Η συναυλία της Παρασκευής στο Gagarin 205 με Mother Of Millions και Church Of The Sea είχε ειδικό βάρος ξεχωριστό για τον κάθε μουσικό και τον κάθε παρευρισκόμενο. Για τον γράφοντα πάλι, ήταν μία σπάνια περίπτωση από αυτές που σε μικρότερες ηλικίες ίσως και να συνέβαιναν συχνότερα, αλλά τελούν υπό εξαφάνιση όσο τα χρόνια περνάνε και οι συναυλιακές εμπειρίες συνωστίζονται - και φυσικά αυτό είναι λογικό. Περισσότερα παρακάτω…
Για τους Church Of The Sea έχουμε μιλήσει στο παρελθόν με τα καλύτερα λόγια και αυτό δεν θα αλλάξει ούτε εδώ. Πλέον έχουν ένα φρέσκο ολοκληρωμένο άλμπουμ στις αποσκευές τους (Odalisque), στο οποίο ασκούνται στο ύφος που εισήγαγε το πρώτο EP. Αυτές τις δύο δουλειές είχαν να μας παρουσιάσουν στο Gagarin στην πρώτη δίκη τους συναυλία μετά από το μόνιμο, ελπίζουμε, άνοιγμα των συναυλιακών χώρων. Παραμένουν και επί σκηνής τρίο, χωρίς φυσικά ντραμς κι όμως ο ήχος τους δεν στερείται ούτε του όγκου ούτε της σπιρτάδας του. Είναι λίγο ασυνήθιστο να μιλάμε για “σπιρτάδα” σε μια μπάντα που περιγραφικά θα χαρακτηρίζαμε doomgaze, αλλά ειλικρινά αυτό που έχουν να παρουσιάσουν αποδίδεται πολύ πιστά σε σχέση με τις ηχογραφήσεις του και, το σημαντικότερο, αφήνει ανάλογη φρεσκάδα ως αίσθηση. Όπως περίεργο ακούγεται σίγουρα να χαρακτηρίζεται ο ήχος τους ως “δροσερός”, αλλά αν ακούγατε την ερμηνεία της Ειρήνης Αργύρη θα γνέφατε καταφατικά σε αυτή τη διαπίστωση. Το σκοτάδι τους ριζώνει στις παγωμένες κορυφές των βουνών της Σκανδιναβίας, χωρίς το grimness των μπλακμεταλλάδων της περιοχής, και ευδοκιμεί στα ελλαδικά οροπέδια εξυμνώντας (μουσικά, πάντα) τα βάθη του τοπικού ορίζοντα. Χωρίς ποτέ να αφήσουν τις θέσεις τους στην σκηνή και με τα μπροστινά φώτα μονίμως απόντα, άφησαν εμφατικά το στίγμα τους και έδωσαν ακόμη μία υπόσχεση για το μέλλον. Εννοείται πως θα τους βλέπαμε και σε αμιγώς δικό τους live, όταν έρθει εκείνη η ώρα.
Τη συνέχεια δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να τη φανταστούμε. Είναι φυσικά πολύ γνωστό το πρόσφατο ιστορικό των Mother Of Millions, με την ξαφνική απώλεια του Μάκη Τσαμκόσογλου να σημαδεύει μία ολόκληρη σκηνή. Όποιος δεν έχει βρεθεί σε αυτή τη θέση, πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί ποιες διεργασίες λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή στα μυαλά των υπόλοιπων μελών της μπάντας, οι οποίοι υπό αυτή την συνθήκη έχουν να σκεφτούν μεταξύ άλλων σημαντικών και το μέλλον του συγκροτήματος. Η καινούργια τους κυκλοφορία (το ΕΡ Orbit) μοιάζει να δημιουργήθηκε για να ξορκίσει κάπως το κακό που τους βρήκε. Επίσης η συγκεκριμένη συναυλία ήταν η πρώτη κανονική τους στην Αθήνα μετά από δυόμιση χρόνια (ας μην υπολογίσουμε τη συναυλία προς τιμήν του Μάκη που έγινε και για την ενίσχυση της οικογένειας του). Όλο αυτό το υπόβαθρο έδειχνε πως ένας βαθμός συγκίνησης θα ήταν αναπόφευκτος και πάνω στη σκηνή και κάτω από την σκηνή. Κάπως έτσι συνέβη, από κει και πέρα ο καθείς μπορεί να προσλάβει αυτό που βλέπει και ακούει ανάλογα με το δικό του σκεπτικό.
Η εμπειρία του γράφοντα είναι ξεκάθαρη: την Παρασκευή είδαμε ένα από τα αρτιότερα live που θα μπορούσαμε να δούμε - γενικώς και κατ' ουσίαν. Ένα συγκρότημα άψογο τεχνικά που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες prog μπάντες του παρόντος έδωσε μία συναυλία με αυξημένο συναισθηματικό πρόσημο. Είναι και τα τραγούδια τους τέτοια όπου η τεχνική είναι απλώς το εργαλείο, αλλά υπό το πρίσμα της πρόσφατης ιστορίας τους η συναυλία έγινε event. Στα πρώτα κομμάτια που βρισκόμουν μέσα στο photo pit μπορούσα να κόψω την ένταση με το μαχαίρι (π.χ. στο Silence, όπου “βοηθούν” και οι στίχοι). Όταν πάλι τραγουδούσε ο Γιώργος Προκοπίου, ένας έτσι κι αλλιώς σπουδαίος τραγουδιστής με έντονο λυρισμό στην ερμηνεία του, μπορούσες ειδικά σε πολύ συγκεκριμένους στίχους να νιώσεις τα δικά του αισθήματα - και αυτό χωρίς κινησεολογικές και εκφραστικές υπερβολές.
Οι ειδικές συνθήκες της συναυλίας ξεπεράστηκαν με έσωθεν βοήθεια. Ο Κωστας Κωνσταντίνου και η κιθάρα του βρίσκονταν κανονικά στη θέση τους, αλλά το έκτακτο κενό του μπασίστα Πάνου Πρίφτη αναπλήρωσε ο κιθαρίστας των Poem (και σωσίας του Mariusz Duda!) Laurence Bergström. Τα πλήκτρα ανέλαβε ο drummer Γιώργος Μπουκαούρης και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Αξέχαστο θα μείνει π.χ. το πιανιστικό πρελούδιο του Artefact που συγκίνησε το κοινό σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνει ησυχία καθ’ όλη τη διάρκειά του. Τα παλιά κομμάτια απεδόθησαν όλα εξαιρετικά, ενώ δοκιμάστηκαν ζωντανά και αυτά του νέου EP (Where Do We Go From Here/Orbit αλλά και το No Light, No Light, διασκευή στην Florence & The Machine), με εκπληκτικά αποτελέσματα.
Παρότι η δημοφιλία των Mother Of Millions δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και δεν εκπλήσσει, τα χειροκροτήματα και οι επευφημίες του κοινού όταν τελείωνε το κάθε κομμάτι συγκλόνιζαν με τη θέρμη τους. Στα σημεία που έπρεπε συνόδευαν την μπάντα άψογα, όπως στο Artefact όπου ανατριχιάσαμε ομαδικώς, κοινό και μπάντα. Όταν πια έκλεισε το live με το classic πλέον Rome, δεν ξέρω ποιοι μέσα από το κοινό θα ήθελαν να παίζονταν τότε οι τελευταίες νότες της συναυλίας…
Υπό άλλες (κυρίως προσωπικές) συνθήκες, πολύ ευχαρίστως θα ακολουθούσα τους Mother Of Millions σε όλους τους σταθμούς της Ελληνικής τους περιοδείας, ακριβώς όπως θα έκανα για μία ξένη μπάντα που με άγγιξε τόσο πολύ σε κάποια συγκεκριμένη συναυλία της (βασικό παράδειγμα φέρνω τους Gathering και πιο πρόσφατο τους Riverside, συγκροτήματα που με έχουν “αναγκάσει” να τους ακολουθώ σε όσες συναυλίες μπορώ όταν παίζουν οπουδήποτε στην Ελλάδα). Πρέπει να είναι αυτός ο σπάνιος, είναι η αλήθεια, συνδυασμός εκτελεστικής αρτιότητας και συναισθηματικής σύμπλευσης που ενεργοποιεί τα κατάλληλα νεύρα του εγκεφάλου μου και εκτοξεύει τη συναυλιακή εμπειρία. Δεν έχει σημασία αν κάποιος άλλος βίωσε αυτή τη συναυλία όπως την βίωσα εγώ. Αυτό θα ήταν μια ευχάριστη σύμπτωση. Αν και είναι σίγουρο πως ο καθένας θα έχει τη δική του ιστορία να πει από εκείνη τη συναυλία - ήδη ακόμη τη συζητάμε με φίλους και γνωστούς που βρέθηκαν εκεί. Σε μία εποχή όπου το συναίσθημα λοιδορείται από τους θιασώτες της στείρας λογικής, του casual κραξίματος και του αναίτιου μίσους, συναυλίες όπως αυτή της Παρασκευή θα μένουν πάντα στο μυαλό μας ως απάγκιο στις αναμνήσεις μας και αγκυροβόλι όπου οι παρόντες θα ανατρέχουμε τακτικά στις “άδειες” μας στιγμές.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής