15 χρόνια μετά την προηγούμενη εμφάνιση τους, οι Converge επέστρεψαν στη χώρα μας για ένα ισoπεδωτικό live αντάξιο τους ονόματος τους αλλά και των προσδοκιών.
Προσωπικά θεωρώ τους Converge ένα από τα κορυφαία σχήματα του ακραίου ήχου και σαφώς το καλύτερο σε αυτό που κάνουν, οπότε από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η παρούσα συναυλία την ανέμενα με τεράστια αδημονία. Με απλά λόγια ήταν μια από τις συναυλίες που δεν ήθελα να χάσω για κανένα λόγο, ειδικά από την στιγμή που δεν είχα βρεθεί στην προ δεκαπενταετίας εμφάνιση τους στην Αθήνα. Από τότε βέβαια πέρασε πολύς καιρός και το σχήμα γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο, φτάνοντας στο απόγειο της ωριμότητας με το Bloodmoon: I (2021), το συνεργατικό άλμπουμ με την Chelsea Wolfe, το οποίο εξέπληξε φανατικούς και μη της μπάντας.
Στις 10 ακριβώς η τετράδα ανέβηκε στη σκηνή, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο support (πολύ ορθά κατά την άποψη μου). Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ηχητική καταιγίδα. Η ένταση, η ενέργεια, ο παλμός συμπαρέσυραν ακαριαία τους πάντες. Αυτό που βιώσαμε ομαδικά ήταν μια πλημμύρα συναισθημάτων που δύσκολα μπορούν να χωρέσουν σε λέξεις. Οι Converge ποτέ δεν ήταν ένα σχήμα που έπαιζε ξύλο για το ξύλο. Η μουσική τους ήταν επιθετική και βίαια για να μπορέσει να εκφράσει όλα τα συναισθήματα που κρύβανε μέσα τους. Το μαγικό της υπόθεσης είναι πως κατάφερε να συντονιστεί με ένα κοινό που δεν ήταν απαραίτητα κολλημένο με το metal ή το hardcore. Η μουσική τους ανέκαθεν έμοιαζε να αφορά ακροατές που ψάχνονταν λίγο παραπάνω. Φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός πως οι Converge αποτελούνται από τέσσερις πραγματικά κορυφαίους μουσικούς. Μόνο ευγνώμονες μπορούμε να αισθανόμαστε που κάποια στιγμή συναντήθηκαν οι δρόμοι των Bannon, Ballou, Newton και Koller και κάπως έτσι δημιουργήθηκαν κάποιοι από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους του σκληρού ήχου των τελευταίων αρκετών χρόνων.
Κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των Αμερικανών τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Από το αρχικό δέος, στην ευδαιμονία και τη μέθεξη. Και φυσικά πολλές στιγμές ανατριχίλας. Πως αλλιώς να περιγράψεις άλλωστε το τι νιώθαμε όταν ακούγαμε κομμάτια όπως το You Fail Me, το All We Love We Leave Behind ή το I Can Tell You About Pain. Πάνω στη σκηνή, το γκρουπ έδινε ό,τι καλύτερο, με μπροστάρη τον αεικίνητο Jacob Bannon και ακολούθους τρεις απίστευτους παιχταράδες.
Η βραδιά έμοιαζε να εξελίσσεται ιδανικά (αν εξαιρέσουμε τον μπουκωμένο ήχο που έφτανε σε εμάς που προτιμήσαμε τον εξώστη για να βγάλουμε το live αναίμακτα) και έμελλε να έχει ένα ακόμα πιο ιδανικό φινάλε. Μετά την ολοκλήρωση του encore, το συγκρότημα αποχώρησε μέσα σε πραγματική αποθέωση και εμείς κατάκοποι ετοιμαζόμασταν να κατευθυνθούμε προς την έξοδο. Η αυλαία όμως δεν είχε πέσει οριστικά. Ο Ben Koller επέστρεψε στη σκηνή, πήγε στο μικρόφωνο και φώναξε “I'm still here!”. Κατόπιν κάλεσε και τους υπόλοιπους να κατέβουν από τα παρασκήνια για να παίξουν ένα ακόμα κομμάτι, όπερ και εγένετο. Το δεύτερο encore εν τέλει δεν ήταν τυπικό, είχε τον αυθορμητισμό που θα έπρεπε να έχει. Ο Newton ζώστηκε ξανά το μπάσο του, ο Ballou βρήκε στο πάτωμα μια πένα για να παίξει και ο Bannon εμφανίστηκε στο πλάι της σκηνής. Το ζήτημα που προέκυψε, εφόσον δεν είχαμε να κάνουμε με μια σκηνοθετημένη κίνηση, ήταν ποιο κομμάτι θα παιχτεί ως φινάλε. Ο κόσμος ζητούσε επιτακτικά το Jane Doe, το συγκρότημα όμως αντιπρότεινε το Saddest Day και τη δύσκολη απόφαση κλήθηκε να λάβει η πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα: απόλυτη ισοπαλία μεταξύ των δυο. Η λύση από το αδιέξοδο δόθηκε με παρέμβαση promoter, με το χρίσμα να δίνεται στο Jane Doe. Η συνέχεια αδιανόητη, με το κομμάτι να τυγχάνει μιας τρομερής εκτέλεσης. Το κερασάκι στην τούρτα μιας αξέχαστης βραδιάς! Όταν ακούστηκε και η τελευταία νότα και επανακτήσαμε την επαφή μας με την πραγματικότητα με τεράστια έκπληξη διαπιστώσαμε πως είχαν περάσει 80 (!!!) λεπτά από την έναρξη. Μην επαναλαμβανόμαστε, το συγκεκριμένο βράδυ ήταν ονειρικό.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου