Σάββατο, 31 Αυγούστου 2024 15:22

Live Review: HOME FRONT / Dramachine @ Temple Athens, 26/8/2024

Written by 

Έχοντας διαχρονικά άσβεστη και συχνά εκφρασμένη την αγάπη μου όχι μόνο για το punk, αλλά και τα διδυμάκια post punk και new wave, δε θα ήταν δυνατό να περνούσε απαρατήρητη μια συναυλία των Καναδών Home Front. Κι όπως πάντα, σχεδόν αμέσως μετά την αρχική χαρά, έσπευσα να δω μερικές από τις πρόσφατες setlists της μπάντας. Όταν διαπίστωσα πως σε καμία από όσες είδα δεν υπήρχε το αγαπημένο μου Seagulls, ομολογώ πως δε χάρηκα και πολύ, αλλά προτίμησα να κρατήσω ζωντανή την ελπίδα ότι το βράδυ της συγκεκριμένη Δευτέρας θα μπορούσε να αποτελέσει την εξαίρεση στον κανόνα.

Καλή η ελπίδα, δε λέω, μόνο που έσβησε κάπως απότομα στις 21. 04’. Βλέπετε, δεν κρατήθηκα και ρώτησα τον ίδιο τον Graeme Mackinnon αν θα παίξουν το συγκεκριμένο τραγούδι, όταν τον πέτυχα χαλαρό και (όπως πάντα) ευδιάθετο δίπλα στον πάγκο με τα προς πώληση -και μάλιστα σε πολύ καλές τιμές- καλούδια της μπάντας. Η αρνητική απάντηση που εισέπραξα είχε να κάνει με το ότι, για να μπορέσουν να ξαναπαίξουν ζωντανά το συγκεκριμένο τραγούδι, έπρεπε προηγουμένως να είχαν ηχογραφήσει διαφορετικά ένα ηλεκτρονικό του μέρος, κάτι που δυστυχώς αναβάλλουν εδώ και καιρό. Όταν δε μου εξήγησε ότι η μουσική του Seagulls είναι εμπνευσμένη από το σάουντρακ της ταινίας Night of the Seagulls (1975) του Amando de Ossorio, σχεδόν… συγκινήθηκα. Αφού μιλήσαμε σχεδόν εκστατικά για τις αξεπέραστες από κάθε άποψη Ιταλικές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ’70, μη θέλοντας να καταχραστώ άλλο τον πολύτιμο ελεύθερο χρόνο του, του ευχήθηκα να πάει καλά η συναυλία. Αυτός μου απάντησε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να περάσω καλά. Και ξέρετε κάτι; Ήταν πολύ συγκρατημένος στα λόγια του, αφού πραγματικά πέρασα πολύ καλά!

Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η βραδιά ξεκίνησε στις Έναρξη 21.28’ με τους Dramachine. Το Αθηναϊκό θεωρούμενο κυρίως ως synth-punk (με την επικρατούσα πλέον «αδικαιολόγητα» διεσταλμένη σημασία του δεύτερου όρου) και synth-wave τρίο, αποτελούμενο από τους Babis Sugar, Eleni Mandy και Lisa Klez, μας συστήθηκε μεν με τον Κλεμμένο Χρόνο, αλλά πριν μας πει Φεύγουμε Από Εδώ είχε φροντίσει να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Είχε μια αμεσότητα και κάτι το ανεπιτήδευτο, που όχι μόνο δε λειτουργούσαν αρνητικά, αλλά του προσέδιδαν πόντους. Από τη μια η Ελένη και ο Μπάμπης μίλησαν ταυτόχρονα για να αποχαιρετίσουν το κοινό, από την άλλη η Ελένη τίναξε το χέρι της για να «ξεπιαστεί» ανάμεσα σε δυο τραγούδια και κάποιες άλλες λεπτομέρειες έδειχναν μια διαφορετική στάση, που δεν έμοιαζε απότοκη της μέχρι τώρα συναυλιακής τους εμπειρίας, αλλά της όλης στάσης τους απέναντι στη μουσική.

Στο Αστεροσκοπείο ακούστηκε το μπάσο πιο απολαυστικό από τη στούντιο ηχογράφηση, όπως και στο Ήρθε η Ώρα, ενώ κατά την προσωπική μου άποψη κορυφαίο της βραδιάς ήταν το Δεν Έχει Μείνει Τίποτα. Ξεχώρισε επίσης το επηρεασμένο από τους Suicide Νύχτα Θλίψη, το Διακοπές στη Δράμα και η διασκευή του Το Όνομά μου Είναι Άγχος, των Stress που γνωρίσαμε ως Άγχος το 1984 μέσα από την ιστορική συλλογή Διατάραξη Κοινής Ησυχίας. Το σετ τους τελείωσε στις 22.09’ και μετά από εικοσιένα λεπτά βγήκαν ορεξάτοι στη σκηνή οι Home Front.

Το ντουέτο των Graeme McKinnon και Clint Frazier, που μετρά ήδη τρία χρόνια ζωής, είχε προγενέστερη θητεία σε συγκροτήματα του Edmonton και ειδικότερα των Wednesday Night Heroes και Shout Out Out Out Out αντίστοιχα. Η πρώτη από αυτές ήταν μια punk rock μπάντα και η δεύτερη μια dance-punk/electro, των οποίων οι επιρροές μεταφέρθηκαν στους Home Front. Κι αν λίγο-πολύ κάποιοι τις θεωρούσαν «ασύμβατες», νομίζω πως μετά τη ζωντανή τους εμφάνισή θα άλλαξαν γνώμη.

Έχουν γραφτεί πολλά για το ύφος της μουσικής των Home Front, άλλα σωστά και άλλα σχεδόν λάθος. Αν είχατε διαβάσει κάτι σχετικό πριν τους ακούσετε, πιθανόν να σχηματίσατε κάπως διαφορετική άποψη από την ακρόαση των στούντιο ηχογραφήσεών τους, αλλά σίγουρα θα διαφωνείτε με μερικούς χαρακτηρισμούς αν τους είδατε να παίζουν ζωντανά, όταν ξεδιπλώθηκε πλήρως η αγάπη τους για το punk. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχτηκε πως ό,τι κι αν υποστηρίξει κανείς, δε θα είναι τελείως λάθος. Κι αν όντως πρέπει να επιλέξω ένα χαρακτηρισμό, πιστεύω ότι ο hardcore synth-pop πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλον στην πραγματικότητα. Αν όμως μου ζητούσατε να χαρακτηρίσω το ύφος τους πριν τους δω να παίζουν ζωντανά, η κρίση μου θα ήταν διαφορετική.

Ο χαρακτηρισμός hardcore synth-pop εδραιώθηκε και από τη σκηνική τους παρουσία. Ο αεικίνητος McKinnon πληρούσε το προφίλ του μπροστάρη μιας hardcore μπάντας, ενώ ο Frazier εκ των πραγμάτων περιοριζόταν πίσω από τα synths και drum machines εκτελώντας χορευτικές φιγούρες - πόζες που συνήθιζαν τα electro-pop συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80. Ξαφνιάστηκε κανείς; Δε νομίζω, αφού κι αυτή η «αντιφατική» σκηνική παρουσία λειτούργησε αβίαστα, όπως και η άλλη, η κύρια, που αφορούσε τον ήχο τους. Βέβαια, το ντουέτο δεν ήταν μόνο επί σκηνής, αλλά συνοδευόταν από τρεις ακόμα μουσικούς, που έπαιξαν πραγματικά καλά, την Bendy Straws (μπάσο), τον Ian Boothman (κιθάρα) και τον όνομα-και-πράγμα War Dog (ντράμς).

Δεν είχε καλά - καλά ξεκινήσει ο χαμός του Real Eyes, όταν ο McKinnon πετούσε στον αέρα το μικρόφωνο και πηδούσε ψηλά, ενώ ο Frazier έβρισκε τον τρόπο να χωρέσει στο κάδρο τις “hang loose” χορευτικές του φιγούρες. Τώρα, αν σας πω ότι ακολούθησε το End Transmission σίγουρα θα παραξενευτείτε, αλλά με τέτοια δυναμική εκτέλεση, δε θα μπορούσες με τίποτα να πεις πως θυμίζει Joy Division. Μέσα στο όλο κλίμα του Faded State εντάχθηκε και το σαφώς ενισχυμένο Born Killer, σε σημείο μάλιστα που αν ο Alan Vega ήταν στη ζωή και παρών, θα ένιωθε πολύ περήφανος.

Ύστερα ο δυνατός ήχος υποχώρησε (λιγάκι), έτσι ώστε να αναδειχτούν κάποιες μελωδικότερες κυρίως new wave αναφορές, που θα μπορούσε κάποιος να τις πει «αυθεντικές» της δεκαετίας του ’80, μιας και απέπνεαν κάτι από την αύρα των Our Daughter’s Wedding και των New Order. Κλασικότερα παραδείγματα ήταν αυτά του εξαιρετικά παιγμένου New Face of Death και του επίσης πολύ καλού Contact, που αν και σίγουρα δε θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος του Power, Corruption & Lies, αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι δεν το έφερνε στο νου.

Για να πάρει μια ανάσα η μπάντα, πήρε το λόγο ο McKinnon μιλώντας μας για το ότι νιώθει άσχημα που όλοι εμείς διασκεδάζουμε τη στιγμή που κάποιοι πολεμούν, για την κατάσταση στην Παλαιστίνη, για το ότι η μουσική είναι φτιαγμένη για να ενώνει τους ανθρώπους και για την ειρήνη. Αυτή η τελευταία λέξη, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της διάσταση, θα ήταν από μόνη της αρκετή για να πει όλα τα παραπάνω και όσα πολλά δεν πρόλαβαν να ειπωθούν. Μετά τη σύντομη αυτή διακοπή, η μπάντα συνέχισε κάπου από εκεί που είχε σταματήσει με το επικεντρωμένο στη synth pop Overtime, για να ακολουθήσει το χάος με το Nation που τραγούδησε ο McKinnon -και όχι φυσικά ο Cal Graham- καθόλη τη μεγαλύτερης διάρκειας απολαυστική εκτέλεσή του, που σήμανε τον ερχομό της Νέας Εποχής των Blitz. Μερικά πράγματα δεν είναι δυνατό να πεθάνουν. Τόσο απλά.

Η ώρα είχε πάει 23.08’ όταν η μπάντα άφησε τη σκηνή, με μόνο τον Frazier να παραμένει στη θέση του, παροτρύνοντάς μας να φωνάξουμε για ενκόρ. Και (μαντέψτε!) πριν περάσουν δεκαπέντε δευτερόλεπτα επανήλθαν και έπαιξαν ακόμα δεκαπέντε λεπτά. Ακούγοντας την εισαγωγή του διαφορετικά εκτελεσμένου Flaw in the Design, αν δεν τους είχα μπροστά μου, θα μπορούσα να φανταστώ άνετα ότι έπαιζαν οι Psychedelic Furs, αν ήταν οργισμένοι και όχι κουλ. To Focus και το Kill the Time κράτησαν -κατά το δυνατόν- ζωντανή την ατμόσφαιρα των ‘80s γράφοντας με γλυκό και δυναμικό τρόπο τον επίλογο της εξαιρετικής αυτής βραδιάς. 

 

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Media

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα