τα συναυλιακά δρώμενα της χώρας, ειδικά τώρα που οι συναυλίες έστω δειλά-δειλά άνοιξαν ξανά, η θερινή περίοδος και ειδικότερα αυτή που διανύουμε θα πρέπει - ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες - να θεωρείται μία από τις πιο αγαπημένες του χρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη πώς οι συναυλίες που συμβαίνουν τώρα αποκλείουν την προσέλευσή ορθίων, αλλά και πως οι ξένες μετακλήσεις αναγκαστικά και πάλι είναι μάλλον λιγοστές, το γεγονός και μόνο ότι μπορούσαμε να απολαύσουμε σε δύο συνεχόμενες ημέρες ονόματα όπως του Max Cooper και του Wim Mertens, θα πρέπει να μας μείνει χαραγμένο στη μνήμη για καιρό.
Αναφέρομαι στα συγκεκριμένα ονόματα διότι ουσιαστικά κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα αλλά με τους δικούς τους εντελώς ξεχωριστούς όρους. Μπορώ να φανταστώ το πολιτισμικό σοκ που θα έπαθαν όσοι μεταξύ μας βρέθηκαν και στις δύο συναυλίες. Από τη μία ο ηλεκτρονικός μαξιμαλισμός και το τεράστιο εντυπωσιακό σόου του (πρώην γενετιστή) Cooper στο Ηρώδειο, από την άλλη η επιτομή του μινιμαλισμού στον ήχο, στην ενοργάνωση και στην οπτική παρουσίαση που φρόντισε ο Wim Mertens για τη συναυλία του στην Τεχνόπολη. Και επειδή εμείς εδώ αναφερόμαστε φυσικά στο δεύτερο σκέλος της παραπάνω πρότασης, θα πούμε για αρχή ότι δεν χρειαζόταν απαραίτητα να θεωρείς εαυτόν οπαδό για να απολαύσεις τη συναυλία (και, κατά βάση, οποιαδήποτε συναυλία) στο μέγιστο. Παρότι μόνο με πιάνο και φωνή (ναι, τόσο μίνιμαλ) θα περίμενε κανείς ένα ίσως όχι τόσο ενδιαφέρον αποτέλεσμα, η πορεία της συναυλίας έδειξε ότι αρκεί ένας πλούσιος συναισθηματικός μουσικός κόσμος για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού επί μιάμιση ώρα.
Τα τελευταία τουλάχιστον 11 χρόνια ο Φλαμανδός συνθέτης επισκέπτεται πολύ τακτικά τη χώρα μας για συναυλίες, με αραιότερες παρουσίες όσο πηγαίνουμε πιο πίσω στον χρόνο. Εκείνη που είχε προγραμματιστεί για το 2020 αναβλήθηκε για τους γνωστούς λόγους και ευτυχώς δεν άργησε να επαναπρογραμματιστεί, συγκεκριμένα για την 7η Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Στο μεταξύ, βέβαια, ενώ η περιοδεία θα τιμούσε θεωρητικά το Inescapable ως το πιο πρόσφατο τότε άλμπουμ του, ο Mertens έβγαλε στη δημοσιότητα ακόμη ένα δίσκο (The Gaze Of The West). Αυτά βεβαίως καμία ουσιαστική σημασία δεν έχουν, εφόσον η μουσική πορεία του Mertens υπερβαίνει πλέον την τεσσαρακονταετία. Με τόσο πλούσια εργογραφία, σχεδόν αναπόφευκτα και το κοινό “χρειάζεται” να ακούσει ήδη εξασκημένες μελωδίες, αλλά και ο ίδιος ο καλλιτέχνης φαίνεται να επιθυμεί διά του γενικού υπότιτλου της περιοδείας να ανακατέψει την τράπουλα της μακράς πορείας του στο χώρο. Και έτσι και έγινε όντως...
Οι σημειώσεις στις παρτιτούρες, δυναμικές παρεμβάσεις στις συνθέσεις, έδιναν τα χρώματα στον Mertens για να ζωγραφίσει στον καμβά του πιάνου του. Τα φωνητικά του, με τις ιδιαιτερότητές τους, τοποθετούνταν όπου ο συνθέτης έκρινε πως ήταν απαραίτητα, αγνοώντας ακόμη και τον αμιγώς οργανικό χαρακτήρα κάποιων κομματιών - ούτε ακόμη και αυτό το πασίγνωστο Struggle For Pleasure αποδόθηκε πιστά ως instrumental. Και γιατί να γίνει αυτό άλλωστε; Μπορεί να "ικανοποιούσε" περισσότερο το κοινό, αλλά πού θα βρίσκονταν μετά η μαγεία της έμπνευσης της στιγμής, ο αυτοσχεδιασμός, η έκπληξη; Στη συναυλία ο μουσικός έχει την ευκαιρία να εκφράσει τον εαυτό του και την παρούσα κατάσταση που βρίσκεται. Και αυτή η συναυλία ίσως ήταν ιδιαίτερη και για τον ίδιο, καθώς στα κοινωνικά του μέσα έκανε μία λακωνική αλλά μάλλον ρομαντική αναφορά σε αυτήν μετά το τέλος της.
Ο λιτός και ενίοτε ανεπαίσθητος φωτισμός έδινε το παρόν υπερτονίζοντας το συναίσθημα σε κάθε στιγμή της συναυλίας, χωρίς ποτέ να κλέβει την παράσταση: ήταν εκεί και ταυτόχρονα αόρατος, όπως η καλύτερη backing band. Ο Mertens από την άλλη έμοιαζε να αφοσιώνεται βαθιά στην ερμηνεία της μουσικής, τόσο ώστε μετά το τέλος κάθε κομματιού χρειαζόταν μερικά δευτερόλεπτα για να απευθυνθεί έστω με ένα νεύμα στο κοινό που καταχειροκροτούσε. Και οι ευχαριστίες του εκφράστηκαν πάντα εκτός μικροφώνου, ακόμη και στο τέλος και λίγο πριν ο κόσμος τον καλέσει πίσω για το καθιερωμένο encore.
Απο τις εναρκτήριες νότες του Birds For The Mind και για όσο ο Mertens και το πιάνο του βρίσκονταν στην σκηνή, μονάχα οι σφιχτά βιδωμένες στη θέση τους καρέκλες μας και οι μάσκες που φορούσαμε μας κρατούσαν κοντά στον ρεαλισμό της πραγματικότητας. Θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ότι πραγματικότητα είναι ο τρόπος που βιώνουμε το καθετί και όχι καθεαυτό το βίωμα. Εδώ που βρισκόμαστε και εδώ από όπου θέλουμε να ξεφύγουμε τάχιστα, καθίσταται πλέον αναγκαιότητα η επαναφορά στην ονειροπόληση και στην σκέψη που υπερβαίνει τα γήινα. Συναυλίες σαν αυτήν της Τετάρτης μας έδειξαν ξανά έναν από τους τρόπους που μπορεί να γίνει αυτό. Μπορεί να χάσαμε πέρυσι την ευκαιρία εξαιτίας της ακύρωσης, αλλά φέτος και μετά από τόσους μήνες εγκλεισμού και αποκλεισμού, έχω την αίσθηση ότι χρειαζόμασταν περισσότερο αυτή την υπενθύμιση.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής
Μιχάλης Κουρής
Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.
Website: www.soundgaze.grLatest from Μιχάλης Κουρής
- Mancunian Tales: Puressence και Maruja δίνουν τον τόνο μιας ολόκληρης πόλης σε 2 live
- Συνέντευξη Pulsar 1081: "Το ενδιαφέρον μας για το σύμπαν σαν κοσμοθεωρία και αντίληψη μας ώθησε να προτιμήσουμε ιδιαίτερους ήχους"
- Dødheimsgard - Black Medium Current (2023, Peaceville)
- Geoff Tate: Ένα απ' το καθένα (και πάλι απ' την αρχή)
- Home Front - Games Of Power (La Vida Es un Mus, 2023)