15 Οκτωβρίου 1990, κυκλοφορεί το Nowhere. Περίπου έξι μήνες αργότερα, έλαβα για την ονομαστική μου γιορτή εντελώς από το πουθενά (give the gift of music μωρέ), αυτό το βινύλιο. Ένα «κρύο» εξώφυλλο και πολύ δύσκολη μουσική για την εποχή του grange, post-meta-after punk κλπ. Ασυνήθιστος σε τέτοιους ήχους, μου πήρε αρκετό χρόνο για να εξοικειωθώ με τον τραχύ ήχο, την μελωδική φωνή των Andy Bell & Mark Gardener και κυρίως με την ατελείωτη κρυμμένη μελαγχολία που βγαίνει από το album αυτό. Σημειώνω ότι οι RIDE είναι μέσα στα τα τρία αγαπημένα μου συγκροτήματα (και ποιος νοιάζεται βέβαια).
Την παρέα από την Οξφόρδη (συμπληρώνουν οι Laurence Colbert & Steve Queralt) κατάφερα να ακούσω ζωντανά, πριν 3 καλοκαίρια στο Ejekt Festival. Βέβαια οι διοργανωτές επέλεξαν τον Michael Kiwanuka να υποδεχθεί τους headliners Cure, γεγονός που έβγαλε πολύ νωρίς την αγαπημένη μου μπάντα στη σκηνή. Καλή παρουσία, compact ήχος, λίγα τραγούδια και αίσθηση ανολοκλήρωτου…
Τα αγαθά κόποις κτώνται, κι έτσι απλά οι Ride έκαναν μια στάση στο Gagarin 205 στo πλαίσιo των 30+2 χρόνων από το πρώτο τους LP. Μετά το ημιτελές αρχικό live άκουσμα δεν υπήρχε περίπτωση να μην είμαι κι εγώ εκεί… (με ένα extra εισιτήριο που τυχερός ήταν τελικά ο Νίκος Μ.).
16 Δεκεμβρίου 2022, 32 χρόνια και 2 μήνες μετά το αρχικό βινύλιο, το Gagarin είναι, αναπάντεχα για μένα, σχεδόν γεμάτο από 40+ που περιμένουν… Το πλήθος φαινόταν αρκετά ετερόκλητο αρχικά. Πουκάμισα, αλυσίδες, t-shirts, δερμάτινα, sneakers, αρβύλες, σταράκια, μακριά μαλλιά, κοντά μαλλιά, κόκκινα μαλλιά, καθόλου μαλλιά κ.ο.κ.
Όλες αυτές οι στυλιστικές διαφορές πήγαν περίπατο μόλις ξεκίνησε (πολύ δυνατά) το Seagull και ένα-ένα στη σειρά, τα υπόλοιπα τραγούδια του Nowhere. Κανένας όμως από όλους τους διαφορετικούς ακροατές δεν ήρθε τυχαία… Οι περισσότεροι γνώριζαν όλα τα τραγούδια και υπήρχε άφθονη ενέργεια από την αρχή έως και το encore. To Seagull και το Kaleidoscope ήταν ιδανικά για την εισαγωγή στον συννεφιασμένο αλλά ταυτόχρονα θυμωμένο και απογοητευμένο κόσμο των Ride. Ο νεαρούλης του ‘90 με το καρέ μαλλάκι ήταν τώρα στρουμπουλός του ‘22 και χωρίς μαλλί (τι μου θυμίζει άραγε…), μας εξέφρασε την κούραση όλης της μπάντας από τη δυνατή εκκίνηση. Μάλλον όμως ήταν αγγλικό (της Οξφόρδης) χιούμορ γιατί σε κανένα σημείο δεν φάνηκε κόπωση ή πτώση τάσης. Απλά τα επόμενα κομμάτια (In a different place, Polar bear, Dreams burn down, Decay & Paralyzed) είναι πιο υποτονικά.
Και μετά… το ορόσημο του album… Vapour Trail. Αναμνήσεις, θύμησες, εικόνες, βροχές, σύννεφα και φύγαμε για gazing (αν και χωρίς βιολί στο τελείωμα). Έτσι έκλεισαν τα 30+2 χρόνια του ανεπανάληπτου Nowhere. Στη συνέχεια, η μπάντα έκανε μια αναδρομή από τα πρώτα single & EPs και το ξεχασμένο Unfamiliar μέχρι το Killswitch & Futurelove του This is not safe του 2019. Μέσα σε αυτή την αναδρομή, κυρίαρχη θέση το Going Blank Again με το ΟΧ4, Twisterella και το κλείσιμο μιας εξαιρετικής βραδιάς με Leave them all behind που χόρευαν (ναι χόρευαν) όλοι οι ψαγμένοι που μαζεύτηκαν εκείνο το βράδυ.
Από τις συναυλίες που φεύγεις γεμάτος και χορτασμένος (παρά τον μέτριο ήχο). Οι νεαροί από την Οξφόρδη έκαναν καλά τη δουλειά τους. Θύμισαν και εποχές που δεν έχω προλάβει καθώς ο Steve Queralt έπαιξε πολύ ώρα με «πλάτη» στο κοινό… Τους περιμένουμε για μια ακόμα συνέχεια αφού όπως είπαν τη επόμενη μέρα ήμασταν «such an extraordinary and up for it crowd»... sound familiar?
Υ.Γ. Στέλιο, ένα από τα καλύτερα δώρα που έχω πάρει ποτέ. Σ’ ευχαριστώ.
Κείμενο: Κωστής Παπαϊωάννου / Φωτογραφία εξωφύλλου: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος